Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου
Ὅταν ἤμουνα στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἤμουν ἕνα ἁγιασμένο παιδί. Ἐγὼ ἀντιδροῦσα σ’ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς, πλὴν ὅμως σιγὰ – σιγὰ οἱ ἔπαινοι μοῦ κάνανε κακὸ καὶ τὸ κακό, αὐτὸ τὸ εἶδα στὴν πράξη, ὅταν ἔβαλα τὴν κατὰ Θεὸν ἀρχὴν νὰ θεραπευθῶ ψυχικὰ ἀπὸ ὅλα μου τὰ πάθη.
Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γέροντα, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε ὁ Γέροντας τὴν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τὴν θεραπεία του. Καὶ μὲ μεταχειριζότανε αὐστηρὰ – μὲ ἤλεγχε συνέχεια, μὲ μάλλωνε, καὶ μὲ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά. Eἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μοῦ ἔκανε τοὺς ἐλέγχους, δηλαδὴ ὅταν ἔβαζε τὸ φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἐγὼ πονοῦσα.
Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γέροντα, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε ὁ Γέροντας τὴν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τὴν θεραπεία του. Καὶ μὲ μεταχειριζότανε αὐστηρὰ – μὲ ἤλεγχε συνέχεια, μὲ μάλλωνε, καὶ μὲ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά. Eἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μοῦ ἔκανε τοὺς ἐλέγχους, δηλαδὴ ὅταν ἔβαζε τὸ φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἐγὼ πονοῦσα.
Ὁ ἐγωισμός μου κλωτσοῦσε μέσα μου καί μοῦ ἔλεγε· γιατί μόνο σέ μένα ὁ Γέροντας ἐξασκεῖ αὐτή τήν αὐστηρή παιδεία, γιατί νά μέ μαλλώνει, γιατί καί γιατί…
Ἐγὼ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καὶ πολλὲς φορές, μετὰ ἀπὸ ἕναν κραταιὸ ἀγώνα, πήγαινα μέσα στὸ κελλάκι μου καὶ ἔπαιρνα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἔκλαιγα ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔλεγα:
«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσὺ ποὺ ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καὶ τόσα κακὰ· τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καὶ χλευασμοὺς ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ σὲ μισοῦσαν καὶ εἴχανε μεγάλη κακία ἀπέναντί σου.
Καὶ ἐσὺ ἀνεξικάκως ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινες γιὰ τὴν δική μου ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθὴς καὶ ἐλεεινὸς νὰ διαμαρτύρωμαι καὶ νὰ λέω, γιατί μοῦ βάζει ὁ Γέροντας τὸ πικρὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας μου;
Ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δὲν ἔχω οὔτε μία δικαιολογία ἀλλὰ μόνον πρέπει νὰ κάμνω ὑπομονὴν νὰ σηκώσω τὸν Σταυρὸν τὸν ὁποῖο μοῦ χάρισε ἡ ἀγαθότης Σου πρὸς σωτηρίαν μου».
Αὐτὰ τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καὶ πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κλαυθμὸν ἔνοιωθα μία γιγάντωση μέσα στὴν καρδιά μου, στὸ νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νὰ σταυρωθῶ ψυχικὰ…γιά νά δεχθῶ στήν συνέχεια τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.
Ἐγὼ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καὶ πολλὲς φορές, μετὰ ἀπὸ ἕναν κραταιὸ ἀγώνα, πήγαινα μέσα στὸ κελλάκι μου καὶ ἔπαιρνα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἔκλαιγα ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔλεγα:
«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσὺ ποὺ ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καὶ τόσα κακὰ· τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καὶ χλευασμοὺς ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ σὲ μισοῦσαν καὶ εἴχανε μεγάλη κακία ἀπέναντί σου.
Καὶ ἐσὺ ἀνεξικάκως ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινες γιὰ τὴν δική μου ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθὴς καὶ ἐλεεινὸς νὰ διαμαρτύρωμαι καὶ νὰ λέω, γιατί μοῦ βάζει ὁ Γέροντας τὸ πικρὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας μου;
Ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δὲν ἔχω οὔτε μία δικαιολογία ἀλλὰ μόνον πρέπει νὰ κάμνω ὑπομονὴν νὰ σηκώσω τὸν Σταυρὸν τὸν ὁποῖο μοῦ χάρισε ἡ ἀγαθότης Σου πρὸς σωτηρίαν μου».
Αὐτὰ τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καὶ πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κλαυθμὸν ἔνοιωθα μία γιγάντωση μέσα στὴν καρδιά μου, στὸ νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νὰ σταυρωθῶ ψυχικὰ…γιά νά δεχθῶ στήν συνέχεια τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.