Κορυφώνεται την εβδομάδα αυτή η από μηνός ήδη εγκαινιασθείσα προεόρτια πορεία μας προς τη Βηθλεέμ. Η Βίβλος γενέσεως του ευαγγελιστή Ματθαίου, διευρυμένη με την αντίστοιχη γενεαλογία του Λουκά, μας εισάγει ευθέως στο γεγονός της απερινόητης καθόδου του Θεού και της εισόδου του στον τόπο και τον χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας.
Η μακρά αλυσίδα των κατά σάρκα Προπατόρων, εκ των οποίων «εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός», συμπληρώνεται από την επίσης μακρά αλυσίδα των κατά πνεύμα προγόνων του, όλων εκείνων που με την κατά Θεόν βιοτή τους, έργω και λόγω, κράτησαν ανοιχτό στις ψυχές όλων των ανθρώπων, ιδιαιτέρως όμως του εκλεκτού περιουσίου λαού, τον πνευματικό δίαυλο της πίστης και της αναμονής, μέχρις ότου, με απόρρητο τρόπο, να περιβληθεί και την ανθρώπινη διφυή ουσία ο υπερούσιος Θεός. Και φυσικώ τω λόγω τιμώνται και όλοι αυτοί σήμερα, ιδιαιτέρως δε ο χορός των προφητών και προφητίδων (Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως).
Όλοι αυτοί αποτέλεσαν την προκεχωρημένη γραμμή της ανθρώπινης προσπάθειας να κατεβάσει από το ύψος του ουρανού στο βάθος της ανθρώπινης κατάντιας τον Ύψιστο. Είναι η αιχμή του δόρατος της ανθρώπινης ικεσίας για την έλευση του Λυτρωτή και Σωτήρα. Στον Όρθρο των Χριστουγέννων ακούμε τον λαμπρό Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον εύγλωττο υμνητή των θείων μεγαλείων, να βάζει στο στόμα του προφήτη Ιωνά την αγωνιώδη κραυγή του ανθρώπου.
«Ναίων Ιωνάς εν μυχοίς θαλαττίοις…» (ωδή ς΄). Από τα ερεβώδη ανήλιαγα βάθη, όπου ενδιέτριβε ο «ενάλιος θηρ», το θαλάσσιο θηρίο που τον κατέπιε, αλλά και από τα ακόμη σκοτεινότερα σπλάχνα του κήτους όπου βρέθηκε φυλακισμένος, ο Ιωνάς «ελθείν εδείτο και ζάλην απαρκέσαι». Φώναζε στον Θεό να του δώσει την ευκαιρία να βγει πάλι στο φως, να δει ξανά πρόσωπο ανθρώπου. Και να φύγει από πάνω του η ζάλη, ο φόβος του θανάτου που τον κατέκλυσε από παντού. Με κύκλωσε, λέει, «εσχάτη άβυσσος. Ταφή μοι το κήτος εγένετο». Η κοιλιά του κήτους έγινε ο τάφος μου. «Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου». Μακάρι να φτάσει η προσευχή μου σε σένα, στον άγιο ναό σου (Ιων. 2, 7-8).
Και ενώ ο Ιωνάς δέεται να ανεβεί από τη φθορά η ζωή του, ο μέγας υμνωδός αντιστρέφει τους όρους. Βρίσκομαι, λέει, σε δεινότερη θέση από τον Ιωνά. Με έχει πληγώσει θανάσιμα η αμαρτία, το βέλος του τυράννου-διαβόλου. Δεν έχω τη δύναμη να ανεβώ από το βάθος όπου με έριξε, γι’ αυτό και δεν παρακαλώ να έλθω εγώ σε σένα, Χριστέ. Αλλά σε ικετεύω να κατεβείς εσύ προς εμένα, από το ύψος σου στο βάθος μου, για να εξολοθρεύσεις τα κακά που με βρήκαν και να με ανεβάσεις «εκ λάκκου και βυθού πταισμάτων». Και μάλιστα, έλα γρήγορα, «θάττον της εμής ραθυμίας», προτού η δική μου αμέλεια με κυριεύσει τελείως και δεν θα μπορώ πια ούτε να σε παρακαλέσω. Απ’ τη μεριά μου υπάρχει παντελής αδυναμία για το παραμικρό.
Και ο Χριστός μάς ακούει. Και κατεβαίνει. Έρχεται στον δικό μας τόπο και χρόνο να μας βρει.