π. Δημητρίου Μπόκου: Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

π. Δημητρίου Μπόκου
 
Μεγάλες μορφές από την χορεία των Αγίων Πατέρων μας έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκροτήθηκε στη Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ. Χ., με πρωτοβουλία του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ανάμεσά τους οι άγιοι Αθανά-σιος, Νικόλαος, Σπυρίδων, Όσιος, επίσκοπος Κορδούης (της σημερινής Κόρντοβα της Ισπανίας).
Οι 318 θεοφόροι Πατέρες της πρώτης μεγάλης Συνόδου ασχολή-θηκαν με την αίρεση του Αρείου. Αυτός, αδυνατώντας να δώσει λογική εξήγηση στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστός δεν είναι Υιός του Θεού, ίσος και συνάναρχος με τον Πα-τέρα, αλλά δημιούργημα του Θεού, το πρώτο και ανώτερο από όλα τα άλλα (Κυριακή των Αγίων Πατέρων).
Το πρόβλημα του Αρείου είναι το πρόβλημα όλων των αιρετικών: Η λογική κατασκευή. Η προσπάθεια δηλαδή να αποδείξουν με λογικά επιχειρήματα το μυστήριο του Θεού. Ό,τι όμως έχει σχέση με τον Θεό, το αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός διά μέσου των προφητών του και κυρίως διά του Ιησού Χριστού. Δεν είναι κάτι που το ανακαλύπτει ο άνθρωπος μέσω της λογικής και των αισθήσεών του. Ο άνθρωπος με τις δικές του δυνατότητες και ανάλογα με τον βαθμό της κάθαρσής του από τα πάθη, μπορεί να γνωρίσει μόνο τις ενέργειες του Θεού. Τις επεμβάσεις του στον κόσμο και στην ψυχή του καθενός.
Το πώς είναι ο Θεός πραγματικά ως προς την ουσία του, μένει πά-ντα έξω από τα όρια της γνωστικής μας ικανότητας. Είναι μυστήριο πέρα και πάνω από τη λογική μας. Υπέρλογο, αλλά όχι παράλογο. Ανε-ξήγητο, ανερμήνευτο, απόρρητο. Αποδεχόμαστε μόνο ταπεινά όσα μας αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός. «Ου φέρει το μυστήριον έρευναν. Πίστει μόνη τούτο πάντες δοξάζομεν».
Ο Άρειος όμως αγνόησε τη μαρτυρία του ίδιου του Χριστού για τον Τριαδικό Θεό, για τον Θεό-Πατέρα, για τον εαυτό του, ότι είναι Υιός μονογενής του Θεού, για το Άγιο Πνεύμα. Μη κατανοώντας λογικά, πώς είναι δυνατόν ο Υιός να είναι συνάναρχος με τον Πατέρα, έφτασε να πει ότι ο Χριστός κάποτε δεν υπήρχε. «Ην ποτε, ότε ουκ ην». Ήταν κάποτε καιρός που ο Υιός δεν υπήρχε. Αρχικά δηλαδή υπήρχε μόνο ο Πατέρας. Και μετά έγινε ο Υιός. Και μάλιστα δεν «εγεννήθη», αλλά «ε-γενήθη». Εγένετο. Δεν γεννήθηκε, αλλά έγινε, πλάστηκε. Δεν είναι
Υιός, από τη φύση του Θεού, αλλά δημιούργημα, πλάσμα του Θεού. Έ-τσι ο Άρειος αρνήθηκε ωμά τη θεότητα του Χριστού.
Όμως ο Χριστός, ανακρινόμενος ενώπιον του εβραϊκού συνε-δρίου, στην ερώτηση του αρχιερέως, αν είναι ο Υιός του Θεού, απά-ντησε ευθέως, χωρίς περιστροφές, κυριολεκτικά: «Εγώ ειμι». Αυτό θεωρήθηκε θανάσιμη βλασφημία. Ο αρχιερεύς είπε «ότι εβλασφή-μησε… Ίδε νυν ηκούσατε της βλασφημίας αυτού» (Μάρκ. 14, 62. Ματθ. 26, 65).
Άλλοτε πάλι ο Χριστός είχε πει, ότι είναι ένα με τον Πατέρα: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». Ομολογοῦσε ακριβῶς ότι πατέρας του ήταν ο Θεός. Εξίσωνε χωρίς δισταγμό τον εαυτό του με τον Θεό. Οι Εβραίοι ήξεραν καλά τί άκουσαν και τόνισαν στον Πιλάτο. «Οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού Υιόν εποίησεν» (Ιω. 5, 18. 10, 30. 19, 7).
Οι θεοφόροι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου θέσπισαν να αποδεχόμαστε τον Χριστό, όπως ακριβώς Εκείνος αποκάλυψε τον ε-αυτό του:
Ίσον σε όλα, ομοούσιο με τον Πατέρα.
Υιόν του Θεού, όχι δημιούργημα. «Εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα».
Συνάναρχο με τον Πατέρα. «Ουκ ην ποτε, ότε ουκ ην», είπαν. Δεν υπήρξε ποτέ στιγμή, που να μην υπάρχει και ο Υιός.
Εσύ, «πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;» (Ιω. 9, 35).
Καλή, ευλογημένη εβδομάδα! Καλό μήνα!