Γράφει η Σωτηρία Ορφανίδου
Ο νέος χρόνος μάς βρίσκει με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο σε εξέλιξη, ενώ ο κορωνοϊός, ο ιός της γρίπης και ο RSV φιγουράρουν καθημερινά στα ΜΜΕ και ο Εγκέλαδος στη χώρα μας είναι τελευταία αρκετά ζωηρός.
Όμως, παρότι ο χειμώνας υπήρξε ως τώρα γενναιόδωρα ηλιόλουστος και επικρατεί μια γενικότερη φαινομενική ηρεμία, στην πραγματικότητα καμία από τις πρόσφατες κρίσεις δεν δείχνει να προχωρά προς την λύση της, αντιθέτως έρχονται να προστεθούν νέες κρίσεις στο μενού των πολιτών. Η ενεργειακή και η επισιτιστική κρίση που έχουν προαναγγελθεί δεν έχουν δείξει ακόμη τα δόντια τους, ενώ προσφάτως ανέκυψε το πρόβλημα της έλλειψης βασικών φαρμάκων, για παράδειγμα των σκευασμάτων με παρακεταμόλη.
Κι ενώ ο μέσος πολίτης περιμένει σαν τους Γαλάτες στο χωριό του Αστερίξ και του Οβελίξ πότε θα του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, ακόμη ένα επίδομα έρχεται να παρατείνει την επιδημία επιδομάτων και αφορά σε βασικά αγαθά, το λεγόμενο Market Pass.
Κατά το Fuel Pass 1 (τώρα βρισκόμαστε στο 3 και συνεχίζουμε…), οι πολίτες είχαν δύο επιλογές για την είσπραξη του εφάπαξ ποσού των 30 έως 50 ευρώ: κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό ή δημιουργία άυλης ψηφιακής κάρτας. Η δεύτερη επιλογή παρείχε bonus ύψους 5 ευρώ για τον δικαιούχο, προφανώς ως κίνητρο για την εξοικείωση με το άυλο ψηφιακό χρήμα.
Στο Fuel Pass 2, που πιστώθηκε σε ακόμη περισσότερους δικαιούχους, το ποσό της ενίσχυσης περιγράφεται με τη μορφή δύο επιλογών, άυλη ψηφιακή κάρτα ή τραπεζικό λογαριασμό, όπου σε καθεμία αναφέρεται το αντίστοιχο ποσό, π.χ. 100 ευρώ μέσω ψηφιακής κάρτας και 85 ευρώ μέσω τραπεζικού λογαριασμού (βλ. https://vouchers.gov.gr). Οι δύο επιλογές παρατίθενται, θα λέγαμε, με ισοδύναμο τρόπο.
Ωστόσο, στη σχετική τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή στις 20/12/2022 για το Market Pass (ή Food Pass) αρχικά παρατίθενται τα ποσά ανά κατηγορία ωφελούμενου και στη συνέχεια οι τρόποι πίστωσης του ποσού. Η πρώτη επιλογή αφορά –χωρίς να προκαλεί πλέον έκπληξη– ψηφιακή χρεωστική κάρτα και η δεύτερη τραπεζικό λογαριασμό επιλογής του δικαιούχου. Σε επόμενη παράγραφο επισημαίνεται ότι σε περίπτωση τραπεζικού λογαριασμού ο δικαιούχος θα λάβει μόνο το 80% του ποσού ενίσχυσης, με απλά λόγια θα υποστεί ποινή, κατ’ ουσίαν πρόστιμο, που ανέρχεται στο 20% της επιδότησης.
Παρατηρούμε, δηλαδή, μια βαθμιαία μετάβαση από τη λογική της επιβράβευσης με τη μορφή bonus σε μια ουδέτερη προσέγγιση έως ότου καταλήξουμε στη διαπίστωση πως ο βασικός τρόπος είναι η άυλη ψηφιακή κάρτα και κάθε άλλη επιλογή συνοδεύεται από μια ποινή. Αυτό ίσως θυμίζει τη διάκριση μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων όσον αφορά στην υποχρέωσή τους για διενέργεια τεστ, κάτι που ερμηνεύτηκε (και βιώθηκε) από αρκετούς εργαζόμενους ως ένα είδος έμμεσου χρηματικού προστίμου το οποίο συνόδευσε την επιλογή τους.
Παρόλα αυτά, και με πρόσφατες τις μνήμες σχετικά με το «καλάθι της νοικοκυράς», που μετά την κατακραυγή για τη σεξιστική ορολογία του μετονομάστηκε σε «καλάθι του νοικοκυριού», και με το «καλάθι του Άη Βασίλη» –που χρειάστηκε λίγη έρευνα ώστε να διασταυρωθεί πως όντως δεν πρόκειται για ανέκδοτο ή φωτομοντάζ με τον υπουργό ανάπτυξης να κρατά τα κουπόνια με τον κοκκινοντυμένο δυτικόμορφο, ευτραφή, χαμογελαστό γεράκο– οι πολίτες δείχνουν να περιμένουν με ανοιχτό το στόμα για τα ψίχουλα που βαφτίζονται «ενίσχυση» και ηδονίζονται με κάθε επιπλέον ποσό που τους «χαρίζει» το κράτος. Ο σεβασμός των πολιτών και η ευγνωμοσύνη προς το κράτος δεν αυξάνει, ούτε έχουν την αίσθηση οι Έλληνες ότι ζουν σε ένα Κράτος Πρόνοιας, αντίθετα υιοθετούν την ψυχολογία της επαιτείας, ενώ δείχνουν να ξεχνούν πως τα χρήματα αυτά προέρχονται από τους ίδιους, μέσω των φορολογικών εισφορών τους.
Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν εισροές μεγάλων ποσών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που έδωσε στους Έλληνες την αίσθηση πως τα λεφτά έρχονται ως δώρο από κάπου αλλού και δεν επιβαρύνουν ούτε τα κρατικά ταμεία ούτε τις τσέπες τους. Έτσι, αφενός χτίστηκε σταδιακά η πεποίθηση ότι το κρατικό χρήμα δεν είναι χρήμα που ανήκει στους πολίτες και αφετέρου βλέπουμε ότι οι πολίτες υποδέχονται κάθε επίδομα/βοήθημα/ενίσχυση/pass κ.ο.κ. με τη χαρά που νιώθει κάποιος ο οποίος βρίσκει χρήματα στον δρόμο ή με την ικανοποίηση ότι κατάφερε να εξοικονομήσει ένα ποσό χάρη στην «καπατσοσύνη» του
Στη χώρα μας κουπόνια και συσσίτια (γιατί περί αυτού πρόκειται) υπήρξαν σε εποχές πολέμου και κατοχής, δηλαδή σε ιδιαίτερα δυσμενείς και έκτακτες καταστάσεις. Όμως, να που επανήλθαν σε καιρό ειρήνης, η οποία θυμίζει εμπόλεμες εποχές, αλλά με άλλου είδους απειλές και «αόρατους εχθρούς».
Η μετάβαση από το bonus στην ποινή στο πλαίσιο των επιδομάτων αναπόφευκτα θυμίζει τη μετατροπή των δικαιωμάτων σε προνόμια κατά τον καιρό της πανδημίας (ελεύθερη μετακίνηση, είσοδος σε δημόσιους χώρους, κ.λπ.) και εγείρει σοβαρό προβληματισμό σχετικά με την αντιμετώπιση των πολιτών από την πλευρά ενός δημοκρατικού κράτους.
Η ελαστικότητα των όρων και των εννοιών αποδεικνύεται επίσης από την επιλογή να χρησιμοποιηθεί η λέξη «pass» που σημαίνει «άδεια πρόσβασης» και κατά συνέπεια ως έννοια τοποθετείται αρκετά μακριά από αυτή του χρηματικού επιδόματος. Άραγε, η άυλη ψηφιακή κάρτα θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ως διαπιστευτήριο πρόσβασης σε υπηρεσίες, χώρους ή ακόμη και παροχές ή δικαιώματα;
Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος στο βιβλίο του «Η Ανοικτή Ιστορία και οι Εχθροί της – Η άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού» αναφέρει για την εποχή μας: «Η γλώσσα καθίσταται νομιναλιστική, με πλήρη σχεδόν αποσύνδεση από οιαδήποτε οντολογία των πραγμάτων. Οι λέξεις και οι φράσεις γίνονται αντιμεταθέσιμες και πολυσήμαντες, με ασαφή πραγματολογικόν ορίζοντα». Η διατύπωση αυτή εκφράζει ένα από τα εικοσιτέσσερα χαρακτηριστικά τα οποία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, σκιαγραφούν τον νέο Ολοκληρωτισμό που αναδύεται και τιτλοφορείται στο εν λόγω βιβλίο ως «βελούδινος ολοκληρωτισμός».
Επιστρέφοντας στα επιδόματα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν αποτελούν λύσεις παρά ένα κατασταλτικό μέσο, ένα προσωρινό αναλγητικό στα μόνιμα και επώδυνα προβλήματα επιβίωσης των Ελλήνων χωρίς να διαφαίνεται καμία προοπτική συστηματικής αντιμετώπισής τους. Άραγε, η κυβέρνηση θα προσφέρει σύντομα κάποιο επίδομα για την αντιμετώπιση του σωματικού πόνου ως υποκατάστατο της έλλειψης των πραγματικών αναλγητικών από τα φαρμακεία;