Ἐπειδὴ τὸ θέμα μου εἶναι «πῶς ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι τὰ Χριστούγεννα», θὰ ἀναφέρω ἀρχικὰ ἀγαπητοί μου, κάτι γιὰ τὴν ἁγιότητα. Θὰ σᾶς πῶ ὅτι ἅγιοι δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὀνομάζονται «καλοὶ ἄνθρωποι» ἀλλά, ἅγιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀγάπησαν τὸν Θεό καὶ ἑνώθηκαν μαζί Του. Αὐτὸς ὅμως εἶναι κοινὸς σκοπὸς ὅλων μας ! Εἶναι ὁ βασικότερος σκοπὸς τῆς ζωῆς μας. Στὴν ζωὴ τῶν ἁγίων, καὶ εἶναι πολὺ σημαντικὸ αὐτό, βιώνεται ὅλο τὸ ἔργο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Στοὺς ἁγίους φανερώνεται τὸ μέγα καὶ μοναδικὸ μυστήριο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ζοῦν μέσα τους «ἱεροκρυφίως» αὐτὸ τὸ γεγονός ! Γίνεται γι᾽ αὐτοὺς ἕνα προσωπικὸ βίωμα καὶ ἕνας συνεχὴς καθημερινὸς ἀγῶνας.
Εἶναι κατανοητὸ ὅτι αὐτὸ θέλει κόπο, συχνὰ καὶ πόνο. Πρόκειται γιὰ καρπὸ μιᾶς μακρᾶς πνευματικῆς ζωῆς ἀλλά, φυσικά, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἰσαγωγικὰ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ κάτι ἄλλο σχετικὸ μὲ τοὺς ἀγίους καὶ τὶς ἑορτές. Οἰ ἅγιοι, λοιπόν, τὶς ἑορτές, τὶς ἔβλεπαν ὡς εὐκαιρίες γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν πνευματικότητά τους. Αὐτὸ μποροῦσε νὰ γίνει ὅταν ζοῦσαν τὸ νόημά τους. Ἔμαθαν ἐμπειρικὰ ὅτι στὶς ἑορτές, ἀνοίγουν ἰδιαιτέρως οἱ κρουνοὶ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ πλημμυρίζουν οἱ πιστοί, ἀκόμα δέ, καὶ ὅλη ἡ δημιουργία. Γνωρίζουν ἐπίσης ὅτι ἡ κάθε γιορτὴ γίνεται ἕνα γλέντι στὸ ὁποῖο ὅλοι μετέχουν στὸ «παραδείσιο κρασί», ὅπως τὸ χαρακτήριζε ὁ ὅσιος Παΐσιος. Ἔτσι ὁ κάθε πιστός, μπορεῖ νὰ προσεγγίζει τὴν ἑορτή, ὡς μία εὐκαιρία τῆς προσωπικῆς του ἀναγέννησης. Εἶναι γεγονὸς ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν πρόθεση, ἀνάσταση εἶναι κάθε ἑορτή, ἀνάσταση καὶ παλιγγενεσία.
Πῶς ὅμως μπορεῖς νὰ ζήσεις τὰ Χριστούγεννα;
Γιὰ νὰ γίνουν τὰ παραπάνω, ἀρκεῖ νὰ συμμετέχουμε μὲ ὄρεξη πνευματική νὰ θέλουμε νὰ τὰ ζήσουμε. Ἂν ὑπάρχει ἡ ὄρεξη αὐτή, τότε ὄντως τὶς γλεντᾶμε πνευματικὰ τὶς ἑορτὲς καὶ μάλιστα μεθᾶμε πνευματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Οἱ Ἅγιοι ζοῦσαν λοιπὸν μὲ λαχτάρα τὶς ἑορτές, καὶ μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ Ὅσιος Παΐσιος :
«Τὶς γιορτὲς γιὰ νὰ τὶς ζήσουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν νοῦ μας στὶς ἅγιες ἡμέρες καὶ ὄχι στὶς δουλειὲς ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἡμέρες». Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ πολὺ σημαντικὸ ποὺ πρέπει νὰ σταθοῦμε ! «Ὅταν κανεὶς μελετάει τὰ γεγονότα τῆς κάθε γιορτῆς, φυσιολογικὰ θὰ συγκινηθεῖ καὶ μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια θὰ προσευχηθεῖ». Πιὸ συγκεκριμένα: «Στὶς Ἀκολουθίες, ὁ νοῦς νὰ εἶναι στὰ γεγονότα ποὺ γιορτάζουμε καὶ μὲ εὐλάβεια νὰ παρακολουθοῦμε τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνονται. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι στὰ θεῖα νοήματα, ζεῖ τὰ γεγονότα ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἔτσι ἀλλοιώνεται». Νὰ παρακολουθοῦμε λοιπὸν τὰ νοήματα τῶν ψαλμῶν καὶ γενικὰ ὅλων ὅσων ἀκούγονται στὸν ναό,καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε σ᾽αὐτά. Αὐτὸ τονίζεται ἀπὸ τὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ἂς τὸ δοῦμε μὲ ἕνα παράδειγμα. Ὅπως ὅταν κάποιος ἀγαπάει ἕνα πρόσωπο, σκέφτεται συνεχῶς τὸ πρόσωπο αὐτό, ἔτσι καὶ ἐμεῖς σκεπτόμαστε καὶ στρέφουμε συνεχῶς τὸν νοῦ μας στὸν Χριστό, καὶ πιὸ εἰδικά, στὶς ἑορτὲς στὶς ὁποῖες τιμοῦμε τὸν Ἴδιο καὶ τοὺς ἁγίους Του.
Θὰ προχωρήσουμε λίγο παρακάτω. Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, κέντρο τῆς ἑορτῆς ἀλλά,καὶ ὅλης τῆς λατρείας μας εἶναι, ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐμεῖς, πάντοτε γύρω ἀπὸ τὸ κοινὸ τραπέζι ἑορτάζουμε τὰ σημαντικὰ γεγονότα. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρο κάθε ἑορτῆς καὶ ἐκεῖ, στὸ Κοινὸ Ποτήριο γίνεται ἡ μυστικὴ ἕνωσή μας τόσο μὲ τὸν Θεό, ὅσο καὶ μεταξύ μας. «Γιορτὴ σημαίνει Σύναξη καὶ Σύναξη σημαίνει Εὐχαριστία». Αὐτὸς ὁ τρόπος λατρείας εἶναι ὁ παραδεδομένος σὲ ἐμᾶς, δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν καλὴ ἀλλοίωση, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο γιὰ κάθε ἄνθρωπο.
Ἂς δοῦμε καὶ κάτι ἀκόμα ποὺ ἀφορᾶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ πῶς ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔλεγε ὅτι τὰ ζοῦσε.
Τὸν ρώτησαν:
«-Γέροντα, μετὰ τὴν Ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων δὲν κοιμόμαστε;
–Χριστούγεννα καὶ νὰ κοιμηθοῦμε,Ἄ! Ἡ μητέρα μου ἔλεγε: «ἀπόψε μόνον οἱ Ἐβραίοι κοιμοῦνται». Βλέπεις, τὴν νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ ἄρχοντες κοιμόνταν βαθιά, καὶ οἱ ποιμένες «ἀγραυλοῦσαν». Φύλαγαν τὰ πρόβατα τὴν νύχτα παίζοντας τὴν φλογέρα. Κατάλαβες; Οἱ ποιμένες ποὺ ἀγρυπνοῦσαν εἶδαν τὸν Χριστό». Νὰ τὸ ὡραῖο μήνυμα ἀπὸ τὴν ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου. Ὅσοι αγρυπνοῦν θὰ δοῦν ὅσα γίνονται ! Καὶ εἶναι ἀνάμεσά μας ἄνθρωποι ποὺ δὲν κοιμοῦνται,ποὺ περνοῦν πολλὲς μέρες καὶ νύκτες,δεὀμενοι.>>
Τὸν ρώτησαν καὶ κάτι ἀκόμα :
Πῶς ἦταν γέροντα τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ;
Ἦταν μιὰ σπηλιὰ μέσα σὲ ἕναν βράχο καὶ εἶχε μία φάτνη,τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε.Ἐκεῖ πήγαινε κανένας φτωχὸς καὶ ἄφηνε τὰ ζῶα του.Ἡ Παναγία μὲ τὸν Ἰωσήφ,ἐπειδὴ ὅλα τὰ χάνια ἦταν γεμᾶτα καὶ δὲν εἶχαν ποῦ νὰ μείνουν, κατέληξαν σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο. Ἐκεῖ ἦταν τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸ βοϊδάκι, ποὺ μὲ τὰ χνῶτα τους ζέσταναν τὸν Χριστό ! «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ», δὲν λέει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας;». Εἶναι σημαντικὸ ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι τὰ ὅσα μὲ τόση ἁπλότητα ἀναφέρει ὁ ἁγιασμένος γέροντας, εἶναι καὶ τὸ ἀπόσταγμα τῶν εἰδικῶν γιὰ τὸν τόπο τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ γέροντας ἀκόμα περισσότερο μιλᾶ γιὰ τὸ σπήλαιο, γιατί, μὲ ἕναν ἄγνωστο γιὰ ἐμᾶς τρόπο, γνωρίζει αὐτὸ «πνευματικά», τὸ σπήλαιο, καὶ τὸ περιγράφει.
Καὶ κάτι ἀκόμα:
–Σὲ ἕνα τροπάριο, Γέροντα, λέει ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος βλέποντας τὸν νεογέννητο Χριστό, «χαίρουσα ὁμοῦ καὶ δακρύουσα» ἀναρωτιόταν:… «Ἐπιδώσω σοι μαζόν, τῷ τὰ σύμπαντα τρέφοντι, ἢ υμνήσω σε, ὡς Υἱὸν καὶ Θεόν μου; ποίαν εὕρω ἐπὶ σοί προσηγορίαν;»
–Αὐτὰ εἶναι τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἡ πολὺ μεγάλη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ συλλάβουμε!
–Γέροντα, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου»;
-Γιὰ νὰ ζήσουμε αὐτὰ τὰ θεία γεγονότα, πρέπει ὁ νοῦς νὰ εἶναι στὰ θεία νοήματα. Τότε ἀλλοιώνεται ὁ ἄνθρωπος. «Μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα τετέλεσται σήμερον», ψάλλουμε. Ἄμα ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖ, στὸ «παράδοξον», τότε θὰ ζήσουμε καὶ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί μου, οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχουν μία <δυναμικὴ χαρισματικὴ>, δίνουν ζωή, δύναμη, κουράγιο, ὅτι δηλαδὴ ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος στὶς μέρες μας. Ἔχεις κατάθλιψη, στεναχώρια μοναξιά, ἔχασες ἢ φοβᾶσαι μὴν χάσεις κάποιον δικό σου, ψάλλε τό: «θανάτου ἑορτάσομεν νέκρωσιν…». Πὲς το : «Σήμερον γεννᾶται, σήμερον κρεμᾶται…ὅλα σήμερον». Θὰ σκιρτήσει ἡ καρδιά σου ἀπὸ χαρά, θὰ λάβεις δύναμη. Οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ποτάμια, θάλασσες χάριτος!
Ἐμεῖς τί σχέση ἔχουμε μὲ αὐτὲς τὶς ἑορτὲς καὶ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα;
Τελικά, ἄν τὸ σκεφτοῦμε μὲ εἰλικρίνεια, τὶς ἑορτές, καὶ εἰδικὰ τὰ Χριστούγεννα, δὲν τὰ ζοῦμε ὅπως οἱ ἅγιοι, ὅπως τὰ ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία. Περιμένουμε ἀπὸ μιὰ ἀλλαγὴ στὸ σπίτι, ἀπὸ μερικὰ λαμπιόνια, νὰ μᾶς ἀλλάξει λίγο ἡ καθημερινότητα. Θέλουμε νὰ ἀλλάξει κάπως ἡ καθημερινότητά μας ἡ ὁποία ἔχει γίνει ἀφόρητη καὶ κουραστική, ἀλλὰ ἡ ψυχή δὲν γεμίζει ἀπὸ κτιστὰ φῶτα. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα ἄλλο φῶς, τὸ ἄκτιστον Φῶς ποὺ ἔχει Πρόσωπο, εἶναι ὁ Χριστός. Ὑπάρχει καὶ σήμερα τὸ πραγματικὸ αὐτὸ Φῶς καὶ μπορεῖ νὰ φωτίσει καθέναν ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ. Μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ ζεστάνει, ὅποιον ἀνοίξει τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς του.
Θέλω νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ τὸ παρακάτω περιστατικὸ στὸ ὁποῖο ἀποδεικνύεται ὅτι τὰ Χριστούγεννα μποροῦν νὰ ὑπάρξουν σὲ ὁποιαδήποτε μέρα τοῦ χρόνου. Τὰ Χριστούγεννα δηλώνουν ἀκριβῶς τὸ «σήμερον» τοῦ κοντακίου τῆς ἑορτῆς. Μέσα ἀπὸ κάποιο περιστατικό, μπορεῖς νὰ ζεῖς τὰ Χριστούγεννα ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ κάθε μέρα. Γιὰ παράδειγμα, Χριστούγεννα μπορεῖς νὰ νοιώσεις ὅταν γνωρίσεις ἕναν πραγματικὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
Ἀκοῦστε τὸ ἀκόλουθο ἀληθινό περιστατικό:
«Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερὸ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν χιονισμένο. Ἕνας ἄγνωστος γέροντας ἀνέλαβε νὰ μὲ καθοδηγήσει μέχρι τὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἡ ἐπιθυμία μου ὅμως νὰ λάβω συγκεκριμένες ἀπαντήσεις, μ’ ἔκανε νὰ πάρω μαζὶ μὲ ἕναν δάσκαλο ἀπὸ τὴν Κοζάνη, τὸ μονοπάτι γιὰ τὴν καλύβα τοῦ γέροντα Παϊσίου,στὴν Παναγούδα, ἀμέσως μετὰ τὸν Ἐσπερινό.
Μὲ πρόσωπο σκυμμένο, καρδιὰ θλιμμένη καὶ βήματα βαριά, προσέγγισα τὸ κελί του. Ἀναρωτιόμουν τί θὰ ἔπραττα ἄν, ὡς καρδιογνώστης, κοιτοῦσε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή μου καὶ ἔβλεπε τὰ λάθη, τὴν ἁμαρτία, τὶς παραλείψεις, τὰ μίση, τὶς μικρότητες, τὶς κατακρίσεις, τὸν ἀληθινὸ ψυχικὸ πόλεμο. Στὴν σκέψη καὶ μόνο πὼς ὁ γέροντας ἔχει τέτοια ἰκανότητα, δείλιασα, καὶ μὲ ἔπιασε ντροπή. Ἀναθαρροῦσα ὅμως καὶ μονολογοῦσα μέσα μου. Ἔ ! καὶ τί ἔγινε, ὁ μόνος εἶμαι…
Μιὰ ἄλλη φωνή ὡστόσο, ἄγνωστη τότε, γνωστὴ τώρα σὲ ἐμένα, ἀπαντοῦσε. Ὑπάρχει λύση … Ὅσο καὶ νὰ ἐπιχειροῦσα νὰ μὴν τὴν ἀκούω καὶ νὰ τὴν περιφρονῶ, τόσο αὐτὴ δυνάμωνε. Ὑπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμὴ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω καὶ ξάφνιασα τὸν συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.
Μὲ τὸ ποὺ φθάσαμε στὸ κελί, ἄρχισα νὰ νοιώθω κάπως περίεργα. Ὅλα γύρω προκαλοῦσαν μιὰ ἠρεμία. Τὸ χιονισμένο τοπίο, τὰ πουλιά, ὁ ἦχος ἀπὸ τὸ νερὸ στὸ ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς νὰ κλαίω. Οἱ σκέψεις περιστρέφονταν γύρω ἀπὸ τὴν ἄγνωστη αὐτὴ ἐσωτερικὴ φωνή:
«Ὑπάρχει λύση»!
«Καλῶς τὰ καλόπαιδα» εἶπε. Μὲ τὴν φωνὴ τοῦ γέροντα Παϊσίου, ἐπανῆλθα στὴν πραγματικότητα.
Καθὼς περνοῦσα τὸ κατώφλι τοῦ Κελιοῦ, μιὰ ζεστασιὰ πρωτόγνωρη συγκλόνισε τὸ εἶναι μου. Ἀληθινὸ ἄγγιγμα ψυχῆς. Ὁ γέροντας μὲ κοίταξε. Τὸ βλέμμα του ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις καὶ νὰ ἀνοίξει ἡ καρδιά.
Τὸ μικρὸ διάστημα ποὺ ἔμεινα κοντὰ στὸν ταπεινὸ γέροντα Παΐσιο, ἀρκοῦσε γιὰ νὰ ἀναθεωρήσω σιγὰ – σιγά, πολλὰ πράγματα. Ἡ ἀντίληψή μου γιὰ τὸν κόσμο μεταβλήθηκε. Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα.
Ἡ μικρὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν γέροντα, λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Ἐκεί, στὸ Κελί τῆς Παναγούδας, βίωσα τὴν ζεστασιὰ τῶν ποιμένων. Ἀφουγκράστηκα τὰ ἄγγελμα τῶν ἀγγέλων «ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Ἔζησα τὰ Χριστούγεννα.
Χριστούγεννα μακριὰ ἀπὸ τὰ φῶτα, τὰ γλυκά, τὶς ψεύτικες εὐχὲς γιὰ εἰρήνη, τὰ ὑποκριτικὰ γέλια, τὴν ἰδιοτελὴ καλοσύνη καὶ τὴν ἐλεγχόμενη ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκουμε νὰ μᾶς ἀγαποῦν. Μακριὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων,τὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πορεία καὶ τὸν μοναδικὸ σκοπὸ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή, τὴν σωτηρία του.
Σήμερα μὲ βεβαιότητα μπορῶ νὰ φωνάξω πὼς ὁ Χριστὸς δύναται νὰ γεννηθεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Τώρα εὐθαρσῶς μπορῶ νὰ διακηρύξω καὶ νὰ διαλαλήσω πώς, ἀρκεῖ νὰ ἀνοίξουμε μὲ εἰλικρίνεια μιὰ χαραμάδα στὴν ψυχή μας καὶ τότε, Αὐτὸς θὰ φροντίσει τὰ ὑπόλοιπα. Μιὰ μικρὴ χαραμάδα γιὰ νὰ πλημμυρίσουμε εἰρήνη, νὰ γευθοῦμε καρποὺς διαφορετικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μᾶς σερβίρει ἐντέχνως ἡ ἐκκοσμίκευση. Μιὰ μικρὴ χαραμάδα γιὰ νὰ ἀλλάξουν τὰ πάντα, ῥιζικά. Μιὰ μικρὴ χαραμάδα γιὰ νὰ βροντοφωνάξουμε τὸ…
«Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε».
Τελειώνοντας ἀγαπητοί μου, ἐπαναλαμβάνω καὶ τὴν εὐχὴ ποὺ ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πατήρ: « Ἐγὼ θὰ εὔχομαι ἡ καρδιά σας νὰ γίνει Ἁγία Φάτνη καὶ τὸ Πανάγιον Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ νὰ σᾶς δώσει, ὅλες τὶς εὐλογίες Του». Δεν νομίζω ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ κλείσουμε τὴν παροῦσα ὁμιλία διαφορετικά, ἀπὸ τὸ νὰ ἐπαναλάβουμε αὐτὴν τὴν ἁπλή, ἁπλούστατη ἀλλά, τόσο βαθειὰ θεολογικὴ καὶ οὐσιαστικὴ εὐχή !
[1] «Περὶ προσευχῆς», Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι ΣΤ’ (σελ. 195-196). Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ, Θεσσαλονίκης
25/12/20