Ἂν δὲν ἔχη κανεὶς εὐλάβεια, ταπείνωση, καὶ μέσα στὸ Κουβούκλιο τοῦ Παναγίου Τάφου νὰ τὸν βάλης, τίποτε δὲν θὰ δῆ. Ἐνῶ, ἂν ἔχη εὐλάβεια, καὶ στὸν Γολγοθᾶ μπορεῖ νὰ δῆ τὸ Ἅγιο Φῶς.
Κάποτε ἕνας δόκιμος ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα πῆγε τὸ Μέγα Σάββατο νὰ πάρη Ἅγιο Φῶς ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο γιὰ τὸ μοναστήρι του – ὑπάρχει συνήθεια νὰ στέλνουν τὰ γύρω μοναστήρια μοναχούς, γιὰ νὰ πάρουν τὸ Ἅγιο Φῶς. Αὐτὸς ἔκανε μιὰ πονηριά· ἐπειδὴ φοροῦσε ράσα, παραμέρισε τοὺς κοσμικοὺς καὶ μπῆκε μπροστά. Ὕστερα, ὅταν ἦρθαν κάποιοι κληρικοί, τὸν παραμέρισαν αὐτόν, ἐπειδὴ ἦταν κανονισμένο ποιός θὰ καθήση ἐδῶ, ποιός ἐκεῖ. Τότε τὰ ἔβαλε μὲ τὸν ἑαυτό του ὁ δόκιμος: «Βρὲ ταλαίπωρε ἁμαρτωλέ, χαμένε ἄνθρωπε, μὲ ὅλα τὰ χάλια σου προχώρησες καὶ μπροστά; Νὰ τσακιστῆς νὰ φύγης ἀπὸ ἐδῶ. Οὔτε μέσα στὸν Ναὸ δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ μείνης».
Τὰ πίστευε αὐτὰ ποὺ ἔλεγε. Βγῆκε λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Χριστό: «Χριστέ μου, Σὲ παρακαλῶ, ἂς μὲ ἀνεχθῆς νὰ πάω σὲ κανένα ἄλλο προσκύνημα».
Καὶ πῆγε μετὰ πιὸ πάνω στὸν Γολγοθᾶ.
Ἐκεῖ ἐλεεινολογοῦσε πάλι τὸν ἑαυτό του: «Ἀκοῦς, νὰ κάνω τέτοια πονηριά! Ἐπειδὴ φοράω ράσα, παραμέρισα ἐγὼ ὁ ἐλεεινὸς τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι καλύτεροι ἀπὸ μένα…».
Καὶ ἐνῶ ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του, βγῆκε σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γολγοθᾶ, σὰν ἀστραπή, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ τὸν διέλυσε.
Τότε ὁ καημένος εἶπε: «Κατέβηκε τὸ Ἅγιο Φῶς». Πῆγε, πῆρε Ἅγιο Φῶς μὲ τὸ φαναράκι του ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ ἔφυγε.