Ο Ταξιτζής και η Κοπέλα

π. Δημητρίου Μπόκου

Στὴν πόλη Ναΐν ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ αὐτὸ ποὺ ἡ ἁμαρτία δώρισε στὸν ἄνθρωπο, τὸν θάνατο. Ἕνα νέο παιδί, ὁ μονογενὴς υἱὸς μιᾶς χήρας, εἶναι στὸ φέρετρο. Ἡ μάνα του θρηνεῖ ἀπαρηγόρητη. Ὁ θάνατος τοῦ νέου παιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας συνταράζουν βαθιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν δημιούργησε τὰ πλάσματά του γιὰ νὰ καταντοῦν σ’ αὐτὴ τὴν τραγωδία. Τὰ ἔφτιαξε γιὰ νὰ ζοῦν, ἀνώδυνα, χαρούμενα, παντοτινά. Δὲν εἶχε σχεδιάσει θάνατο. Πλησιάζει αὐτόβουλα τὴ χαροκαμένη μάνα καὶ τῆς λέει νὰ μὴν κλαίει ἄλλο. Καὶ γυρίζοντας ἀμέσως πρὸς τὸ νεκρὸ παιδί, τὸ ἀνασταίνει μὲ μιὰ κουβέντα καὶ ἕνα ἄγγιγμα (Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ).

Ὁ θάνατος φαίνεται νὰ συντρίβει κυριολεκτικὰ τὴ ζωή. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Εἶναι ἀσύλληπτο στὴ λογικὴ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ μυαλό μας ἀρνεῖται νὰ δεχτεῖ ἐπιστροφὴ στὴ ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο, ἢ ὅτι ὑπάρχει συνέχειά της μετὰ τὸ βιολογικὸ τέλος. Τὸ θεωροῦμε παράλογο. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι εἶναι ὑπέρλογο. Ξεπερνάει τὴ λογική μας. Ὄχι παράλογο. Αὐτὰ ὅμως τὰ καταλαβαίνουμε μόνο, ἂν τὰ ζήσουμε. Διηγεῖται ὁ ἁγιορείτης γέροντας Νίκων:

Ἕνας ταξιτζὴς στὴν Ἀθήνα παίρνει ἀπὸ τὸ «Ἐλευθέριος Βενιζέλος» μιὰ κοπέλα, τὴν πηγαίνει σπίτι της στὴν Καλλιθέα. Συζητάγανε στὸν δρόμο, μοῦ λέει, πραγματικὰ καλλιεργημένη, μορφωμένη, ἀξιόλογη κοπέλα. Φτάνουν στὸ σπίτι της, κοιτᾶνε τὸ ταξίμετρο, ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι της, δὲν φτάνανε.

-Συγγνώμην, λέει, ἔρχομαι. Κατεβαίνει κάτω, τὴ βλέπει, μπαίνει σπίτι καὶ περίμενε. Περίμενε, περίμενε, περίμενε…, λέει, τί ἔγινε; Μὲ ξέχασε; Κατεβαίνει, χτυπάει τὴν πόρτα, βγαίνει μιὰ γυναίκα μὲ μαῦρα. Λέει, συγγνώμην, τὰ λεφτὰ γιὰ νὰ φύγω. -Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκείνη. -Τὰ λεφτὰ τοῦ ταξιοῦ. Γιὰ τὴν κόρη σας ποὺ ἔφερα ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο. Τὸν κοιτάζει ἡ γυναίκα. -Ποιὰ ἔφερες ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο; -Τὴν κόρη σας ποὺ μπῆκε τώρα μέσα. Βγάζει μιὰ φωνὴ ἡ γυναίκα, βάζει τὰ κλάματα, κάνει μεταβολὴ καὶ μπαίνει μέσα στὸ σπίτι. Ὁ ἄνθρωπος τρόμαξε. Λέει, δὲν εἶναι στὰ καλά της; Τί ἔπαθε; Μήπως εἶπα κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε;

Μπαίνει κι αὐτὸς μέσα, πέφτει πάνω στὸν ἄντρα της. -Τί τῆς εἶπες, Χριστιανέ μου; Τί τῆς ἔκανες; Τί τῆς εἶπες; Δὲν μᾶς ἀφήνεις στὸν πόνο μας μέρα ποὺ εἶναι; -Συγγνώμην, λέει, δὲν σᾶς ξέρω καὶ δὲν μὲ ξέρετε. Θέλω τὰ λεφτά μου γιὰ νὰ φύγω. -Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκεῖνος. -Τὰ λεφτὰ γιὰ τὴν κόρη σας ποὺ ἔφερα ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο. Τὸν κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος, ποιὸν ἔφερες ἀπ’ τὸ ἀεροδρόμιο; -Τὴν κόρη σας, εἶπε. Δὲν λέει τίποτε ὁ ἄνθρωπος, γυρνάει τὸ κεφάλι του, γυρνάει καὶ ὁ ταξιτζὴς τὸ δικό του καὶ βλέπει σ’ ἕνα τραπέζι ἕνα δίσκο μεγάλο μὲ κόλλυβα κι ἐπάνω ἡ φωτογραφία τῆς κοπέλας. Ἦταν τὰ δύο χρόνια, κόλλυβα γιὰ τὰ δύο χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ κοιμήθηκε.

Καὶ βάζει τὶς φωνὲς ὁ ἄνθρωπος. -Τώρα τί θέλετε νὰ πεῖτε, ὅτι κουβάλησα ἀπὸ τὸ ἀεροδρόμιο μέχρι ἐδῶ μιὰ πεθαμένη; Γιατί, τί νομίζετε δηλαδή, ὅτι μὲ κλειστὸ τὸ στόμα μας ἤρθαμε στὸ σπίτι σας; Τί θὰ πεῖ κόλλυβα καὶ πεθαμένη; Ἐὰν αὐτὴ ποὺ ἔφερα, λέει στὴ γυναίκα, δὲν ἦταν ἡ κόρη σου, πῶς θὰ ἤξερα ἐγώ, ὅτι τώρα ἐσὺ τακτοποιεῖς κληρονομικά σου στὴν Πάτμο γιὰ τὰ τάδε καὶ τὰ τάδε οἰκόπεδα; Ἐὰν αὐτὴ ποὺ ἔφερα δὲν ἦταν ἡ κόρη σας, λέει στὸν ἄντρα, πῶς θά ’ξερα ἐγώ, ὅτι ἐσὺ τώρα μὲ τὸν ξάδερφό σου ἑτοιμάζεις ἐπιχείρηση μὲ ἐνοικιαζόμενα στὴ Λευκάδα; Μὲ συγχωρεῖτε, λέει, μοῦ ἐπιτρέπετε;

Καὶ προχωράει πρὸς τὰ μέσα φωνάζοντας: -Σοφία, κορίτσι μου, ποῦ εἶσαι; Ἀνοίγει μιὰ πόρτα. -Σοφία, ποῦ εἶσαι; Πάει παραπέρα. -Σοφία, ποῦ εἶσαι; Περνάει ὅλα τὰ δωμάτια κι ὅταν γυρνάει, βλέπει στὸ σαλόνι τὴ μάνα νά ’χει λιποθυμήσει στὸν καναπὲ καὶ τὸν πατέρα νὰ τρέμει ὁλόκληρος.

Μετὰ στὴν Ἐκκλησία, στὸ μνημόσυνο, ὅλοι ἀποροῦσαν ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔκλαιγε μὲ τοὺς γονεῖς.

Ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση κυριεύουν τὸν θάνατο. Ὄχι τὸ ἀντίθετο. Ἐσὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστός, ἡ ὄντως Ζωή, κάνει τοὺς νεκροὺς ὁλοζώντανους;

Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!