Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Πριν από εξήντα χρόνια, στις 24 Οκτωβρίου 1963, ανακοινώθηκε στον Γιώργο Σεφέρη ότι επελέγη για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η σχετική επίσημη τελετή έλαβε χώρα στη Στοκχόλμη, την 10η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Κατά τη διάλεξη που έδωσε στη Σουηδική Ακαδημία, εκείνη την επίσημη και μοναδική ημέρα της ζωής του θέλησε να εκφράσει την αλληλεγγύη του με το λαό, του οποίου είναι γόνος. Και διευκρίνισε: «Όχι μονάχα με τους μεγάλους διδασκάλους του πνεύματος, αλλά και με τους άγνωστους, τους αγνοημένους, αυτούς που έσκυψαν πάνω σ’ ένα και μόνο βιβλίο, με την ίδια θέρμη που σκύβει κανείς πάνω σ’ ένα εικόνισμα – και τα παιδιά, επίσης, που πεζοπόρησαν επί ώρες για να πάνε σε μακρινά σχολειά, “να μαθαίνουν γράμματα, του Θεού τα πράματα…”».
Και στην επίσημη δεξίωση, που παρατέθηκε προς τιμήν του στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, είπε για τη χώρα μας:
«Ανήκω σε μία χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις ερινύες».
Το 1965, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ανέβασε στο Βασιλικό θέατρο της Στοκχόλμης την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος». Με την ευκαιρία έθεσε το εξής ερώτημα στον Σεφέρη: «Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, το γεγονός ότι είναι τόσο ασήμαντη η συμβολή της σημερινής Ελλάδας στα πολιτισμικά θέματα;».
Ο Σεφέρης, μεταξύ άλλων, απάντησε στον Μπέργκμαν: «Το ερώτημά σας δεν είναι εύκολο, γιατί δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Είναι όμοιο με προβλήματα που κάθε στοχαστικός άνθρωπος πρέπει να θέσει στον εαυτό του: λ.χ. γιατί η Αγγλία γέννησε έναν μονάχα Σαίξπηρ, ή γιατί η Ιταλία γέννησε έναν μονάχα Ντάντε;».
Στη συνέχεια του έγραψε πως ο σύγχρονος κόσμος έχει προχωρήσει πολύ στην επιστήμη και στην τεχνολογία, αλλά δεν μπόρεσε να παρουσιάσει έναν Όμηρο, έναν Αισχύλο, έναν Ηράκλειτο, έναν Πλάτωνα για να καταλήξει ότι τον Ελληνισμό πρέπει να τον κρίνουμε με τις συνθήκες υπό τις οποίες επέζησε, σε σχέση μάλιστα με την Σουηδία, που ουδέποτε γνώρισε βάρβαρη κυριαρχία και που από τα 1813 χαίρεται συνεχώς τα αγαθά της ειρήνης, χωρίς να έχει παρουσιάσει πλήθος προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων.
Ο Οκτάβιος Μερλιέ (1897-1976), φιλέλληνας διανοούμενος και διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, επιγραμματικά χαρακτηρίζει τον Σεφέρη άξιο ποιητή της ανθρώπινης μοίρας της Ελλάδας. Και ήταν. Ο Μερλιέ συνεχίζοντας σημειώνει: «Είναι δύσκολο να είναι κανείς απόγονος του Αισχύλου, του Φειδία και του Πλάτωνα. Ερχόμενος ωστόσο ύστερα από τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, ο Σεφέρης είναι ο πρώτος που ζει οδυνηρά την Ελληνική του μοίρα, υπερήφανα, αλλά χωρίς ματαιοδοξία, ανθρώπινα, αλλά χωρίς αλαζονεία, δύσκολα αλλά χωρίς απελπισία, σεμνά αλλά χωρίς ρητορεία».
Το 1941, από την Πραιτόρια, ο Σεφέρης απαντά σε ερωτήματα ξένων που, όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν έχουν αντιληφθεί τί σημαίνει Ελλάδα (σημείωση γράφοντος: φοβούμαι ότι και πολλοί Έλληνες σήμερα δεν το έχουν αντιληφθεί). Στο πρώτο ερώτημα «είσαστε πράγματι κατευθείαν απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;» απάντησε:
«Όχι, είμαστε απόγονοι μοναχά της μάνας μας, που μας μίλησε ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά και που ένιωσε την ψυχή της σε ανάταση, τη Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεού».
Στο δεύτερο ερώτημα «έχετε όμως στη χώρα σας σήμερα έναν Σοφοκλή, έναν Φειδία;» απάντησε με παρόμοιο και πιο ανεπτυγμένο τρόπο, αρκετά χρόνια πριν δώσει την απάντηση στον Μπέργκμαν:
«Ναι, το Σοφοκλή και το Φειδία τους έχουμε και σήμερα ανάμεσά μας. Με τη μόνη διαφορά, αγαπητέ κύριε, ότι το ερώτημά σας δεν είναι σωστά διατυπωμένο, κι ότι θα έπρεπε να σκεφθείτε πως αυτοί είναι άνθρωποι ξεχωριστοί και πως δεν παράγονται όπως τα αυτοκίνητα ή τα τανκς. Και ότι έχουμε και πολλούς άλλους. Αφού ανάμεσά μας βρίσκονται ακόμα όλοι οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, οι Αλεξανδρινοί, οι Αντιοχείς, οι Βυζαντινοί κι όσοι δημιούργησαν την κρητική λογοτεχνία και οι αγράμματοι που τους μαύρους αιώνες της δουλείας διατήρησαν ζωντανό το πνεύμα της ελληνικής ποίησης. Άλλωστε δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου να ισχυριστώ πως οι Άγγλοι έχουνε πάψει να είναι Άγγλοι, επειδή δεν υπήρξε παρά για μια μόνο φορά ένας Γουλιέλμος Σαίξπηρ στην Αγγλία».
Στο τρίτο ερώτημα, «μα η ελληνική γλώσσα δεν είναι μια γλώσσα νεκρή;» απάντησε ο Σεφέρης:
«Όχι, δεν είναι νεκρή, αφού τη μιλώ και τη γράφω. Και βρίσκω πως άλλαξε πολύ λιγότερο στη διάρκεια μιας εξέλιξης τριών χιλιάδων χρόνων απ’ ό,τι άλλες γλώσσες στη διάρκεια έξι ή επτά αιώνων».
Ο Γιώργος Σεφέρης αγαπούσε ιδιαίτερα την ιδιαίτερη Πατρίδα του, τα Βουρλά και την Κύπρο, της οποίας το δράμα έζησε ως αρμόδιος πρέσβυς για το Κυπριακό και αργότερα ως πρέσβυς στο Λονδίνο (1957-1962) της Ελλάδος στην κρίσιμη των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Το 1950, υπηρετών στην Άγκυρα, επισκέφθηκε την Καππαδοκία και τις εντυπώσεις του τύπωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο των Αθηνών το 1953. Εντυπωσιασμένος από όσα πρόλαβε να δει στις τρεις ημέρες που έμεινε εκεί, έγραψε:
«Πρέπει να μπορεί κανείς να ζήσει με άνεση ένα διάστημα σ’ αυτά τα μέρη. Να ιδεί και να ξαναϊδεί. Ν’ αργοπορήσει, να στοχαστεί και ν’ αναμετρήσει. Πρέπει να έχει κανείς τον τρόπο να παραβάλει και να κοιτάξει τί χάθηκε ανεπανόρθωτα και ό,τι μένει από τα καταπληκτικά τούτα αφιερώματα στο Θεό ενός σβησμένου κόσμου. Κι αν τύχει και είναι Έλληνας, πρέπει να έχει τον πόθο να κοιτάξει από πιο κοντά τί χρωστάμε και τί δε χρωστάμε, αλλά νομίζω ότι χρωστάμε πολλά, στο σταυροδρόμι αυτής της Άκρης…Πρέπει να έχει την ιδιοσυγκρασία να ιδεί αυτό που λέμε ελληνική παράδοση, εν κινήσει, όπου το μικρό και λησμονημένο μπορεί να έχει την ίδια σημασία με τα απαρασάλευτα μνημεία της τέχνης…Στο Βυζάντιο, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν τα υποψιαζόμαστε, που τα νομίζουμε αλλόψυχα, γιατί πιστεύουμε ελληνικό οι περισσότεροι – αλίμονο ακόμη – ό, τι φαίνεται από την Ακαδημία ή την πλατεία Συντάγματος…».