Γράφει ο Δημήτρης Τσαϊλάς
Ο σημαντικότερος θεωρητικός του πολέμου του 20ού αιώνα, ο Thomas Schelling, αναφέρει: “Ο εξαναγκασμός είναι μια επιχείρηση πολέμου.” Εννοεί ότι οι πόλεμοι τελειώνουν όταν καταστρέφεται η μια πλευρά ή όταν ένας ή και οι δύο παραιτούνται από αυτό που αγωνίζονται για να επιτύχουν. Με αυτό το σκεπτικό δημιουργούνται δύο ερωτήματα:
- Πιστεύει κανείς ότι οι Τούρκοι θα τιμήσουν τη Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Καλής Γειτονίας και θα παραιτούντο ποτέ από αυτό που αγωνίζονται να επιτύχουν;
- Πόσο πιθανόν είναι να καταστραφούμε από την κυριαρχούσα νοοτροπία κατευνασμού του αντιπάλου, όταν στο γεωπολιτικό χώρο μας όλοι οι άλλοι είναι αναθεωρητικοί και ρεαλιστές και το μόνο που μπορεί να καταλάβουν είναι η ισχυρή και αξιόπιστη αποτροπή;
Για την απάντηση του πρώτου ερωτήματος οι Τούρκοι από την πλευρά τους μας έδωσαν την απάντηση λίγο πριν τη συνάντηση με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, με την μετατροπή της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη σε τζαμί, και εκτελώντας ναυτικές ασκήσεις αποκλεισμού θαλασσίου χώρου και αποβάσεως σε ελληνική νήσο που θα πραγματοποιηθεί στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Αυτές οι θάλασσες καλύπτουν μια τεράστια περιοχή έκτασης περίπου 134.700 τετραγωνικών ναυτικών μιλίων. Εξετάζοντας επιχειρησιακά τη σημερινή εικόνα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (ΤΕΔ) και την πολιτική κατάσταση τους, μια τέτοια μαζική άσκηση φαίνεται να έχει περιορισμένη ικανότητα επιτυχίας για τους μεγάλους σκοπούς που θέτει. Παρόλο αυτά, με μικρότερες μεικτές ομάδες πλοίων, έχουν την ικανότητα να εκτελούν ασκήσεις περιορισμένων σκοπών, ταυτόχρονα στην ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα, καθώς η Άγκυρα αισθάνεται ότι απαιτείται μια πιο στιβαρή στρατιωτική στάση σε αυτές τις ναυτικές ζώνες, για επίδειξη ναυτικής ισχύος.
Στην πραγματικότητα δοκιμάζουν σχέδια αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού. Αυτή είναι η μεγαλύτερη άσκηση που διεξάγει το τουρκικό ναυτικό και θεωρήθηκε ως αντίδραση στην ένταση με την Ελλάδα, από το 1998 δύο χρόνια μετά τα Ίμια. Έκτοτε επέδειξαν αξιοσημείωτη ευελιξία στην προσαρμογή και μετασχηματισμό των στρατιωτικών δομών και διαδικασιών διοίκησής των ενόπλων δυνάμεων τους και ακόμη και στη νοοτροπία των στελεχών τους. Επίσης, προγραμμάτισαν ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα και δημιούργησαν ένοπλες δυνάμεις με ικανότητα να ανταποκρίνονται όσο καλύτερα γίνεται σε όλο τον χώρο γύρω από την Τουρκία, εξακολουθώντας να ενισχύουν τις θέσεις τους στις περιοχές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει η αίσθηση επείγουσας ανάγκης στη βελτίωση των δυνατοτήτων τους ιδιαίτερα στον κατά θάλασσα αγώνα, στην απόκτηση ισχυρού εθνικού συστήματος αεράμυνας και στη σημαντική αύξηση των εγχώριων βιομηχανιών που επενδύουν στην άμυνα.
Είναι προφανές ότι σκοπός της Άγκυρας είναι η μετατόπισή της σε περιφερειακή ναυτική δύναμη με ικανότητα να συνδέσει την ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα. Επίσης, με τη συνεργασία της Ρωσίας, επιχειρεί να ξεπεράσει τον συνασπισμό των κρατών που διενεργούν έρευνες για πηγές ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και να αντιμετωπίσει την πίεση που αντιμετωπίζει στη Μαύρη Θάλασσα.
Εξετάζοντας αυτές τις ενέργειες διαφαίνεται ότι η περίπτωση ενός σύντομου αλλά βίαιου πολέμου, είναι η επιθυμία των ΤΕΔ. Αντίθετα, στην Ελλάδα συνεχίζουμε να μιλάμε για αποτροπή, όμως η Αθήνα βασίζει τις προσπάθειες της στον κατευνασμό και στη συνένωση ενός συνασπισμού υψηλού επιπέδου, από την περίοδο της ειρήνης ως συμμαχία αλλά και ως στρατιωτική συνεργασία. Θεατές στο ίδιο έργο/σενάριο. Με επίκληση του επείγοντος και του Εθνικού εξ Ανατολών κινδύνου, καλλιεργείται και εισέρχεται σε διαδικασία ωρίμανσης η ιδέα απόκτησης μεταχειρισμένου υλικού, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ΠΝ του μέλλοντος. Και αν το μέλλον είναι ήδη εδώ όπως αρκετοί ανακυκλώνουν,τότε σίγουρα η λύση δεν είναι μία από τα ίδια υπάρχοντα.
Επειδή το δεύτερο ερώτημα είναι ρητορικό, θα δώσουμε τα στοιχεία που αφορούν στην αποτροπή από την πλευρά μας.
Στην Ελλάδα έχουμε δείξει ότι είμαστε πάρα πολύ αργοί στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και δυσκίνητοι για να ανταποκριθούμε σε ένα σύγχρονο πόλεμο, κυρίως λόγω του αδύνατου θεσμικού πλαισίου. Η διεξαγωγή του πολέμου, εκτιμάται ότι θα γίνει αστραπιαία με τις νέες τεχνολογίες που εμφανίζονται, σε ένα θέατρο επιχειρήσεων που θα αναπτυχθεί στον αέρα, τη θάλασσα, το έδαφος, τον κυβερνοχώρο και το διάστημα, αξιοποιώντας τις πληροφορίες και τις αντιπληροφορίες. Οι αντίπαλοί μας, Τούρκοι, το καταλαβαίνουν αυτό και έχουν κατασκευάσει μια πολεμική μηχανή αστραπιαίου πολέμου που θα εκμεταλλευόταν τη βραδύτητα των ημετέρων δυνάμεων και της στρατιωτικής κινητικότητάς μας. Όμως παραμένει το καυτό ερώτημα αν η Ελλάδα θα μπορούσε να πολεμήσει σε έναν σύντομο πόλεμο (κεραυνοβόλο) εφόσον είχε την προειδοποίηση ή θα εμπλακεί σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο αν της δοθεί η ευκαιρία.
Η αποτροπή στην Ελλάδα υποφέρει κυρίως για δύο λόγους: την έλλειψη πολιτικής βούλησης και τη μείωση του στρατηγικού πολιτισμού, δηλαδή στην προθυμία των πολιτών να υποβληθούν σε θυσίες με σκοπό να υπερασπιστούν τα εθνικά και κυριαρχικά μας συμφέροντα. Λόγω του τελευταίου, το πρώτο χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Η στάση αποτροπής, στον δημόσιο διάλογο, στην πατρίδα μας στερείται τόσο ουσίας όσο και πεποίθησης. Το πρώτο από αυτά οφείλεται στα μειονεκτικά επίπεδα των αμυντικών δαπανών την τελευταία δεκαετία. Αυτό μπορεί να διορθωθεί με μια αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών. Το δεύτερο είναι πιο σοβαρό και πιο διαρθρωτικό. Η αποτροπή στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται πολύ συχνά ως μια ανεπιθύμητη υπενθύμιση της αντιπαράθεσης του κακώς εννοούμενου εθνικισμού με τις δυνατότητες του δημοσίου για δωρεάν υπηρεσίες. Η αποτροπή υποφέρει από μια κρίση σκεπτικισμού, στην καλύτερη περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι η αποτροπή που εφαρμόζεται από πλευράς των ενόπλων δυνάμεών μας, στηρίζεται πλέον στην αυταπάρνηση και στον επαγγελματισμό των στελεχών του. Επιπλέον υπάρχουν ανησυχίες που προκαλούνται από την αδιαφορία των συμμάχων και τις εξαρτήσεις της κυβέρνησης στις επιταγές του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχή των τριών σωματοφυλάκων που αναλύεται στο άρθρο 5 -ένας για όλους, και όλοι για έναν- εξακολουθεί να είναι αναξιόπιστη, τουλάχιστον όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά.
Είναι αναγκαίο να βελτιώσουμε το χρόνο ανταπόκρισης μας και να επικεντρωθούμε σε μια σειρά απειλών, από την αστάθεια στη Μεσόγειο έως την ασφάλεια του Αιγαίου, του κυβερνοχώρου και τις πληροφορίες, καθώς και το βασικό του καθήκον της εδαφικής άμυνας μας. Μια πιθανή κρίση που θα οδηγήσει σε ανάφλεξη θα αφήσει την νοτιοανατολική πτέρυγα ενδεχομένως πιο εκτεθειμένη στις τουρκικές προσπάθειες εξαναγκασμού. Ωστόσο, μια ενισχυμένη παρουσία των συμμάχων στη Μεσόγειο δεν σημαίνει ότι θα υποστηρίξει τις ελληνικές θέσεις, αλλά σίγουρα θα στηρίξει τη διεθνοποίηση οποιαδήποτε σύγκρουσης.
Επίσης είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να επιδεικνύει μια αναζωογονημένη και πλήρως ολοκληρωμένη στάση αποτροπής και να εξηγήσει με πειστικό τρόπο στο κοινό ότι η αποτρεπτική ισχύς είναι ο κύριος σκοπός της υποσχόμενης αμυντικής θωράκισης. Μια αναζωογονημένη στάση αποτροπής δεν πρέπει να θεωρείται ως άλλη στρατηγική “αντιστάθμισης”, η οποία θα αντισταθμίζει κάποια αμυντική ή πολιτική ανεπάρκεια. Η άμυνα και η αποτροπή λειτουργούν μαζί, όχι χωριστά. Αντίθετα, η αποτροπή πρέπει να αποτελέσει το επίκεντρο μιας στρατηγικής “επαναφοράς”, μια συντονισμένη προσπάθεια για να ανακαλυφθεί εκ νέου ο θεμελιώδης στόχος της αποτροπής, που είναι η διατήρηση της σταθερότητας, ακόμη και σε ένα αντιφατικό περιβάλλον.
Η αποτροπή, πρέπει να είναι πραγματική, να είναι ισχυρή και να λειτουργεί για να πείσει τον αντίπαλο. Η αποτροπή αφορά τόσο στις ικανότητες όσο και την πρόθεση. Στην Ελλάδα παρουσιάζονται αδύναμα σημεία και στα δύο αυτά θέματα. Η έλλειψη σταθερής ελληνικής αντίδρασης στη μη συμμόρφωση της Τουρκίας με όσα επιβάλλονται από το διεθνές δίκαιο δεν είναι συμπτωματική για μια περιοχή που αποτελεί σημαντικό γεωπολιτικό χώρο της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ αλλά και σημαντικών κρατών. Τον τελευταίο καιρό, υπάρχει μια συνειδητή αφύπνιση διότι βρίσκεται το διεθνές περιβάλλον πλέον σε μια ολοένα πιο επικίνδυνη κατάσταση. Η εγγενής αδυναμία μας να εφαρμόσουμε ολιστικά, έγκαιρα και έγκυρα τις θεσμοθετημένες διαδικασίες και εν προκειμένω τις υπάρχουσες περί της Αμυντικής Σχεδίασης, μόνο προβληματισμό για μία σειρά από παραγόμενα ζητήματα μπορεί να προκαλέσει.
Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί:
- Ποιοι οι λόγοι που δεν υλοποιούνται οι διαδοχικές δομές δυνάμεων όπως έχουν καταρτισθεί και επικαιροποιηθεί μέχρι τώρα με αποτέλεσμα την στασιμότητα και ουσιαστικά την οπισθοδρόμιση σε κρίσιμους τομείς της Εθνικής και αμυντικής ισχύος της χώρας;
- Υπάρχει αρμονία μεταξύ των πολιτικών επιδιώξεων και των αντιστοίχως παρεχομένων/εξασφαλιζομένων δυνατοτήτων στις ΕΔ για την επίτευξή τους;
- Η τυχόν πρόσκτηση μεταχειρισμένου υλικού, ικανοποιεί εν λόγω ανάγκες ή θα δράσει ως “πλυντήριο” ενεργειών και παραλείψεων;
- Ποιος αναλαμβάνει τον παραγόμενο βαθμό κινδύνου ασφαλείας της χώρας;
- Γιατί όλοι οι τελευταίοι εξοπλισμοί, προγραμματισμένοι και κυρίως έκτακτοι γίνονται με τον χαρακτήρα του επείγοντος και παράλληλα την επίκληση του άμεσου εθνικού κινδύνου, αν και θεωρητικά αλλά τελικά και πρακτικά, αναλύεις δυναμικά το περιβάλλον εν είδη SWOT analysis και προβαίνεις σε αξιόπιστη πολιτική-στρατιωτική αξιολόγηση κατάστασης;
- Ποιος θα εγγυηθεί ότι το προσωρινό δεν θα αποτελέσει κατά παράδοση το μόνιμο για ακόμη μία φορά και σε βάρος των τεκμηριωμένα αναγκαίων εξοπλισμών;
Στο κυβερνητικό επιτελείο έχουν και είναι ήδη επισπεύδοντες δια στόματος Πρωθυπουργού για απόκτηση των αποσυρθέντων αμερικανικών πλοίων αλλά και άλλων μεταχειρισμένων και μάλιστα με προσπάθεια άσκησης πίεσης και δημιουργίας κλίματος ανασφάλειας ως τα “μελλούμενα να έχουν μεταπέσει σε επικείμενα”, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) είναι το καθ’ ύλη αρμόδιο να αποφανθεί κατά πόσο αποτελούν αξιόπιστη και επαρκή δυνητική ενδιάμεση λύση στο διαρκώς επιβαρυνόμενο έλλειμα Ναυτικής ισχύος της χώρας. Επίσης είναι πεποίθησή μου ότι επιτέλους θα πρέπει να στραφούμε δυναμικά στην επαναδημιουργία γραμμών ναυπήγησης απαιτούμενων ναυτικών μονάδων στα πλαίσια των υφισταμένων και μελλοντικών εγχώριων ναυπηγοεπισκευαστικών δυνατοτήτων και παράλληλα να αξιοποιήσουμε ενεργά τα προγράμματα ενδιαφέροντος τόσο εντός της ΕΕ (πχ PESCO) όπου τα αναμενόμενα κεφάλαια προς επένδυση θα κινηθούν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα) όσο και με τις ΗΠΑ στα πλαίσια συμπαραγωγής. Αρκετά με τα μεταχειρισμένα που τελικά αποτελούν πλην εξαιρέσεως, μαύρη τρύπα στο ΠΝ, στην αμυντική ικανότητα και την οικονομία της χώρας και στις απορρέουσες διεθνείς και συμμαχικές υποχρεώσεις.