Νὰ εἴμαστε ἀμίλητοι μέσα στὴν Ἐκκλησία (Θαυμαστὸ περιστατικό)

Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου,

 

Μία Κυριακή, στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, μερικὲς ψὺχὲς τὸ εἶχαν «παραξηλώσει» μὲ τὶς φὼνὲς καὶ τὰ γέλια.

Ἐκείνη τὴν ὥρα μοίραζα Ἀντίδωρο καὶ ὁ συλλειτουργός μου ἔκανε τὴν Κατάλυσι. Εἶχαν δὲν εἶχαν μείνει καμμιὰ δεκαριὰ ἐκκλησιαζόμενοι, γιὰ νὰ πάρουν ἀκόμα Ἀντίδωρο.

Ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς στράφηκε ξαφνικὰ τὸ βλέμμα, ἐνῶ γελοῦσε δυνατά, πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἶδε ἐμένα βέβαια νὰ μοιράζω τὸ Ἀντίδωρο, ἀλλὰ τὸ Τέμπλο μπροστά του νὰ ἔχη ἐξαφανιστῆ!…

Ἡ ματιά του ἔπεσε πρῶτα στὸν π. Π., τὸν ὁποῖο εἶδε νὰ σηκώνη τὸ ἅγιο Ποτήριο, γιὰ νὰ κάνη τὸ ὑπόλοιπο τῆς Καταλύσεως, ταυτόχρονα ὅμως εἶδε ὅλο τὸ ἱὲρὸ Βῆμα νὰ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ στάσι εὐλαβική, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ σκυμμένο τὸ κεφάλι, σοβαροὶ καὶ στραμμένοι ὅλοι πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἱερέως, πὸὺ ἔκανε τὴν Κατάλυσι.

Διότι ἐκείνη τὴν στιγμή ἐξακολουθεῖ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο νὰ ὑπάρχη ὁ Ζῶν Θεός, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας.

Δύο ἀπὸ τόὺς Ἀγγέλους γύρισαν καὶ τὸν κοίταξαν μὲ βλέμμα σοβαρὸ καὶ πολὺ αὐστηρό. Λίγο ἔλειψε νὰ λιποθυμήση.

Βγῆκε ἔξω, πῆγε, ἔρριξε πολὺ νὲρὸ στὸ πρόσωπό του γιὰ νὰ συνέλθη, ἤπιε ἕνα-δὺὸ ποτήρια καὶ ἔφυγε. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἑβδομάδα, δέκα μέρες, ἦλθε καὶ τὸ ἐξωμολογήθηκε.

Εἶπε νὰ ἀναφέρω τὸ γεγονός, χὼρὶς ὅμως νὰ ἀποκαλύψω τὸ ὄνομά του, λὸγῳ τῆς μεγάλης του ἐντροπῆς καὶ ἐνοχῆς. Τὴν ἑπομένη Κυριακὴ πὸὺ ἀνέφερα τὸ γεγονὸς στοὺς ἐκκλησιαζομένους Χριστιανούς, ὅταν μοίραζα Ἀντίδωρο, λέτε καὶ ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἄδεια!

Τόση ἦταν ἡ ἡσυχία!

Καὶ μὲ ἐρωτᾶ ὁ π. Π.:

«Καλά, δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέσα; Τί ἔγινε; Ποιό θαῦμα τοὺς ἐπέβαλε τὴν τόση ἁγία ἡσυχία;».

 

Ἐρμηνεία στὴν Θεία Λειτουργία μέσα ἀπὸ πραγματικὰ γεγονότα καὶ ἐμπειρίες ἁγίων, ἱερέων, Μοναχῶν καὶ Πιστῶν ‒ Ἐμπειρίες κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, σελ. 20-21 καὶ 510-511, Πειραιᾶς 2003.