Μον. Θεόκλητος Διονυσιάτης (+)
ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ
ΜΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ έχει ιδιαιτέραν όντως χάριν, ως επίγειος παράδεισος της Θεοτόκου Μαρίας και συνδυάζει πλούτη και κάλλη πνευματικά και φυσικός απαραμμίλους ωραιότητας, απροσίτους στους χοϊκούς.
Κατά την κατ’ έτος επικρατούσαν τάξιν, τας απογευματινάς ώρας ητοιμάσθησαν οι Μοναχοί να ανέλθουν εις την κορυφήν του Άθω. Οι ιερείς ημφιεσμένοι τα Ιερατικά των, φέροντες ιερός εικόνας και ψάλλοντες ύμνους και ωδάς, οι ιεροδιάκονοι θυμιώντες και ακολουθούντες οι Μοναχοί μετά των λαϊκών, ανερχόμεθα εις το Όρος εις ανάμνησιν της Μεταμορφώσεως του Κυρίου εις το Όρος Θαβώρ, όπου «το πρόσωπον αυτού έλαμψεν ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως».
Υπό την κατοχήν αγίων συναισθημάτων και πνευματικών διαλογισμών, άλλοι με την προσευχήν εν τη καρδία επορευόμεθα αναβαίνοντες, όλοι όσοι «δόξης εφιέμεθα, ολικώς της ενθέου», δια να δοξολογήσωμεν τον Χριστόν, που με το πυρ της Θεότητός Του ανεμόρφωσε την φύσιν μας εις την πρώην άφθαρτον κατάστασιν και μακαριότητα.
Μετάρσιοι, λοιπόν, ανερχόμεθα εις το Όρος, ως εις το Θαβώρ, δια να συμμετάσχωμεν, μαζύ με τους προφήτας Μωυσήν και Ηλίαν και τους τρεις προκρίτους Μαθητάς, της απροσίτου θεϊκής ελλάμψεως και να προσλάβωμεν φως εκ του θείου φωτός, αφού προηγουμένως «διακόψωμεν το νέφος του γεώδους σαρκίου».
Μετά μίαν σχεδόν ώραν, ψάλλοντες και αινούντες τον Θεόν, εφθάσαμεν ακόπως εις την Ιεράν κορυφήν, όπου ο ναΐσκος της θείας Μεταμορφώσεως, που έφερεν έντονα τα ίχνη κεραυνοπλήκτου οικοδομήματος. Ήτο ώρα κατά την οποίαν ο ήλιος είχε δύσει, αλλά από την κορυφήν των 2.000 μ. εδεχόμεθα ακόμη τας χρυσάς ακτίνας του. Και ενεθυμήθην το τροπάριον της Μεταμορφώσεως· «Ήλιος μεν την γην, φαιδρύνων αύθις δύνει· Χριστός δε μετά δόξης, αστράψας εν τω Όρει, τον κόσμον κατεφώτισεν».
Kαι όντως, δύοντος του φυσικού ηλίου, ημείς με πόθον καρδίας και χαράν, μέσα εις το σκότος της αγίας αυτής νυκτός, ως «φιλοθεάμονες των υπέρ νουν και φιλήκοοι», ανήλθομεν εις το θείον Όρος, δια να εποπτεύσωμεν μυστικώς τον Χριστόν που αστράπτει με θεϊκάς ακτίνας και να ακούσωμεν την φωνήν του Πατρός, μαρτυρούσαν τον Υιόν ως αγαπητόν, που εθέωσε την ανθρωπίνην φύσιν.
Όπως έβλεπα μέσα στο θάμβος της εσπέρας από το ύψος όπου ευρισκόμεθα, ολόκληρον σχεδόν την χερσόνησον του Άθω, ανεπόλησα την περιγραφήν ενός λογίου του 14ου αιώνος· «Εκτός από τας άλλας χάριτας που έχει το Όρος του Άθω, είναι άξιον θαυμασμού νομίζω, διότι έχει και ευκραείς αέρας και ωραίζεται με ποικίλα άνθη και χλωρίδα, ώστε να προσφέρη πολλήν ευχαρίστησιν και τέρψιν των οφθαλμών και της ακοής εις τους οικιστάς του.
Πανταχού διαχέεται η ευωδία και η ομορφιά των ανθέων μέσα εις το καθαρόν ηλιακόν φως. Έχει δε πολύμορφα και πλούσια δένδρα, άλση και λειμώνες σε ποικιλίαν, που εδημιούργησαν οι Μοναχοί. Παντού ακούεται ο ήχος διαφόρων ωδικών πτηνών. Σμήνη δε από μέλισσες περιτρέχουν στα άνθη και βομβούν ηρέμως τον αέρα. Εις τον τόπον αυτόν υφαίνεται ένας τερπνός πέπλος και παράδοξος από τας φυσικός καλλονάς και όχι μόνον κατά την άνοιξιν, αλλά και σε κάθε εποχήν η ιδία παρέχεται εις τας αισθήσεις αγαλλίασις.
Η αγαλλίασις αυτή, συνεχίζει, επιτείνεται, όταν μέσα από το άλσος και τα φυτά ακουσθή κατά τον όρθρον η εύλαλος μουσική της αηδόνος, η οποία συμψάλλει και συνυμνεί τον Κύριον με τους εκεί μονάζοντας. Διότι έχει και η αηδών επί του στήθους κάποιαν ένθεον κιθάραν, ένα έμφυτον ψαλτήριον και μουσικήν αρμονίαν, δια της οποίας τέρπει τους ακούοντας. Όλος ο χώρος ποτίζεται χορταστικά από τα νερά αυτοφυών πηγών και σχηματίζονται πλήθος από ρύακες, που τρέχουν σιωπηλά, ώστε να μη ενοχλούν τους εκεί μοναστάς, οι οποίοι διέρχονται αθόρυβον βίον και με πολλήν ησυχίαν αναπέμπουν προς τον Θεόν τας προσευχάς των. Διότι ο τόπος αυτός είναι ησυχαστικός και κατάλληλος δι’ εκείνους που θέλουν να βιώσουν την ουράνιον πολιτείαν του μοναχισμού και παρέχει όλα τα μέσα δια τροφής άφθονα όλον τον χρόνον. Ο Άθως έχει και την χάριν να στεφανούται υπό της θαλάσσης κυκλικώς ωσάν νήσος η οποία ενούται δια της ηπείρου με ένα μικρόν ισθμόν… Κατά το βυζαντινόν τυπικόν ήρχισεν η αγρυπνία. Επειδή ο ιερός ναός δεν χωρούσε περισσοτέρους των είκοσιν εορταστών, αρκετοί μοναχοί και λαϊκοί παρηκολούθουν προσευχόμενοι απ’ έξω, όπου άναψαν φωτιά όπως προεβλέπετο δια το νυκτερινόν ψύχος.
Εσχηματίσθησαν εκατέρωθεν οι χοροί των Ιεροψαλτών από Μοναχούς, ο ναός εφωταγωγήθη με άφθονα κεριά, ο ιερεύς εθυμίασε και, μετά το: «Δόξα τη αγία και Ομοουσίω και Αδιαιρέτω Τριάδι…», επηγγέλθη ο Προοιμιακός σε ατμόσφαιραν ευλαβούς σιγής. Μετά δε τον στίχον «Πάντα προς σε προσδοκώσι δούναι την τροφήν αυτοίς εις εύκαιρον· δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν», εδονήθη ο ιερός ναΐσκος από τα «Ανοιξαντάρια», ψαλλόμενα με αρρενωπόν ύφος, χοροδιακά, αργά και μελωδικά. Επηκολούθησαν τα γλυκύτατα «Κεκραγάρια» και εν συνεχεία τα θεολογικώτατα Ιδιόμελα.
Τι μυσταγωγία ήτο αυτή; Τι ήτο εκείνο που μεταποιούσε και καρδίας και φρένας, ώστε αι ψυχαί να δέχωνται «εν βισθήσει» πολλή τα θεόπνευστα λόγια των ψαλμών και της υμνολογίας; Ήτο η χάρις της ημέρας ή ο Κύριος ήμειβε τον κόπον της ορειβασίας; Ήσαν οι νόες και αι ψυχαί παρεσκευασμέναι εντονώτερα, ώστε κάθε λέξις, κάθε νόημα να γίνονται γλυκύς νυγμός εις την καρδίαν, πτερόν εις τον νουν προς θεολογίαν, φλοξ θερμαίνουσα την ψυχήν, φως φωτίζον προς γνώσιν του μεταμορφωθέντος Ιησού; Πόσες φορές οι Μοναχοί δεν ήκουσαν ή δεν ανέγνωσαν τον Προοιμιακόν; Διατί —· όπως μου έλεγαν αργότερα — ενόμισαν, ότι δια πρώτην φοράν τον ήκουον και τώρα ανεκάλυπταν το ανεκλάλητον βάθος των θεολογικών νοημάτων και την άρρητον πνευματικήν γλυκύτητα του θειοτάτου τούτου Ψαλμού; Και τα Ιδιόμελα της Μεταμορφώσεως πόσα χρόνια και τα έψαλλαν και τα ήκουαν; Εν τούτοις δια πρώτην φοράν τα ησθάνθησαν τόσον έντονα και το θεολογικόν των ασύλληπτον περιεχόμενον τους συνεκλόνισε τόσον. Όπως δε μου εξεμυστηρεύθησαν δύο Μοναχοί, δια πρώτην φοράν εις την ζωήν των είχαν δεχθή εις τας ψυχάς των τοιαύτην ενέργειαν χάριτος, ώστε να κατανοούν πλήρως την φράσιν του Μ. Βασιλείου «αφόρητον κέντρον».
Πράγματι, η Μεταμόρφωσις, όπως η Ανάστασις και η Πεντηκοστή, υπερτερούν των άλλων Δεσποτικών εορτών. Δεν αποτελούν προοίμια, ελπίδας, υποσχέσεις, αλλά το τέλος αυτών, την έκβασιν και εκπλήρωσιν ή την ολοκλήρωσιν του έργου της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου. Και εις την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου βλέπομεν την μεταμορφωθείσαν ανθρωπίνην φύσιν, το μέτρον της δόξης που αναμένει τους πιστούς, αυτό το συντελεσθέν πλέον γεγονός όχι ως υπόσχεσιν μόνον, «ότι οι τω ύψει των αρετών διαπρέψαντες και της ενθέου δόξης αξιωθήσονται», αλλά και ως μετοχήν και ως βίωσιν και εν τω παρόντι αιώνι. Διότι από τους βίους των Αγίων εμάθαμεν, ότι το άκτιστον φως της Μεταμορφώσεως, πολλάκις τους περιέλαμψε και έκτοτε «αφόρητον του πόθου το κέντρον αυτοίς εγκατέλειπεν».
Ο μέγας Εσπερινός προέβαινε συμφώνως τη τάξει. Τα Ιδιόμελα έδιδαν τον νόημα και τον σκοπόν της Μεταμορφώσεως. Το Θαβώριον Όρος εμιμείτο τον ουρανόν και νεφέλη εφηπλούτο ως σκηνή, ενώ ο Πατήρ ο ουράνιος εμαρτύρει τον Υιόν ως αγαπητόν του.
Οι κορυφαίοι Μαθηταί βλέποντες τα θαυμαστά αυτά πράγματα, εβεβαιούντο, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, ούτως ώστε όταν θα τον ιδούν σταυρούμενον να μη δειλιάσουν, αλλά να εννοήσουν, ότι το πάθος του είναι εκούσσιον προς σωτηρίαν και θέωσιν του ανθρωπίνου γένους. Ήτο δε τόση η θεϊκή ακτινοβολία εις το Όρος, ώστε «έρριψαν εαυτούς εν τω εδάφει της γης, μη φέροντες οράν την αθέατον μορφήν». Και όπως ήτο μέσα εις την ακτινοβόλον νεφέλην, ο Κύριος, συνομιλών με τον Μωυσήν και τον Ηλίαν, — δια να δείξη ότι είναι Θεός ζώντων και νεκρών — «άγγελοι διηκόνουν φόβω και τρόμω, ουρανοί άφριζαν, γη ετρόμαξεν, ορώντες επί γης της δόξης τον Κύριον».
Μετά το Δοξαστικόν, το οποίον εψάλη με «αλαλαγμόν» ψυχής και πνεύματος, και μετά την Είσοδον και τα Προφητικά Αναγνώσματα, εψάλησαν τα Ιδιόμελα της Λιτής με το κατανυκτικόν αγιορειτικόν «ύφος». Οι κύκλω Μοναχοί, εν βαθυτάτη συναισθήσει των τελουμένων και ως να επείχον την θέσιν των «προκρίτων Μαθητών» ενώταον της ενδόξου Μεταμορφώσεως του Κυρίου Ιησού, ήσαν κυριολεκτικώς απορροφημένοι από τας αγγελικάς υμνωδίας, με ηλλοιωμένην την ψυχήν και το πρόσωπον, ως «διακονούντες» εις το μέγα τούτο μυστήριον.
Πράγματι, τι είναι να σκέπτεται κανείς, μάλλον δε να νοή καθαρώ νοΐ «εν αισθήσει ψυχής», ότι «το προήλιον σέλας Χριστός, σωματικώς περιπολεύων επί της γης», απεκάλυψε «του αρχετύπου κάλλους την ευπρέπειαν, και ταύτην ούχ ολόκληρον επάνω εις το Θαβώριον Όρος, όπως ακριβώς είμεθα και ημείς!
Αυτά, βεβαίως, είναι μεγάλα πράγματα και μεγαλεία ανέκφραστα, των οποίων κατέστησε κοινωνούς ο Θεός τους υιούς των ανθρώπων. Και δεν είναι μόνον αυτά, αλλά εις την αιωνιότητα επιφυλάσσει και «μείζονα τούτων». Διότι τώρα η σαρκοφόρος φύσις των ανθρώπων δεν «χωρεί», δεν αντέχει εις περισσοτέραν θεϊκήν λαμπρότητα. Δια τούτο και ο Κύριος έδειξεν εις τους Μαθητάς την εν φωτί δόξαν του «ούχ ολόκληρον», αλλά «καθώς ηδύναντο» «φειδόμενος, μήπως συν τη οράσει και το ζην απολέσωσι».
Πως λοιπόν οι Μοναχοί, που είναι στρατευμένοι εις ένα αγώνα, του οποίου η νικηφόρος έκβασις θα τους καταστήση δεκτικούς αυτού του θείου και άκτιστου φωτός, να μη είναι ηλλοιωμένοι την «καλήν αλλοίωσιν»; Μέσα εις αυτήν την πανηγυρικήν και φαιδράν πνευματικώς ατμόσφαιραν, συνεχίσθησαν αι ψαλμωδίαι «νόων και ψυχών ασπόλων» προς τον «μεταστοιχειώσαντα την αμαυρωθείσαν φύσιν του Αδάμ εις την θεϊκήν δόξαν τε και λαμπρότητα».
Και μετά την Λιτήν και τον Εσπερινόν ήρχισεν ο Όρθρος, όπου μετά τα Καθίσματα εψάλη ο Πολυέλαιος με άφατον διθυραμβικόν ρυθμόν. Υστερα ανεγνώσθη το ιερόν Ευαγγέλιον και εντός υπερκόσμιου σιγής και βαθυτάτης ευλαβείας ηκούσαμεν την πρόρρησιν του Κυρίου Ιησού προς τους κορυφαίους Μαθητάς του, ότι «εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει», όπερ και εγένετο επί του Όρους Θαβώρ.
Διότι «βασιλείαν του Θεού», οι άγιοι Πατέρες, εννόησαν την οικείωσιν της δόξης του Θεού. Όντως, όπως είμεθα και ημείς μυστικώς μιμούμενοι τους Αποστόλους, μετέχοντες νοητώς εις το φως και την δόξαν, επιθυμούσαμε να επαναλάβωμε τα λόγια που είπεν ο Πέτρος· «Ραββί, καλόν έστιν ημάς ώδε είναι. . . μη ειδώς ο λέγει». Αλλά και ημείς μήπως εγνωρίζαμεν, ότι επιθυμούσαμεν αδύνατα πράγματα ;
Έβλεπα τους Μοναχούς με ηγνισμένα τα πρόσωπα — από τα μεγαλεία του Θεού, τα οποία «ρητορεύουσα γλώσσα ου δύναται φθέγξασθαι», — μέσα στο κατανυκτικόν και υποβλητικόν ημίφως του, μεταμορφωμένου και αυτού, ναϋδρίου, σε κατάστασιν πνευματικής ευφροσύνης, που εχάριζαν τα νοήματα της μυστικής θεολογίας της υμνολογίας. Και ο Μοναχός Ν., όστις από την έναρξιν της εορταστικής παννυχίδας ίστατο εις μίαν γωνίαν μόλις φωτιζομένην, με το κομβοσχοίνιον του ασκητού, εφαίνετο «πάσχων τα υμνούμενα». Χλωμός και εξαϋλωμένος, με πρόωρα βαθουλωμένους τους φωτεινούς οφθαλμούς, συνήθως δακρυσμένους, ενόμιζε κανείς, ότι είχεν αποκολληθή από κάποιαν τοιχογραφίαν της ασκητικής Κρητικής Σχολής. Πράγματι, ο άνθρωπος είναι «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος, δόξη και τιμή εστεφανωμένος».
Εψάλλησαν οι θεολογικώτατοι και φωτωνυμικοί Κανόνες των μεγάλων θεολόγων αγίων Κοσμά και Ιωάννου του Δαμασκηνού, δια των οποίων αναπτύσσεται θεολογικώς η σημασία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου από πάσης πλευράς και μου ενεποίησε βαθείαν αίσθησιν η ευκρίνεια της αρθρώσεως των ψαλλομένων τροπαρίων από τους χορούς των Μοναχών, ώστε να μη μας διαφεύγη ακόμη και το ελάχιστον νόημα, που ένυσσεν ερωτικώς τας καρδίας των ακουόντων.
Ω, η θεία Υμνολογία της Εκκλησίας! θα ηδύνατο να ονομασθή ως εμμελής θεολογία ή δοξολογική θεολογία, που θέλγει και τιτρώσκει με γλυκερά βέλη τας καρδίας και μετεωρίζει τους καθαρούς νόας εις ατέρμονας περιοχάς θεολογικών νοήσεων. Να είναι αληθές τάχα, ότι ο άνθρωπος πριν μάθη να ομιλή τραγουδούσε; Μήπως κάποτε η ψαλμωδία είναι ανωτέρα της εν σιγή μυστικής εν τη καρδία προσευχής;
Πάντως η Υμνολογία που εγράφη από θεολόγους νόας, μετέχει και της αγαπητικής καύσεως της καρδίας των. Και μαζύ με την εκ «γνώσεως» θεολογικήν σύλληψιν των αιθέριων νοημάτων, που αποκαλύπτει το άγιον Πνεύμα, συνυπάρχει και η ερωτική εμπειρία των άσπιλων ψυχών. Δι’ αυτό, παρ’ όλον ότι η εμμελής αυτή θεολογία είναι πνευματική έκφρασις της κοινής και καθολικής εμπειρίας του πληρώματος της Εκκλησίας, εν τούτοις δεν παύει να αποτελή προσωπικήν των υμνολόγων Πατέρων σχέσιν με το αντικείμενον των ύμνων των. Έτσι έκαστον τροπάριον αποτελεί αυτοτελή και μερικήν εμπειρίαν του υμνογράφου· «Βασιλευόντων πέφυκας, Βασιλεύς ωραιότατος… δυνάστης μακάριος και φως οικών απρόσιτον…». Συνδυασμός δογματικής γνώσεως και πνευματικής εμπειρίας. Ούτως, ο άγιος Πατήρ ερμηνεύει αφ’ ενός την δογματικήν συνείδησην της Εκκλησίας και αφ’ ετέρου τον τρόπον οράσεως επί τον μεταμορφωθέντα Χριστόν, τον οποίον βλέπει ως «βασιλέα ωραιότατον», ενώ εις το επόμενον τροπάριον εξωτερικεύεται μόνον ο προσωπικός έρως του ποιητού, όστις είναι και έρως ολοκλήρου του Εκκλησίας προς τον Χριστόν· «Εθέλξας πόθω με Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι αλλά κατάφλεξον, πυρί αΰλω (του Αγίου Πνεύματος) τας αμαρτίας μου, και εμπλησθήναι της εν σοι τρυφής καταξίωσον, ίνα τας δύο σκιρτών, μεγαλύνω αγα0έ παρουσίας σου». ..
Αφού και ημείς είδαμε καινά και παράδοξα και ηκούσαμε την φωνήν του Πατρός, μαρτυρούντος ότι ο Λόγος είναι «εκμαγείον του αρχετύπρυ, εικών απαραλλάκτος του Όντος, ακίνητος σφραγίς» και ανυμνήσαμε τον Χριστόν, οπού ως Θεός «ώφθη εστώς εν μέσω θεών», εψαλλάμεν εν αλαλαγμώ την ενάτην ωδήν της Θεοτόκου «σύντρομοι καινή φωτοχυσία ελλαμφθέντες» από την χάριν Της.
Μετά το Εξαποστειλάριον, «Φως αναλλοίωτον Λόγε…», το οποίον έψαλλεν όλον το πλήρωμα μελωδικώς και εις αρρενωπόν τόνον, εσείσθη κυριολεκτικώς το κεραυνόπληκτον ναΐδριον από τους Αίνους, δια των οποίων συνεκαλείτο από την «εκκλησίαν οσίων» ολόκληρος η κτίσις, «πάσα πνοή» να αινέση τον Κύριον. Και ύστερα από τα «Προσόμοιο» και το Δοξαστικόν, που εψάλλησαν με μέθεξιν ψυχής, η Δοξολογία και αμέσως, «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ούτω, λοιπόν, εισήλθομεν από της περιοχής της μυστηριώδους προσευχής και της εν Αγάπη ψαλμωδίας εις τον χώρον της καθ’ αυτό μυστηριακής λατρείας, εις την θείαν Λειτουργίαν, το υπερφυέστατον Μυστήριον. Άλλο, βεβαίως, προσευχαί και ψαλμωδίαι και αίνοι προς Κύριον και άλλο κοινωνία του τεθεωμένου Αίματος και Σώματος του Κυρίου Ιησού μετά καθαρού συνειδότος. Αγωγοί χάριτος και ενώσεως με τον Θεόν υπάρχουν πολλοί. «Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής» ψάλλει ο προφητάναξ. Η θειοτάτη προσευχή και τα δάκρυα, δεν ενεργούνται ειμή δια του Αγίου Πνεύματος, όπως βλέπομεν εις τας εν Πνεύματι εμπειρίας των Αγίων. Αλλά η θεία Κοινωνία είναι μετοχή αυτού τούτου του θεανθρώπου, δια την κατάκτησιν του Οποίου γίνονται δι’ Αγίου Πνεύματος όλα τ’ αλλά.
Κάποιος άγιος έλεγεν «Είμαι τραυματισμένος εις την καρδίαν. Ο πόθος Σού με διέλυσε, η αγάπη Σου με ηλλοίωσε, Δέσποτα. Είμαι δέσμιος από τον έρωτά Σου. Θέλω να χορτάσω από τας σάρκας Σου και να κορεσθώ από το ζωοποιόν και θεοποιόν Σώμα Σου, θέλω να απολαύσω των αγαθών και να κατατρυφήσω της Θεότητός Σου».
Η θεία Λειτουργία ετελέσθη μέσα σε βαθείαν αίσθησιν μυστηρίου, όπου «εσίγα πάσα σαρξ βροτεία», και μετέχομεν πάντες «Ξενίας Δεσποτικής και Αθανάτου Τραπέζης»…
Από το βιβλίο «Η θεολογία της νοεράς προσευχής» του Μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ