Καθαρὰ Δευτέρα: (†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης- Τό κλίμα τῆς Σαρακοστῆς

† Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πρώτη ­μέρα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὀνομάζεται Κα­θαρὰ Δευτέρα καὶ μᾶς εἰσάγει στὸ πνευματικὸ κλίμα τῆς πνευματικῆς αὐ­τῆς περιόδου. Ποιά εἶνε τὰ χαρακτηριστι­κὰ γνωρίσματα τοῦ «κλίματος» αὐτοῦ;

* * *

Εἶνε πρῶτα – πρῶτα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθύμισε σήμερα πολλὲς φορὲς ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ μάλιστα μὲ τὸ κοντάκιο τοῦ Μεγάλου Κανόνος «Ψυχή μου ψυχή μου, …τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλ­λεις θορυβεῖ­σθαι»Τὸ τέλος πλησιάζει. Δυσάρεστο πρᾶ­γμα. Ἂν ὑπάρχῃ κά­τι ποὺ τρο­μάζει τὸν ἄνθρωπο, αὐ­τὸ εἶνε ὁ θάνατος, ἡ ὥ­ρα τοῦ θανάτου. Ὅλοι προσπαθοῦμε νὰ τὸ διώχνουμε ἀπὸ τὴ σκέψι μας. Εἶ­νε ὅμως γεγονός. Μήπως ἆραγε καὶ ἡ ἁγία αὐ­­τὴ καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶνε ἡ τελευ­ταία τοῦ βίου μας; Καὶ οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «ὅρος φιλοσοφί­ας μνήμη θα­νά­του»· ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ σὲ ἀνώτε­ρες σκέψεις. Ὁ δὲ εἰδωλολάτρης βασιλεὺς Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀ­λεξάν­δρου, εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη νὰ παρουσιάζεται κάθε πρωῒ μπροστά του καὶ νὰ τοῦ ὑ­πενθυμίζῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνη­τὸς εἶ»· Φίλιππε, νὰ θυμᾶσαι ὅτι εἶσαι θνητός. Ἂν λοι­πὸν αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐκεῖνος, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς; Αὐ­τὸ λέει καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ Με­­γάλου Κανό­νος, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης.

Τί ἄλλο εἶνε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή; Εἶνε μνήμη τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου. Ὅπως ξέ­ρουμε, ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τὴ βάπτισί του πέρασε τὸν Ἰορδάνη ποταμό, πῆγε στὴν ἔρημο, ἔμεινε ἐκεῖ μόνος σαράντα μέρες καὶ πά­λεψε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸ διάβολο. Πῶς τώρα τόλμησε ὁ διάβολος νὰ πειράξῃ τὸ Χριστό; Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ὁ διάβολος ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὅτι μέσα του κρύβεται ἡ θεότης. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ ἱ. Χρυ­σο­στόμου, ποὺ θ’ ἀκούσουμε τὸ Πάσχα· Ὁ ᾅ­δης «ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη· …ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέ­τυχεν»· πῆρε ἕνα σῶ­μα καὶ δὲν κατάλαβε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ εἶνε ἡ θε­ότης. Εἶνε ὅπως τὸ ψάρι, ποὺ βλέπει τὸ δόλω­μα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνει ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτὸ ὁ ψαρᾶς ἔ­χει τὸ ἀγ­κίστρι. Δόλωμα ἦταν τὸ ἀν­θρώπινο σῶμα, ποὺ εἶχε ὁ Χριστός, καὶ ἀγκί­στρι ἡ θεότης. Ἔ­τσι νίκησε ὁ Χριστὸς στὴν ἔ­ρημο. Ὁ σατα­νᾶς ἔφυγε, ἀλλὰ «ἄχρι καιροῦ» (Λουκ. 4,13). Ἐ­πανῆλ­θε πάλι καὶ ἔκανε τὴν τελευταία ἔφοδό του γιὰ νὰ κλονίσῃ τὸ Χριστὸ – πότε; Τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀφοῦ λοι­πὸν ὁ διάβολος πείραξε τὸ Χριστό, θὰ πειρά­ξῃ κ’ ἐμᾶς. Ἀλλὰ μὴ πτοηθοῦμε. Ἔχουμε τὴν προστασία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ δείξουμε ὑπομο­νὴ καὶ ν’ ἀγωνιστοῦμε μὲ τὰ πνευματι­κὰ ὅ­πλα, ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τὴ νηστεία δηλαδὴ καὶ τὴν προσευχή, γιὰ τὰ ὁ­ποῖα θὰ ποῦμε ἐν συνεχείᾳ.

Ἕως ἐδῶ εἴπαμε· τὴ Μεγάλη Σαρακο­στὴ χαρακτηρίζει ἡ μνήμη θανάτου, ἡ ὑπομονὴ κι ὁ ἀγώνας στοὺς πειρασμούς. Προχωροῦμε τώρα. Ἡ Μεγάλη Σαρακο­στὴ ἔχει βέβαια καὶ νηστεία. Εἶνε μνήμη καὶ μίμησις τῆς νηστείας τοῦ Χριστοῦ. Σα­ράντα μέρες νήστεψε ἐκεῖνος στὴν ἔρημο. Καὶ νή­στε­ψε αὐστη­­­ρά, οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤ­πιε. Καλούμεθα λοιπὸν κ’ ἐμεῖς τώρα νὰ τὸν μιμηθοῦ­με. Εἶνε ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅ­λους ἡ νηστεία; Γιὰ τὸν κόσμο ὄχι, προαιρετικὴ εἶνε· γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ναί, ἐκείνους βέβαια ποὺ εἶνε ὑγιεῖς. Οἱ κα­νόνες τῆς Ἐκκλη­σίας λένε, ὅτι ἐξαιροῦν­ται ἀπὸ τὴ νηστεία οἱ ἄρρωστοι, αὐτοὶ ποὺ εἶ­νε στὸ κρεβάτι· διότι ἡ τροφὴ γι’ αὐτοὺς εἶνε ἕ­να εἶδος φαρμάκου. Μακάρι νὰ ἦταν ὑγιεῖς καὶ νὰ νηστεύουν. Ἐξ­αι­ροῦνται ἐπίσης οἱ γέ­ροντες, οἱ πολὺ γέρον­τες, ποὺ λόγῳ τῆς ἡλι­κίας τους εἶνε κι αὐτοὶ ἀσθενεῖς· γιατὶ τὸ γῆ­ρας εἶνε σοβαρὰ ἀσθέ­νεια, κατάπτωσις δυνά­μεων. Σ’ ἕνα γηροκομεῖο λ.χ., ποὺ οἱ τρόφιμοι μόλις κινοῦνται, δὲ μποροῦμε νὰ τοὺς ὑποχρεώσουμε σὲ νηστεία. Ἐξαιροῦνται ἀκόμη, σὲ εἰδικὲς περιπτώσεως, γυναῖκες ποὺ ἐγκυμονοῦν, ποὺ γέννησαν καὶ γαλουχοῦν βρέφη ἢ κρατοῦν μικρὰ παιδιά. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως, ποὺ ἔχουν τὴν ὑγεία τους, ὑποχρεοῦνται νὰ νηστεύουν.

Τὸ ἕνα ὅπλο στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς Σαρακοστῆς εἶνε ἡ νηστεία. Τὸ ἄλλο εἶνε ἡ προσευχή. «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων δη­λαδή) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21). Χρειάζεται λοιπὸν τώρα προσ­­ευχή. Τί προσευχή; Ἐκτενής. Ἔτσι προσ­­ευ­χή­θηκε ὁ Χριστός, ἔτσι προσευχήθηκαν οἱ ἀ­πόστολοι, οἱ πατέρες, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώ­νων, ὅπως λ.χ. ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία· τόσο προσευχόταν, ὥστε δὲν πατοῦσε στὴ γῆ, γι­νό­­ταν ἄγγελος, πουλὶ πετούμενο· ἔτσι τὴν εἶδαν νὰ περνᾷ τὸν Ἰορδάνη. «Γρηγορεῖτε καὶ προσ­εύχεσθε», λέει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός (ἔ.ἀ. 26,41).

– Ἐμεῖς, λένε μερικοί, δὲ μποροῦμε νὰ κάνουμε μεγάλες προσευχές… Καλὰ λοιπόν· δὲ μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐκτενεῖς προσευχές, ποὺ κάνουν τὴ νύχτα στὰ μοναστήρια; κάνε τοὐ­λά­χιστον μιὰ σύντομη προσευχή. Ἔχει ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ σύντομες προσευχές. Νά λό­γου χάριν, ἡ πιὸ σύντομη προσευχὴ εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Πόσες φορὲς ἀκούστηκε στὸν Μέγα Κανόνα ποὺ ἐψάλη σήμερα τὸ «Κύ­ριε, ἐλέησον»; Ἀπόψε εἶνε τὸ ἓν τέταρτον τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὄχι ὁλόκληρος ὁ κα­νών· ἀργότερα θὰ διαβαστῇ ὁλόκληρος. Αὐ­τὸς ὁ κανών, ἂν μετρήσουμε ὅλα τὰ τροπάριά του, εἶνε 250 περίπου. Ἀπόψε ἀκούσαμε τὰ 65 περίπου, κ’ ἐμπρὸς ἀπ’ τὸ καθένα ἀκου­γόταν τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».

Λέει κάποιος ἅγιος, ὅτι, ὅταν ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» βγαίνῃ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώ­που μὲ βαθειὰ μετάνοια, φτάνει ―ναί― νὰ τὸν σώ­σῃ. Λέμε κ’ ἐμεῖς, ψαλτάδες καὶ πα­­πᾶ­δες, «Κύριε, ἐλέησον» «Κύριε, ἐλέησον» «Κύ­­ριε, ἐλέησον», ἀλλὰ ὁ νοῦς μας τὴν ὥρα ἐ­κεί­νη δὲν εἶνε στὸ Θεό. Θεομπαῖ­χτες καταν­τή­σαμε. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, θὰ κλείσῃ τὶς ἐκκλησίες μας. Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι στὴ ῾Ρω­σία οἱ πιστοί, ὅταν λένε τὸ «Κύριε, ἐ­λέ­ησον» γονα­τίζουν καὶ δακρύζουν. Ἐδῶ ὅλα ἔγιναν συνή­θεια! Δὲν κατηγορῶ κανέναν· πρῶτα τὸ λέω γιὰ τὸν ἑαυτό μου κ᾿ ἔπειτα γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Αὐτὴ εἶνε μία σκληρὰ πραγματικότης. Ξέρετε πότε μόνο λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ τὴν καρδιά μας; Ὅταν τὸ τομαράκι μας κιν­δυνεύῃ· τότε φωνάζουμε «Κύριε, ἐλέησον» καὶ βγαίνει ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Ἐὰν ὅ­μως τὸ λέμε γιὰ τὸ σῶμα, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν ψυχή; Πὲς πολλὲς φορὲς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»· εἶνε ἡ πιὸ σύντομη καὶ περιεκτικὴ προσευχή.

Ἄλλες σύντομες προσευχὲς εἶνε τὸ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ποὺ εἶπε ὁ τελώνης (Λουκ. 18,13), τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐνώπιόν σου» ποὺ εἶπε ὁ ἄσωτος (ἔ.ἀ. 15,18), τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» ποὺ εἶπε ὁ λῃστής (ἔ.ἀ. 23,42). Μία μικρὴ ἐπίσης προσευχή, ποὺ τὴ γνωρίζετε, εἶνε αὐτὴ ποὺ λέμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο· τὴν ἀκούσαμε ἀπόψε καὶ πιστεύω ὅτι ὅλοι θὰ τὴν αἰσθανθήκαμε· εἶνε τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοη­θὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνά­μεων, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν ξέρουν ὅλοι. Παλαι­ότερα στὰ σπίτια τὴν ἔλεγαν τὸ βράδυ καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ κάνοντας μετάνοιες.

* * *

Τέτοιο κλίμα, ἀγαπητοί μου, καλλιεργεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Τὸ εἶπα πολλὲς φορὲς καὶ μὲ συγχωρεῖτε ἂν ἐπαναλαμβάνω μερικὰ πράγματα. Ἀνα­στε­νάζω ὅταν βλέπω ὅτι φτάσαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δυστυχῶς ὁ χριστιανισμὸς δὲν ζῇ ὡς μία ἁγία πραγματικότης· δὲν ζῇ ὡς πνευματικὸς ἀγών, δὲν ζῇ ὡς ἄσκησις, δὲν ζῇ ὡς νηστεία, δὲν ζῇ ὡς προσ­ευ­χή, δὲν ζῇ ὡς ἐλεημοσύνη, δὲν ζῇ ὡς συναί­σθησις καὶ μετάνοια, δὲν ζῇ ὡς λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει νὰ σταματήσω γιὰ νὰ κλά­ψω. Γιατί; Διότι ἔχετε οἰκογένειες, κάθεστε στὸ τραπέ­ζι, ἀλλὰ σταυρὸ δὲν κάνετε. Τὸ πρωΐ, τὸ μεση­μέρι, τὸ βράδυ προσευχὴ δὲν γίνεται. Ζή­τη­μα ἂν προσεύχωνται δέκα οἰκογένειες· οὔτε δέ­κα δὲν εἶνε. Δεῖξτε μου ἕνα σπίτι, ὅπου μάνα πατέρας παιδιὰ προσεύχονται οἰ­κογενεια­κῶς, νὰ πέσω νὰ τοὺς προσκυνήσω. Ὧρες ὁλόκλη­ρες στὸ ῥαδιόφωνο καὶ στὴν τη­λεόρασι. Ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Ἡ ψυχὴ ἀδειάζει, ἡ καρδιὰ σκληρύνεται, ἡ ζωὴ ἐκφυλίζεται. Ὅπως λέω ―καὶ κακοφαίνεται σὲ μερικούς―, γίναμε ῥε­μά­λια. Ἐξωτερικῶς ἔχουμε τὴ μορφὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ἐσωτερικῶς ἀποκτηνωθήκαμε. Καὶ ἂν αὐ­­τὸ οἱ ἄνθρωποι ἔξω δὲν τὸ αἰσθάνωνται, ἂς τὸ αἰσθανθοῦμε τοὐλάχιστον ἐμεῖς καὶ διὰ με­τανοίας καὶ ἀγῶνος ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο. Τὸ κλίμα τῆς Σαρακοστῆς βοηθεῖ.

 

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Πηγή: (Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-2-1985), Αὐγουστίνος Καντιώτης