Η Πώρωση της καρδίας

π. Δημητρίου Μπόκου

«Αν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμα και αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί». Με τα λόγια αυτά του Αβραάμ κλείνει ο Χριστός την πολυσήμαντη παραβολή του πλουσίου και του φτωχού (Λαζάρου), απορρίπτοντας το αίτημα-πρόκληση του πλουσίου να αναστήσει ο Θεός και να ξαναστείλει στον κόσμο τον Λάζαρο, ώστε να αποτελέσει αναντίρρητη και αξιόπιστη μαρτυρία για τη μέλλουσα ζωή (Κυριακή Ε΄ Λουκά).

Μεγάλη δυσκολία υπάρχει στο να γίνουν αποδεκτά τα πράγματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις αισθήσεις, ή δεν συλλαμβάνονται από τη λογική. Έτσι και τα πολύκροτα θέματα του επέκεινα κόσμου, της ύ-παρξης του Θεού, της μεταθανάτιας ζωής, δεν βρίσκουν ευήκοα τα ώτα των ανθρώπων. Ακόμα και όταν υπάρχουν οφθαλμοφανείς μαρτυρίες γι’ αυτά. Ο προφήτης Ησαΐας φωνάζει πολλούς αιώνες προ Χριστού: «Κύριε, τίς επίστευσε τη ακοή ημών; Και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη;» (Ησ. 53, 1). Ελάχιστοι μόνο δίνουν σημασία στα λόγια του Θεού.

Αυτό συμβαίνει, επειδή οι πολλοί δεν έχουν αγαθή διάθεση. Η προαίρεσή τους είναι στραμμένη προς το κακό. Αγαπούν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως. Το κακό και όχι το καλό. «Επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου». Σκληρύνθηκε, πωρώθηκε η καρδιά τους. «Και τοις ωσίν αυτών βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν». Πάσχουν από (πνευματική) βαρηκοΐα και τύφλωση, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ακούσουν, να δουν και να νιώσουν στην καρδιά τους τα λόγια του Θεού, ώστε να επιστρέψουν κοντά του, να μετανοήσουν και να σωθούν (Ησ. 6, 9-10). Ο Χριστός λοιπόν διά στόματος Αβραάμ λέει, ότι είναι τόσο μεγάλη η πώρωσή τους αυτή, ώστε και θαύματα νεκραναστάσεων να δουν, δεν θα πιστέψουν.

Και όντως ο Χριστός ανέστησε νεκρούς, έκανε πλήθος άλλων θαυ-μάτων, αναστήθηκε και ο ίδιος στο τέλος, αλλά και πάλι οι άνθρωποι, περιέργως, τον απέρριψαν. «Τοσαύτα δε αυτού σημεία πεποιηκότος έ-μπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν» (Ιω. 12, 37). Ο πρωτομάρτυς Στέφανος, λίγο πριν λιθοβοληθεί, καταγγέλλει ευθέως τη σκληροκαρδία τους. Τους ονομάζει σκληροτράχηλους και απερίτμητους «τη καρδία και τοις ωσίν», γιατί δεν φρόντιζαν να περικόψουν τη σκληρότητα της καρδιάς τους και να απαλλαγούν από την (πνευματική) βαρηκοΐα τους. «Αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς». Και οι μεν πατέρες τους είχαν φονεύσει όλους τους προφήτες που προκατήγγειλαν την έλευση του Χριστού, αυτοί όμως τώρα έγιναν προδότες και φονείς του ίδιου του Χριστού (Πραξ. 7, 51-52).

Η πώρωσή τους οφείλεται στο ότι δουλεύουν στην αμαρτία. «Το ευαγγέλιον ημών, εν τοις απολλυμένοις εστί κεκαλυμμένον». Επειδή «ο θεός του αιώνος τούτου (ο σατανάς) ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων», για να μη λάμψει μέσα τους το φως του Ευαγγελίου. Έτσι, ακόμα και όταν ακούνε ή διαβάζουν την Αγία Γραφή, δεν καταλαβαί-νουν τίποτε. Έχουν πλήρη σκοτισμό. «Επωρώθη τα νοήματα αυτών». Και όπως ο Μωυσής κάλυπτε το πρόσωπό του, γιατί αδυνατούσαν να βλέπουν τη λάμψη του, έτσι και μέχρι σήμερα «το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει της Παλαιάς Διαθήκης μένει». Και όταν «αναγινώσκεται Μωυσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται».

Μόνο η επιστροφή στον Κύριο αίρει το κάλυμμα, καταργεί την πώρωση (Β΄ Κορ. 3, 13-16. 4, 3-4).

Καλή ευλογημένη εβδομάδα!

 

«Αντιύλη»