Η ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιὸς δὲ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε, οὗν ψυχή μου μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, προστασίαις τῶν Ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς».
ἔρχεται (λειτουργικὸς χρόνος, τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς μετατρέπεται σὲ ξεχωριστὸ γεγονὸς ποὺ γίνεται μοναδικὸ στὸν καθένα· τὰ γεγονότα μεταβάλλονται σὲ αἰώνια. Τὸ παρόν, τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον ἑνοποιοῦνται)
γρηγορέω-ῶ, μεταγεν. ἐνεστ. σχηματισμένος ἀπὸ τὸν παρακ. ἐγρήγορα, εἶμαι ἄγρυπνος, εἶμαι σὲ ἐγρήγορση, σὲ Κ.Δ. (ἐγείρω, γρήγορος)
ραθυμέω-ῶ = εἶμαι ῥᾴθυμος, ἀργῶ, τρυφῶ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, μένω ἀργός, δὲν πράττω τι, ἀντίθετον: πονέω
βλέπω, ἔχω τὴν ἱκανότητα τῆς ὅρασης//προσέχω
κατενεχθῇς, ὑποτακτικὴ ἀορίστου τοῦ καταφέρομαι = 1. φέρνω πρὸς τὰ κάτω, 2. Πάθ., βαραίνω ἀπὸ τὸν ὕπνο, σὲ Κ.Δ. (εἰκόνα τῆς καταβύθισης)
ἀνανήφω μόνο στὸν ἐνεστ., 1. ἐπιστρέφω στὴν νοητικὴ διαύγεια, νηφαλιότητα, σὲ Κ.Δ. 2. μτβ., καθιστῶ ξανὰ νηφάλιο κάτι, καὶ σήμερα «ἀνακτῶ τὶς αἰσθήσεις μου».
Οἱ μετοχὲς γρηγοροῦντα καὶ ραθυμοῦντα εἶναι κατηγορηματικές, ἀφοῦ συμπληρώνουν τὸ ρῆμα «εὑρήσει».
Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρῆ νὰ γρηγορῇ· ἀνάξιος ὅμως πάλι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρῇ ράθυμο. Πρόσεχε, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ μὴ βυθιστῇς στὸν ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθῆς στὸν θάνατο καὶ νὰ κλειστῇς ἔξω ἀπὸ την Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, σύνελθε, κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεός· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων.
«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».
νυμφών (νύμφη) ὁ νυφικὸς θάλαμος, Εὐαγγ. Ματθ. θ’, 15
κoσμέω-ῶ 1. τακτοποιῶ, διευθετῶ, κοσμῶ, 2. στολίζω, καταρτίζω, ἐφοδιάζω, ντύνω
Τὸν νυφικό σου θάλαμο βλέπω, Σωτῆρα μου, στολισμένο καὶ δὲν ἔχω ἔνδυμα γιὰ νὰ εἰσέλθω σ’ αὐτόν· κάνε σύ, Κύριε, ποὺ χορηγεῖς τὸ φῶς, λαμπρὴ τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσε με.