Γράφει ο Θεόφιλος Πουταχίδης
Παναγία μου,
Κάθε που πιάνω να Σου γράψω, τότε είναι που το νιώθω καλά και συμπάσχω μ΄ όλους τους υμνωδούς Σου. Τότε καταλαβαίνω απόλυτα την αδυναμία που δηλώνουν όλοι τους να υμνήσουν τα μεγαλεία Σου. Παθαίνω, όμως, και τ’ άλλο το χειρότερο. Αρχίζω να ντρέπομαι και να πονώ βαθιά μέσα μου και να θρηνώ. Θέλω να πω, τι ντροπή! Άνθρωπος κι Εσύ, άνθρωπος κι εγώ… Πληγώνεται το φιλότιμό μου∙ με συντρίβει αυτή η σύγκριση… Κλαυσίγελος με πιάνει για την κατάντια, για την εξαθλίωσή μου… Κι αμέσως –τι περίεργο!– πλημμυρίζει χαρά το μέσα μου.
Στα σίγουρα είσαι το μεγαλύτερο καμάρι της ανθρωπότητας κι η ελπίδα μας! Η κορυφή π’ άλλος κανείς δεν έφτασε κι ούτε πρόκειται∙ έσπασε το καλούπι. Γι’ αυτό κι οι Άγιοι γονείς Σου, Ιωακείμ και Άννα, είναι οι πιο πετυχημένοι γονείς στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Παναγία μου, όπως το λέν’ όλοι οι Άγιοι κι όλοι όσοι σε ύμνησαν, πράγματι έτσι είναι: Τα λόγια είναι φτωχά, για να σου εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Ότι αν δεν ήσουν Εσύ να φτάσεις σε τέτοια μέτρα αγιότητας, δεν θα έπαιρνε σάρκα και οστά ο Θεός, για να γίνει άνθρωπος και να μας δώσει την ευκαιρία της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής στην Ουράνια Βασιλεία Του.
Όλο το κακό ξεκίνησε απ΄ έναν εγωϊσμό που εκδηλώθηκε, ως συνήθως, με τον πόθο της εξουσίας. Θέλησε εκείνος ο Εωσφόρος την εξουσία. Όποιος όμως θέλει έτσι να υψωθεί, πέφτει∙ κι έπεσε τότε αυτός και βρόμισε. Γεννήθηκε το κακό. Κι ύστερα ήρθε ο φθόνος. Ο φθόνος του κακού απέναντι στον άνθρωπο – τ’ αγαπημένο πλάσμα του Θεού. «Γιατί εγώ έπεσα κι έγινα αυτό το πράγμα κι ο άνθρωπος στέκει εκεί μες τη Δόξα του Θεού κι απολαμβάνει; Θα τον ρίξω κι αυτόν, θα του κάνω ζημία, θα τον χωρίσω απ’ τον Θεό», είπε ο εξαποδώ. Κι έτσι, ήρθε με το ψέμα, με τη διαβολή και μας ξεγέλασε.
Πιστέψαμε το παπατζιλίκι του και νομίσαμε πως είμαστε σπουδαίοι και πως με τις δικές μας δυνάμεις θα ξέρουμε να ξεχωρίζουμε το τι ‘ναι καλό και τι κακό. Μας σκοτείνιασε το νου και πήραμε το μαύρο γι’ άσπρο. Την ελευθερία που είχαμε κοντά στον Θεό μάς την πούλησε για σκλαβιά. Και τη σκλαβιά οπού ‘θελε να μας ρίξει, μας την πούλησε για ελευθερία.
Και το χάψαμε. Και πέσαμε. Κι είμαστε τώρα συνέχεια αναγκεμένοι, ξενιτεμένοι, μπερδεμένοι, υποδουλωμένοι. Κι έχουμε και ημερομηνία λήξης∙ πεθαίνουμε. Τέτοιο σακάτεμα… Πόσο πιο άσχημα μπορεί να στη φέρει κανείς;
Ήμασταν πλασμένοι για ευτυχία. Είχαμε αφθαρσία, απόλυτη ελευθερία από κάθε ανάγκη και ψυχή φωτισμένη συνεχώς από Θείο Φως. Τα ξεπουλήσαμε. Και ψάχνουμε τώρα πάνω στη γη πώς θα φάμε, πώς θα σκεπαστούμε, πώς θα προστατευτούμε, πώς θα επιζήσουμε. Ανταγωνιζόμαστε με τη φύση, κι αναμεταξύ μας. Και πεθαίνουμε.
Ψάχνουμε να βρούμε τι είναι σωστό και τι λάθος και διαλογιζόμαστε, φιλοσοφούμε, φτιάχνουμε ιδεολογίες και θεωρίες και διαφωνούμε. Και πεθαίνουμε. Πολεμάμε να τιθασέψουμε τη φύση και φτιάχνουμε, κι όλο φτιάχνουμε, και κορδωνόμαστε. Κι ύστερα τρώμε μια κατραπακιά και μυξοκλαίμε και αρχίζουμε τα «Τι σου είναι ο άνθρωπος» και τα «Τίποτα δεν είμαστε», μέχρι να τα ξεχάσουμε ξανά και ν’ αρχινήσουμε να λέμε πάλι πόσο σπουδαίοι είμαστε. Και πεθαίνουμε.
Κάναμε πολλά∙ τίποτα δεν κάναμε. Σπίτια και γέφυρες και ψυγείο και τηλεοράσεις κι αξονικούς τομογράφους και δορυφόρους και πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές και ίντερνετ. Παρηγοριά στον άρρωστο κι «ουδέν κακόν αμιγές καλού» και ηδονές πρόσκαιρες και «να ζήσετε» και «καλά να περάσετε» και «ζωή σε λόγου σας» και ψευδαισθήσεις. Και πεθαίνουμε.
Παναγία μου, ένα πράγμα αληθινά μεγάλο και σπουδαίο γέννησε η ανθρωπότητα πάνω στη γη∙ όλα τ’ άλλα μπροστά του είναι τρίχες. Εσύ είσαι αυτό Παναγία μου, ευλογημένη η ώρα και χίλιες δόξες να έχει ο Πανάγαθος! Πέφτω και προσκυνώ και καταφιλώ τα εικονίσματά Σου, αλλά και των γονιών Σου του Ιωακείμ και της Άννας.
Χάρη σ’ Εσένα Παναγία μου έχουμε πια ευκαιρία αποκατάστασης της πρότερης θέσης και της δόξας μας. Γεννήθηκες ως κόρη μόνη άξια, για να γεννήσεις τον Θεό που έγινε τέλειος άνθρωπος και θυσιάστηκε για το πλάσμα Του. Ευτυχώς, έχουμε μία δεύτερη ευκαιρία∙ απτή, πραγματική. Το πού μπορούμε να φτάσουμε αν την εκμεταλλευτούμε, μάς το μαρτυρούν αψευδώς οι Άγιοι, παλιοί και σύγχρονοι – όποιος θέλει να το δει, το βλέπει.
Αλλά τούτες τις μέρες, Παναγία μου, βλέπω ότι λύσσαξε ολότελα ο εξαποδώ και παίρνει τα μυαλά πολλών ανθρώπων. Τρέχουν σαν φοβισμένα βουβάλια οι άνθρωποι και φαίνεται μόνο τ’ ασπράδι του ματιού τους. Και τα δαιμονόσκυλα γαυγίζουν γύρω-γύρω∙ οδηγούν το κοπάδι. Η φοβισμένη αγέλη τρέχει και τσαλαπατά ό,τι βρει μπροστά της πηγαίνοντας ολοταχώς για τον γκρεμνό. Η πτώση, πάλι η πτώση… Πάντα η πτώση. Πάλι εξουσία, πάλι φθόνος. Πάλι αγοράζουμε τη σκλαβιά για ελευθερία. Πάλι την ανοησία για λογική. Αλλά Εσύ «παράδεισε λογικέ», η «πιστών καταυγάζουσα φρένας», η «αυγή τον νουν φωτίζουσα», νουθέτησε τους «συληθέντας τον νουν».
Παναγία μου Οδηγήτρια, οδήγησέ μας Στον Υιό Σου και Θεό και σώσε μας!