Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης
Εἴχαμε γράψει ὅτι πτωχὸς στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ζαρώνει ἀπὸ τὸν φόβο του, ὁ ἐπαίτης, ὁ ζητιάνος. Ἔχει σχηματιστῆ ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ ρήματος πτήσσω «φοβίζω, μαζεύομαι, ζαρώνω», ἐνῷ πένης εἶναι αὐτὸς ποὺ κοπιάζῃ γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ δὲν εἶναι παντελῶς ἄπορος, ὅπως ὁ πτωχός. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα φτωχὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸν πλοῦτο περιέπεσε σὲ ἔνδεια, ἐνῷ πένης ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἐνδεὴς καὶ διαχειρίστηκε αὐτὴν τὴν δυσχέρειά του σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ εἶναι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (Ὅροι κατ΄ ἐπιτομὴν σξβ΄).
