Γωνιά της Γλώσσας 120 – Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη: Ἄσπρος καὶ λευκός, δύο συνώνυμα μὲ διαφορετικὴ προέλευση

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη

Ἄσπρος καὶ λευκός, δύο συνώνυμα μὲ διαφορετικὴ προέλευση

Ὁ «ἄσπρος» καὶ «λευκὸς» ἔχουν ἑλληνικὴ προέλευση; Ὁ ἄσπρος ἔχει λατινικὴ προέλευση: asper «τραχύς». Ἡ σημασία προέκυψε ἀπὸ τὴν λατινικὴ φράση nummi asperi ποὺ ἦταν τὰ ἀσημένια νεοκομμένα –καὶ ἄρα τραχιά– νομίσματα λευκοῦ χρώματος, ἄνευ παραστάσεως. Στὸ Βυζάντιο τὸ «ἄσπρον» ἦταν ἀσημένιο αὐτοκρατορικὸ νόμισμα. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν χρήση προῆλθε ἡ ἐπικρατήσασα ἔκτοτε ἔννοια τῆς λέξεως ἄσπρος «λευκός» (Λεξικὸ Πάπυρος). Μὲ τὸ ρῆμα λεύσσω «βλέπω κάτι νὰ ἀστράφτῃ καὶ κατευθύνω τὸ βλέμμα μου πρὸς αὐτὸ» συνδέεται τὸ ἐπίθετο λευκός («λαμπρός, ἄσπρος»)· τὸ λευκὸ εἶναι τὸ φωτεινότερο χρῶμα, ἐφόσον ἀντανακλᾶ τὸ φῶς στὸν μέγιστο βαθμό.