Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἔχει εἰσβάλει τὸ ἐρώτημα;
Σὲ τίτλο ἄρθρου εἴδαμε τὸ ρηματικὸ σύνολο: «Ἔχει εἰσβάλει τὸ ἐρώτημα». Ὁ στρατὸς εἰσβάλλει, οἱ ἐχθροὶ εἰσβάλλουν, ἡ Γερμανία εἰσέβαλε στὴν Πολωνία, οἱ ὀπαδοὶ εἰσέβαλαν στὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο, οἱ ληστὲς εἰσέβαλαν στὴν τράπεζα. Τὸ ρῆμα «εἰσβάλλω» σημαίνει εἰσέρχομαι σὲ ἕναν χῶρο μὲ βίαιο τρόπο. Ἡ μεταφορικὴ χρήση κινεῖται στὸ ἴδιο σημασιακὸ πεδίο: τὰ μεταλλαγμένα ἔχουν εἰσβάλει στὴν διατροφή μας. Τὸ ἐρώτημα ὑποβάλλεται, ἀνακύπτει/γεννᾶται/δημιουργεῖται/ἐκκρεμεῖ/πλανᾶται/προκύπτει/τίθεται/ἐγείρεται/ἀπευθύνεται/διατυπώνεται/ἀναφύεται.
