Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ὅταν οἱ χριστιανοὶ δεχθοῦν ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία καὶ φοβερὴ ἀσθένεια, ποὺ ἐπηρεάζει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, παρὰ πολλὰ προβλήματα θὰ λυθοῦν στὴν προσωπική τους ζωή, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία γενικότερα. Πρέπει νὰ μελετήσουν τὸ θέμα καὶ νὰ κατανοήσουν ὅτι ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πλεονέκτης, γιατί «ἡ λατρεία τοῦ χρήματος ἀπορροφᾶ ὁλόκληρη τὴν καρδιά του καὶ δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα κληρονομιᾶς στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ», ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Π.Ν. Τρεμπέλας τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ πλεονέκτης εἶναι εἰδωλολάτρης (Ἐφ. ε΄ 5).
Πολλοὶ περήφανοι καὶ ἀμαθεῖς κοσμικοὶ ἄνθρωποι θεωροῦν τὴν εὐσέβεια ὅτι εἶναι πορισμός, δηλαδὴ πηγὴ αἰσχρῆς ἐκμετάλλευσης καὶ ὑλικοῦ πλουτισμοῦ (Α΄ Τιμ. στ΄ 5), ἐνῷ ἡ εὐσέβεια εἶναι μεγάλη πηγὴ πνευματικοῦ πλουτισμοῦ, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ὀλιγάρκεια, ἡ ὁποία καταπολεμεῖ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν αἰσχροκέρδεια. Ὁ εὐσεβὴς ὅταν ἔχει τροφές, ἐνδύματα καὶ κατοικία, ἀρκεῖται σὲ αὐτὰ σκεπτόμενος πάντα τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ὅτι τίποτα δὲν φέραμε μαζί μας ὅταν ἤλθαμε στὸν κόσμο καὶ εἶναι φανερὸ πώς οὔτε μποροῦμε νὰ βγάλουμε τίποτα φεύγοντας» (Α΄ Τιμ. στ΄ 7). Εἶναι δὲ ἀποκαλυπτικὸς καὶ συνάμα φοβερὸς ὁ λόγος του καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτίσουν: «Ὅσοι θέλουν νὰ πλουτίσουν πέφτουν σὲ πειρασμό, σὲ παγίδα τοῦ διαβόλου καὶ σὲ πολλὲς ἐπιθυμίες ἀνόητες καὶ βλαβερές, ποὺ βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν καταστροφὴ καὶ στὸ χαμό. Γιατί ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Τὸ χρῆμα μερικοὶ τὸ ἐπιθύμησαν τόσο πολύ, ὥστε πλανήθηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ πλήγωσαν τὸν ἑαυτό τους μὲ βάσανα πολλὰ» (Α΄ Τιμ. στ΄ 9-10).
Ἡ πλεονεξία εἶναι ἀσθένεια ποὺ δύσκολα θεραπεύεται. Χρειάζεται σταθερότητα στὴν καταπολέμησή της καὶ πάντα νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ καθῆκον τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, δηλαδὴ τὴν ἐλεημοσύνη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν φρόντισε πολὺ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἀσθένειας αὐτῆς, «γι’ αὐτὸ καὶ πλεονάζει στὶς ἐκκλησίες καὶ κανένας δὲν ἐξετάζει προσεκτικὰ ὅσους ὁδηγοῦνται στὸν κλῆρο μήπως ἔχουν μολυνθεῖ μὲ τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς εἰδωλολατρίας». Καὶ στὴν ἐποχὴ μας παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο τῆς πλεονεξίας στοὺς ναοὺς καὶ τοὺς κληρικούς.
Μερικοὶ μητροπολίτες ζητοῦν ἐπίμονα τὴν αὔξηση τῶν εἰσφορῶν ἀπὸ τοὺς ναούς. Ἀπαιτοῦν ὑπερβολικά, λησμονώντας ὅτι ἡ μητρόπολη δὲν περιορίζεται στὸ μέγαρο, ἀλλὰ φτάνει καὶ στὸ τελευταῖο καὶ ἀπόμακρο ταπεινὸ ἐξωκκλήσι, γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται μέσῳ τοῦ ἐφημερίου τῆς περιοχῆς.
Συνήθως στὶς ἐνορίες τῶν πόλεων ἰσχύουν τιμοκατάλογοι γιὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ἀλήθεια, γιατί δὲν τοὺς καταργοῦν οἱ ὑπεύθυνοι; Θυμοῦνται ἆραγε τὸ «δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. ι΄ 8). Τί ζήτησε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ τί ζητάει κατ’ ἐπέκταση καὶ ἀπὸ τοὺς διαδόχους τους; Ἁπλά, νὰ ἐργάζονται μὲ ἀνιδιοτέλεια καὶ χωρὶς βέβαια νὰ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς πλεονεξίας.
Ἐπίσης ὁ βαρύτιμος διάκοσμος τῶν ναῶν δὲν εἶναι ἀπαραίτητος καὶ οἱ πιστοί, ποὺ ἐκκλησιάζονται δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ αὐτόν, οὔτε φυσικὰ ἀπὸ τὰ λαμπερὰ καὶ χρυσοκέντητα ἄμφια, τὰ ἐγκόλπια καὶ τοὺς περίτεχνους σταυρούς. Ἀντίθετα, θὰ λέγαμε, ὅτι τοὺς προκαλοῦν καὶ τοὺς σκανδαλίζουν.
Γιατί οἱ μεγάλοι ναοὶ τῶν πόλεων εἶναι πλούσιοι; Τὸ κεράκι τῶν ἐκκλησιαζομένων φθάνει καὶ περισσεύει γιὰ τὶς λειτουργικές τους ἀνάγκες. Καὶ ὅμως οἱ ἐφημέριοι ἔχουν ἀνοικτὸ τὸ χέρι τους καὶ γιὰ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» καὶ ὅταν γεμίσει τὸ κλείνουν σφικτά! Οἱ περισσότεροι εἶναι πλεονέκτες καὶ ὄχι ἐλεήμονες. Οἱ πιστοὶ ἀκοῦν τὰ θερμὰ λόγια τους γιὰ δωρεὲς καὶ προσφορές, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν ἀκοῦν τὶς παρακλήσεις τῶν πτωχῶν καὶ τῶν δυστυχισμένων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν οὔτε τὰ στοιχειώδη ἀγαθὰ γιὰ τὴ ζωή τους. Οἱ ἐφημέριοι δέχονται πολλὰ καὶ προσφέρουν ψιχία.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης (τὸν ὁποῖο πολλοὶ ἐπικαλοῦνται, λίγοι ὅμως τὸν μιμοῦνται) ἔλεγε κάτι σχετικὸ γιὰ τὰ μοναστήρια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐνοριακοὺς ναούς: «Τὰ μεγάλα προσκυνήματα μονῶν πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν ἀπὸ τὸν πραγματικό τους σκοπό, γιατί φθάνουν πολλὲς φορὲς ἀπὸ μοναστήρια νὰ καταντᾶνε ἐπιχειρήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ μερικοὶ δεσποτάδες, πολὺ δικαίως, θὰ ἤθελαν νὰ τὶς ἔχουν οἱ ἴδιοι, γιατί οἱ μοναχοὶ θὰ πρέπει νὰ ἀγαποῦν τὴν ἀκτημοσύνη, ποὺ ὁρκιστήκανε στὸν Θεὸ νὰ φυλάξουν. Δυστυχῶς ὅμως, δὲν περιορίζονται στὰ ἀπαραίτητα, τὰ ἁπλά, τόσο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους, ὅσο καὶ γενικότερα γιὰ τὴ μονή, γιὰ νὰ μὴ δέχονται καὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς παρακινοῦν νὰ βοηθήσουν μόνοι τους τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς πτωχούς, πού ὑποφέρουν, ἀλλὰ τί κάνουν; Μαζεύουν καὶ τὸν ἱδρῶτα ἀκόμα τῶν πτωχῶν καὶ γεμίζουν ἕνα σωρὸ καντήλια καὶ καμπάνες, νομίζοντας ὅτι ἔτσι δοξολογεῖται ὁ Θεός. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὅμως ἡ εὐλάβεια εἶναι σὰν τὴν εὐλάβεια ποὺ ἔχουν πολλοὶ Ρῶσοι κληρικοὶ , οἱ ὁποῖοι ἔγιναν αἰτία, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, τὰ καντήλια, οἱ πολυέλαιοι καὶ οἱ καμπάνες νὰ γίνουν κανόνια καὶ νὰ χτυπήσουν τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (Ἐπιστολές, Σουρωτὴ 1994, σελ. 44-45).
Μερικοὶ μητροπολίτες κτίζουν ναοὺς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Παϊσίου, γιὰ νὰ προσελκύουν προσκυνητὲς καὶ νὰ γεμίζουν τὰ παγκάρια. Ἕνας μάλιστα μητροπολίτης, ὅταν ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ ἀνεγερθεῖ μεγαλοπρεπὴς ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Παϊσίου, τόνισε ὅτι θὰ γεμίσει ἡ πόλη τους ἀπὸ χιλιάδες προσκυνητές! Ἡ προκλητικὴ αὐτὴ δήλωση τοῦ μητροπολίτη φανερώνει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι δέσμιος τοῦ φοβεροῦ πάθους τῆς πλεονεξίας. Ἂν ὅμως ὁ Σεβασμιώτατος ἦταν ἐνάρετος, δὲν θὰ χρειαζόταν ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Παϊσίου, γιατί τὰ πλήθη τῶν προσκυνητῶν θὰ κατευθύνονταν πρὸς τὸ μητροπολιτικὸ μέγαρο, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά, ἀνάβοντας καὶ ἕνα κεράκι στὸν παρακείμενο μητροπολιτικὸ ναό. Ἀλλά, τί ὑποθέτω; Αὐτὸ εἶναι σπάνιο φαινόμενο, σχεδὸν ἀνύπαρκτο. Οἱ ἔνοικοι τῶν μητροπολιτικῶν μεγάρων δὲν παρουσιάζουν κανένα ἐνδιαφὲρν γιὰ τοὺς προσκυνητές. Ἐκεῖ πηγαίνουν οἱ ἄνθρωποι μόνο γιὰ ἄδειες γάμου καὶ οἱ ἱερεῖς, γιὰ νὰ καταθέσουν τὶς τριμηνιαῖες εἰσφορὲς τῶν ναῶν τους…
Τὸ ἁμάρτημα τῆς πλεονεξίας ἔχει στενότατη σχέση καὶ μὲ τὴν κλοπή, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ μὲ ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑποδεικνύει σχετικὰ τὰ ἑξῆς: «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ λαθραία ἀφαίρεση σφετερίζεται τὰ ξένα ἀγαθὰ κι ἔπειτα φανερώνει μὲ τὴν ἐξομολόγηση στὸν ἱερέα τὸ ἁμάρτημά του, θὰ θεραπεύσει τὴ νόσο του μὲ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ἀντιθέτου τοῦ πάθους. Τὴν θεραπεία τὴν ἐννοῶ μὲ τὴ διανομὴ τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχούς, ὥστε μὲ τὴν παραχώρηση ὅσων ἔχει, νὰ γίνει φανερὸ ὅτι εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὴ νόσο τῆς πλεονεξίας. Κι ἂν δὲν ἔχει τίποτα, ἀλλὰ μόνο τὸ σῶμα του, ὁ ἀπόστολος προστάζει νὰ ἐξιλεωθεῖ γιὰ τὸ ἁμάρτημά του αὐτὸ μὲ τὴ σωματική του καταπόνηση». Λέει σχετικὰ ὅτι «ὁ κλέπτης νὰ μὴ κλέβει πιά. Καλύτερα νὰ κοπιάζει πράττοντας τὸ ἀγαθό, γιὰ νὰ ἔχει νὰ μεταδίδει σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη». Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, γιατί μποροῦν νὰ βαδίζουν τὸ δρόμο πρὸς τὴν οὐράνια Βασιλεία μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ καταλήξουν ἐκεῖ.