ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ

Περιοδικό ΕΡΩ Τεῦχος 40 σελ. 20, 27-9-2019

Πρεσβ. Χρυσάνθης Κούκκου – Χατζηδήμου

Ἰατροῦ Ὀρθοπεδικοῦ

«Καταλαβαίνω πώς μ᾿ ἀγαποῦν, ἀλλά φοβᾶμαι τήν ἀγάπη τους». Εἶναι ἡ ἀντίδραση ἑνός παιδιοῦ μεγαλωμένου σέ ὀρφανοτροφεῖο, ὅταν γνώρισε ἀπό κοντά μία οἰκογένεια, πού ἐνδιαφέρθηκε νά τό υἱοθετήση. Ἡ φοβερή αὐτή φράση, ξεδιπλώνει μία ψυχή παγωμένη, φοβισμένη, ἀκρωτηριασμένη, πού μή ἔχοντας βιώσει τήν θαλπωρή τῆς ἀγάπης, πονᾶ καί ἀποτραβιέται σέ κάθε ἐπαφή μ᾿ αὐτή. Δέν ἦταν ὀρφανό τό παιδί αὐτό, παρατημένο καί παραμελημένο ἦταν, θῦμα μίας οἰκογένειας πού διαλύθηκε ἀπό τό πάθος τοῦ ἀλκοολισμοῦ καί τῶν καταχρήσεων. «Ἀπ᾿ ὅλα ἔχω καί μαμά καί μπαμπά καί παπποῦδες…, ἀλλά τίποτε δέν ἔχω!», ἔλεγε. «Κανείς δέν νοιάζεται γιά μένα, κανείς δέν ἔρχεται ποτέ νά μέ δῆ». Ἦταν σκληρή ἡ φωνή του ὅταν πρόφερε αὐτά τά λόγια, σκληρή καί ἀδιάφορη, λές καί μιλοῦσε γιά κάποιον ἄλλο. Σάν νά μή τόν ἄγγιζε ὅλο αὐτό τό ὀδυνηρό καί μόνο στό ἄκουσμά του, βίωμα. Ἡ μακροχρόνια ἔλλειψη στοργῆς καί ἀγάπης, τόν ἀνάγκασε νά κλείση κάθε παραθυρόφυλλο καί πόρτα οὐσιαστικῆς ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας, σέ μία προσπάθεια νά προστατευθῆ καί νά ἐπιβιώση σ᾿ ἕναν κόσμο ἀνάλγητο καί σκληρό. Τό Ἵδρυμα, ὅσο φιλότιμα καί εὐσυνείδητα κι ἄν προσπάθησε, δέν κατάφερε, οὔτε σάν τεχνητό μέλος, νά ἀμβλύνη τίς συνέπειες τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ. Ἔτσι, ὅταν μία οἰκογένεια, ἄνοιξε μέ λαχτάρα κι ἀγάπη τήν ἀγκαλιά της νά τόν δεχθῆ, ἐκεῖνος… τό ᾿βαλε τρομοκρατημένος στά πόδια. Φοβήθηκε νά βγῆ ἀπ᾿ τό κάστρο τῆς μοναξιᾶς του, νά ἀφεθῆ στό χάδι τῆς στοργῆς, στήν ζεστασιά τῆς οἰκογενειακῆς συναναστροφῆς. Φοβήθηκε ν᾿ ἀγαπήση καί ν᾿ ἀγαπηθῆ!

Εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινή ἡ ἱστορία αὐτή καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά ἄπειρα δείγματα τῆς σημασίας τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, στήν ἀνάπτυξη, τήν κοινωνικοποίηση καί τήν σωματική καί ψυχική ὑγεία ἑνός ἀτόμου. Ὁ γάμος καί ὁ πολύτιμος καρπός του ἡ οἰκογένεια, εἶναι μία βαθειά κοινωνία προσώπων, ὅπου μέ τήν χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἱερουργεῖται τό μυστήριο τῆς ἀγάπης καί τῆς ζωῆς. «Παρά Κυρίου» ἁρμόζονται οἱ δύο σύζυγοι καί μέ τήν εὐλογία Του «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», μέσα ἀπό ἕνα μυστήριο «μέγα», ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐγκαταλείπουν τίς πατρικές ἑστίες καί προσκολλᾶται ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Καί καθίσταται «Ἡ γυνή ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας» καί τά τέκνα, «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν, κύκλῳ τῆς τραπέζης», ὅπως πολύ γλαφυρά καί παραστατικά, περιγράφει ὁ Δαυΐδ στόν ρκζ΄ Ψαλμό, τήν δημιουργία καί τήν, μέ τήν χάρη καί τήν εὐλογία Θεοῦ, αὔξηση τῆς οἰκογένειας. Ἡ ὑγιής οἰκογένεια, ριζώνει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποτίζεται κι αὐξάνει μέ τά νάματα τῆς πίστεως καί ἀναπνέει στόν ρυθμό τῆς ἀδιάλειπτης εὐχῆς. Ἑνότητα, ἀγάπη καί προσευχή εἶναι τά πολύτιμα ὑλικά οἰκοδομῆς, τῆς «κατ’ οἶκον ἐκκλησίας», ὅπως ὀνομάζει τήν εὐλογημένη οἰκογένεια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ἑνότητα πού χρειάζεται, δέν εἶναι ἔννοια χωροταξική, δέν ὑποδηλώνει μόνο ἤ κατ’ ἀνάγκη, ὑλική ἐγγύτητα, ἀλ- λά κυρίως καί πρωτίστως, σύνδεσμο ψυχικό καί πνευματικό, μεταξύ τῶν μελῶν της καί μεταξύ αὐτῶν καί τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ χειρουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καί Κριμαίας, ἀναγκάστηκε, ὁμολογώντας τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωσή του στήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας, νά περάση τά περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του στήν φυλακή καί τήν ἐξορία, ἀχανῆ παγωμένα χιλιόμετρα τῆς ἀπαράκλητης Σιβηρικῆς γῆς, μακριά ἀπό τά παιδιά του, πού ἦταν ὀρφανά καί ἀπό μητέρα. Ὡστόσο, μέσα στήν κάμινο τῶν δοκιμασιῶν καί τῶν διωγμῶν, νοιαζόταν βαθειά καί εἰλικρινά γι᾿ αὐτά καί ἀγωνιοῦσε, γιά τήν πνευματική τους πορεία πρωτίστως ἀλλά καί γιά τά καθημερινά τους προβλήματα. Μετέτρεπε καθημερινά τήν ἀγωνία καί τόν πόνο του γιά αὐτά σέ προσευχή. Δυνατή, ἀδιάλειπτη, καρδιακή προσευχή. Μέ διάκριση καί ἀγάπη, τούς ἔγραφε καί τά νουθετοῦσε. Δέν τούς χάϊδευε τά αὐτιά. Τούς καλοῦσε στόν δρόμο τῆς ἀγάπης καί τοῦ μαρτυρίου, πού κι ὁ ἴδιος βάδιζε, προτρέποντάς τους νά γίνουν μιμητές του καθώς κι ἐκεῖνος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά στήν Πνευματική του Διαθήκη. Τό παράδειγμά του, ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, ἦταν γιά τά παιδιά του ἡ καλύτερη γλῶσσα. Ὁ δικός του ἁγιασμός, τά βοηθοῦσε βαθιά καί ἐσωτερικά. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «οἱ γονεῖς πρέπει νά δοθοῦνε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά γίνουν ἅγιοι κοντά στά παιδιά μέ τήν πραότητά τους, τήν ὑπομονή τους, τήν ἀγάπη τους». «Τό παιδί, θέλει κοντά του ἀνθρώπους θερμῆς προσευχῆς». «Ὄχι πολλά λόγια στά παιδιά. Τά λόγια χτυπᾶνε στ᾿ αὐτιά ἐνῶ ἡ προσευχή, πηγαίνει κατ’ εὐθεῖαν στήν καρδιά. Προσευχή χρειάζεται, μέ πίστη δίχως ἄγχος, ἀλλά καί καλό παράδειγμα».

Ἑνότητα λοιπόν, προσευχή καί φυσικά, ἀγάπη. Ἀγάπη, ὄχι σαρκική πού χαϊδεύει τ᾿ αὐτιά καί «ἑνώνει ἐξωτερικά τούς κοσμικούς ἀνθρώπους», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «τόσο μόνο ὅσο ὑπάρχουν κοσμικά προσόντα καί τούς χωρίζει ὅταν αὐτά χαθοῦν, ὁπότε κι αὐτοί ὁδηγοῦνται στήν ἀπώλεια. Ἐνῶ ὅταν ὑπάρχη ἡ πνευματική, ἡ ἀκριβή ἀγάπη, ἄν τυχόν ὁ ἕνας ἀπό τούς συζύγους, χάση τά κοσμικά του προσόντα, αὐτό ὄχι μόνο δέν τούς χωρίζει, ἀλλά τούς ἑνώνει περισσότερο». Ἀγάπη πού ξεκινᾶ ἀπό τόν Θεό καί ἀγκαλιάζει ὅλη τήν πλάση. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα», «υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37). Μόνο ἀγαπώντας ἀληθινά τόν Θεό, ἀγαπᾶμε σωστά τούς γύρω μας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐξαγιάζει καί ἐξαγνίζει τήν ἀγάπη μας πρός τούς οἰκείους μας, ἀπαλλάσσοντας καί καθαρίζοντάς την, ἀπό ἐγωϊστικά καί ἐγωκεντρικά στοιχεῖα, πού τήν ἐκτρέπουν ἀπό τήν εὐεργετική καί ἰαματική της δύναμη. Ἡ ἀγάπη, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἀπαιτεῖ θυσίες: «Ἡ πρόθυμη καί θυσιαστική ἀγάπη ἑλκύει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν ἔλθη ἡ Χάρη, ἔρχονται καί τά χαρίσματα… Πόσο θά χαιρόταν ὁ Χριστός, ὅταν θά μπορούσαμε καρδιακά νά τοῦ ποῦμε: Σ᾿ ἀγαπῶ, Χριστέ μου, σοῦ δίνω τήν καρδιά μου. Παραδίνομαι γιά πάντα σέ σένα. Ρίξε με στίς φλόγες τῆς ἀγάπης σου νά γίνω ἕνα μέ Ἐσένα… Νά μήν ζητᾶμε νά μᾶς ἀγαπήσουν πρῶτα οἱ ἄλλοι. Νά ἀγαπᾶμε πρῶτοι. Νά μήν σκεπτώμαστε ἄν μᾶς ἀγαποῦν. Νά προσευχώμαστε καί ν᾿ ἀγαπᾶμε… Ἡ ἀγάπη σκεπάζει τά λάθη τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ἐάν ὅμως εἶναι λίγη, βρίσκει πολλά λάθη στούς ἄλλους». Ὡστόσο ἡ ἀγάπη, δέν ὁρίζεται ἀπόλυτα γλωσσολογικά, δέν περιγράφεται ἐπακριβῶς φιλολογικά, δέν διδάσκεται, στήν πληρότητά της, γνωσιολογικά. Ἡ ἀγάπη βιώνεται! Μαθαίνει κανείς ν᾿ ἀγαπᾶ ζώντας καί ἀγαπώντας!

Καί δέν ὑπάρχει καλύτερο βιωματικό σχολεῖο ἀγάπης, ἀπό τήν οἰκογένεια. Ἐπί πλέον, ἡ ἀγάπη συνεπάγεται δόσιμο, προσφορά, θυσία, κοινωνία καί ἐπικοινωνία, μοίρασμα καί πρόθυμη ἀποκοπή τῶν προσωπικῶν «θέλω», διάκριση, ταπείνωση, ὑπομονή… Ὅλα ὅμως τά παραπάνω, εἶναι δομικά συστατικά μίας σωστά καί εὐεργετικά λειτουργούσας οἰκογένειας καί τήν καθιστοῦν, ὅπως εὔλογα συμπεραίνουμε, ἐργαστήριο ἀρετῶν. Χάρη σ᾿ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος, ξεπερνᾶ μέ ἐπιτυχία, τήν τάση τῆς μεταπτωτικῆς του φύσης, νά ξεφύγη ἀπό τήν κλίση πού τῆς ἀπευθύνει ὁ Θεός Πατέρας καί Δημιουργός καί νά περιπλανιέται, στό ὄνομα μίας δῆθεν ἀπελευθέρωσης καί ἀνεξαρτησίας, σέ μονοπάτια ὠφελιμισμοῦ καί ἐγωκεντρισμοῦ, πού τελικά τήν ἐγκλωβίζουν σέ φυλακές ἀπομόνωσης καί μπουντρούμια μελαγχολίας.

Ἐπί πλέον, μέσα ἀπό τόν εὐλογημένο αὐτό θεσμό, ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ. Μορφοποιεῖ τήν ἀγάπη του, φέρνοντας στόν κόσμο νέες ὑπάρξεις καί μεγαλώνοντάς τις, σάν ὑποψήφιους ἁγίους, ἐλεύθερες ὑπάρξεις, πού ξέρουν ν᾿ ἀγαποῦν καί νά ἀγωνίζωνται, γιά ἕνα κόσμο στήν γῆ, προσανατολισμένο στήν μεγαλωσύνη τοῦ Οὐρανοῦ.

Πόσο εὔκολο ὅμως εἶναι νά ὑπάρξη ἡ σωστή οἰκογένεια, πού θά ἐπιτελέση τόν ρόλο της, ὑπηρετώντας ὅλα τά παραπάνω; Σ᾿ ἕναν αἰῶνα ἀμφισβήτησης καί ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν πάντων, στό βωμό τῆς δῆθεν ἀπελευθέρωσης καί τοῦ ἡδονισμοῦ, ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας πλήττεται ἀπό πολλές πλευρές, μέσα ἀπό μία συστηματική προσπάθεια καθιέρωσης νέων μορφῶν του, πού ἔχουν ὡς συνεκτικό κρίκο, ὄχι τῆς εὐλογίας τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἀλλά τήν νομική κατοχύρωση ἑνός κοσμικοῦ συμβολαίου ἤ συμφώνου.

Ἡ πατροπαράδοτη μορφή, «πατέρας, μητέρα, παιδιά», βάλλεται ὡς κοινωνικό στερεότυπο καί κινδυνεύει νά χαρακτηριστῆ ρατσιστική, ἐνῶ ἡ κάθε στρεβλή ἤ φτηνή ἐπιθυμία, κατοχυρώνεται πλέον, στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας αὐτοδιάθεσης καί αὐτοπροσδιορισμοῦ τοῦ κάθε ἀτόμου. Ἄν σ᾿ αὐτά, προσθέση κανείς τά αὐξανόμενα κρούσματα ἐνδοοικογενειακῆς βίας, τήν ὁλοένα αὐξανόμενη μεταναστευτική ροή τῶν νέων, τήν φτώχεια καί οἰκονομική ἐξαθλίωση πολλῶν νοικοκυριῶν, γίνεται εὔκολα ἀντιληπτός ὁ κίνδυνος πού ἀπειλεῖ τήν οἰκογένεια. Ἄς θυμηθοῦμε τόν ὅρο «ἐντροπία», ἀπό τόν χῶρο τῆς Φυσικῆς ἐπιστήμης. Εἶναι, μέ ἁπλά λόγια, ἡ τάση ἑνός συστήματος νά ὑποβαθμίζεται, ἀπό κατάσταση τάξεως σέ κατάσταση ἀταξίας καί ἀποδιοργάνωσης, μέχρι νά εἶναι ἀδύνατο σ᾿ αὐτό νά παραχθῆ ἔργο, χωρίς ἐξωτερική ἐπέμβαση. Μήπως καί ἡ οἰκογένεια βαδίζει σ’ ἕνα τέτοιο ἐπικίνδυνο κατήφορο ἀποδόμησης; Μήπως εἶναι ὁ ἔσχατος καιρός, γιά τήν ἐπέμβαση αὐτῆς τῆς ἐξωτερικῆς πηγῆς ἐνέργειας, πού θά τήν ἀναζωογονήση καί θά τήν ἀναπροσανατολίση πρός τήν ὑγεία; Μήπως, «ὅσοι πιστοί», πρέπει σοβαρά νά ἀφυπνιστοῦμε καί νά προσπαθήσουμε νά τήν ἐπανασυνδέσουμε, μέ τήν μοναδική ἀνεξάντλητη πηγή ἐνέργειας, πού εἶναι ἡ Ὄντως Ζωή, ὁ Δημιουργός τῆς Ζωῆς καί Δωτήρ κάθε ἀγαθοῦ;

Ἄν ἡ οἰκογένεια εἶναι τό «κύτταρο» τῆς κοινωνίας, εἶναι ἀπαραίτητο νά μείνη ζωντανή, γιά νά παραμείνη ἡ κοινωνία μας ἀνθρώπινη. Ἡ κρίση τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, δοκιμάζει ποικιλοτρόπως τήν πίστη καί τήν ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό καί ἀποτελεῖ κάλεσμα ἐπιτακτικό γιά μία πιό οὐσιαστική, πιό εἰλικρινῆ, πιό ἀγαπητική σχέση μαζί Του. Πρέπει νά προσπαθήσουμε!

Περιοδικό ΕΡΩ Τεῦχος 40 σελ. 20, 27-9-2019