Έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Άτομα άνω των 65 ετών κινδυνεύουν να μείνουν μόνα

H μείωση της γονιμότητας και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδήγησαν μεταπολεμικά στην προοδευτική αύξηση του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων ατόμων, μια αύξηση μη αναστρέψιμη τις αμέσως απόμενες δεκαετίες καθώς το πλήθος των 65 ετών και άνω θα συνεχίσει να αυξάνεται ενώ ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας θα μειώνεται.

Η μείωση όμως, της γονιμότητας (κυρίως δε η αύξηση της ατεκνίας) και της θνησιμότητας σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη σύσταση και διάλυση των συμβιώσεων (αύξηση της αγαμίας και των διαζυγίων) θα επηρεάσουν και τη δομή και σύνθεση στο μέλλον των νοικοκυριών των ηλικιωμένων.

Θα αυξηθούν ειδικότερα όχι μόνον οι 65 ετών και άνω συνολικά, αλλά και το πλήθος αυτών που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα έχουν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ατόμων στο «στενό» οικογενειακό τους περιβάλλον, ενώ στη χειρότερη περίπτωση θα βρεθούν μόνοι. Έτσι, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι υφιστάμενοι οικογενειακοί δεσμοί δεν ατονήσουν τις επόμενες δεκαετίες και με δεδομένο ότι η οικογένεια σήμερα υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας, το διακύβευμα είναι προφανές.

Πρόκειται για κάποια από τα στοιχεία και συμπεράσματα που αναφέρονται στο 15o τεύχος της σειράς «FlashNews», ένα ψηφιακό δελτίο που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ και υλοποιούμενου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα». Ο συγγραφέας του άρθρου αυτού (ο καθηγητής και επιστημονικός υπεύθυνος του προαναφερθέντος προγράμματος κ. Βύρων Κοτζαμάνης) εξετάζει κάποιες από τις επιπτώσεις των πρόσφατων δημογραφικών εξελίξεων στο οικογενειακό περιβάλλον των 65 ετών και άνω και ειδικότερα από πόσα άτομα θα αποτελείται το «στενό» οικογενειακό περιβάλλον των γυναικών που έχουν γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν υπερβούν τα 65 έτη, και, πόσο διαφοροποιημένο αυτό θα είναι από το αντίστοιχο όσων γεννήθηκαν 60 χρόνια νωρίτερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 -η ίδια άσκηση θα μπορούσε φυσικά να γίνει και για τους άνδρες, τα συμπεράσματα ελάχιστα θα διαφοροποιούνταν αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης.

Συνοψίζοντας τα πορίσματα της έρευνάς του, ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει ότι οι γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχαν συνήθως τρία αδέλφια, από τα οποία ένα ή δυο απεβίωσαν πριν αυτές συμπληρώσουν τα 65 τους έτη. Οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές επιβίωσαν των δύσκολων συνθηκών της πρώτης μετά τη γέννησή τους εικοσαετίας που χαρακτηριζόταν από μια εξαιρετικά υψηλή βρεφική, παιδική και νεανική θνησιμότητα, με αποτέλεσμα 60-70% από αυτές να επέζησε μέχρι τα 65 τους. Οι γυναίκες αυτές παντρευτήκαν σχεδόν όλες (οι 9 στις 10) πριν από το 1955 με άνδρα κατά μέσο όρο 5 χρόνια μεγαλύτερό τους, και ελάχιστες χώρισαν. Όλες σχεδόν -εκτός από λίγες άτεκνες- έκαναν τα παιδιά τους (2,5 κατά μέσο όρο) πριν από το 1960, και, συμπληρώνοντας γύρω από το 1985 τα 65 τους έτη, είχαν, αυξημένες πιθανότητες να ζήσουν αλλά 15-17 χρόνια, το μεγαλύτερο τμήμα εκ των οποίων χωρίς τους συζύγους τους (αυτοί θα αποβιώσουν νωρίτερα καθώς ήταν κατά 5 χρόνια μεγαλύτεροί τους και είχαν ταυτόχρονα και μικρότερο προσδόκιμο ζωής). Οι γυναίκες αυτές φθάνοντας στα 65 τους είχαν συνήθως ήδη απωλέσει και τους δυο γεννηθέντες πριν από το 1900- γονείς τους. Είχαν όμως συνήθως εν ζωή 2-3 παιδιά λίγο μικρότερα των 30 ετών που ήταν σχεδόν όλα παντρεμένα (9 στα 10) και που το κάθε ένα από αυτά είχε ήδη -ή θα αποκτούσε σύντομα- ένα ή δυο παιδιά. Οι γυναίκες αυτές που είχαν γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στα μισά τουλάχιστον χρόνια της εναπομείνασας μετά τα 65 έτη ζωής τους ήταν χήρες με 2-3 παιδιά και 4-6 εγγόνια ηλικίας συνήθως 10-20 ετών. Το πολύ στενό οικογενειακό τους περιβάλλον περιλάμβανε επομένως στα τελευταία και πλέον δύσκολα χρόνια της ζωής τους 6-9 άτομα.

Οι εγγονές τους, οι γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 θα έχουν συνήθως ένα ή δυο αδέλφια, και 9 στις 10 από αυτές θα ξεπεράσουν τα 65 χρόνια. Τρεις στις τέσσερεις θα κάνουν έναν πρώτο γάμο κατά μέσο όρο γύρω στα 30 τους με έναν άνδρα κατά 3 χρόνια μεγαλύτερό τους, οι περισσότερες (δυο στις τρεις) δεν θα χωρίσουν και θα φέρουν στον κόσμο ένα ή το πολύ δυο παιδιά (όλα σχεδόν μετά το 2010). Όλες σχεδόν αυτές οι έγγαμες γυναίκες, καταλήγειο κ. Κοτζαμάνης, θα ξεπεράσουν τα 65 τους χρόνια μετά το 2045, έχοντας αυξημένες πιθανότητες να ζήσουν άλλα 25 έτη, εκ των οποίων δυο στις τρεις με τον σύζυγό τους (αν δεν έχουν χωρίσει), έναν σύζυγο που θα αποβιώσει συνήθως μια επταετία πριν από αυτές.

Επομένως, στα πρώτα χρόνια της μετά τα 65 ζωής τους θα έχουν συνήθως γύρω τους ένα ή δυο παιδιά μικρότερα συνήθως των 30 ετών (αλλά πιθανότατα όχι ακόμη εγγόνια), ενώ θα διανύσουν τα περισσότερα από τα εικοσιπέντε περίπου εναπομείναντα χρόνια τους με τον ηλικιωμένο σύζυγο-σύντροφό τους (όσες φυσικά έχουν), τα παιδιά τους – που την ίδια περίοδο θα είναι θα είναι πλέον σε «ώριμη» ηλικία-και τα 2-3 ανήλικα εγγόνια τους.

Επομένως, την τελευταία περίοδο της ζωής τους το «στενό» τους περιβάλλον θα αποτελείται από 2-5 άτομα, πολύ λιγότερα από τα 6-9 που είχαν γύρω τους στα τελευταία χρόνια της ζωής τους οι γυναίκες με την ίδια οικογενειακή κατάσταση που γεννήθηκαν εξήντα χρόνια πριν. Τα δε παιδιά των γυναικών αυτών, για τη μεγαλύτερη περίοδο ανάμεσα στα εξηκοστά πέμπτα γενέθλια της μητέρας τους και τον θάνατό της, θα έχουν, ταυτόχρονα, μη ενήλικα τέκνα και δυο εν ζωή γονείς (εκ των οποίων ο ένας πιθανότατα με προβλήματα υγείας). Σε αντίθεση επομένως, με τα παιδιά όσων γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920, θα έχουν συχνά την ευθύνη της φροντίδας τόσο των υπερήλικων γονιών τους όσο και των ανήλικων τέκνων τους για μια μεγαλύτερη περίοδο.

Μια σημαντική μειοψηφία όμως των γυναικών που γεννήθηκαν λίγο μετά το 1980 δεν θα έχει παιδιά (μια στις τέσσερεις). Οι γυναίκες αυτές, ένα τμήμα των οποίων δεν θα έχει πιθανότατα και σύντροφο ή σύζυγο, θα ζήσουν εφόσον δεν έκαναν παιδιά είτε μόνες τους είτε με τον επίσης ηλικιωμένο -εάν έχουν–σύντροφο ή σύζυγο. Το «στενό» οικογενειακό τους περιβάλλον θα περιλαμβάνει επομένως, στην καλύτερη των περιπτώσεων μόνον αυτόν (εάν υπάρχει και για όσο ζει).

Συμπερασματικά, τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης, θνησιμότητα, γονιμότητα, σύσταση και διάλυση των συμβιώσεων, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση τις τελευταίες δεκαετίες διαμόρφωσαν το σημερινό δημογραφικό μας τοπίο. Η συζήτηση στη χώρα μας επικεντρώνεται κυρίως στη γήρανση και στην χαμηλή γεννητικότητα/γονιμότητά σε εθνικό επίπεδο ως και στις άμεσες επιπτώσεις τους. Δεν έχει κατανοηθεί ακόμη η σημασία της αδράνειας των δημογραφικών δομών που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον, σημειώνει. Δεν μας έχουν προβληματίσει επίσης, ούτε η εξαιρετικά διαφοροποιημένη χωρικά ταχύτητα της επερχόμενης γήρανσης ούτε οι άλλες -εκτός από αυτές που σχετίζονται με την αγορά εργασίας- επιπτώσεις της, όπως οι μη αναστρέψιμες μεσοπρόθεσμα αλλαγές της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών των ηλικιωμένων. Αλλαγές που θα οδηγήσουν -ιδιαίτερα δε στα αστικά κέντρα- σε όλο και περισσότερα άτομα 65 ετών και άνω που θα βρεθούν την τελευταία περίοδο της ζωής του είτε μόνα είτε με πολύ λιγότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν άτομα στο στενό συγγενικό τους περιβάλλον. Όμως, ακόμη και αν πιστεύουμε ότι οι υφιστάμενοι οικογενειακοί δεσμοί δεν θα ατονήσουν ιδιαίτερα τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, δεν είναι δεδομένο ότι η οικογένεια θα συνεχίσει να υποκαθιστά σε τέτοιο βαθμό -όπως το κάνει ακόμη-το κράτος πρόνοιας. Αν δεν προετοιμασθούμε έγκαιρα για τις επερχόμενες και στον τομέα αυτό αλλαγές και συνεχίζουμε να θεωρούμε ως μη «παραγωγικές» δραστηριότητες και υπηρεσίες για τους ηλικιωμένους και τους υπερήλικες, θα βρεθούμε πολύ γρήγορα μπροστά σε αδιέξοδα. Επομένως, και στον τομέα αυτό, προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές (pre-activity) και ενεργές δράσεις (pro-activity) θα πρέπει να αντικαταστήσουν τις στάσεις αναμονής, καταλήγει.

ΠΗΓΗ