Προκλήσεις τῆς Πίστεως ποὺ θέτει ἡ Πανδημία

τῆς Μαρίας Κορνάρου

 

Εἶναι πλέον προχωρημένη ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ καὶ οἱ ποικίλες ἔριδες που αὐτὴ ἔχει γεννήσει τόσο στὴν Ἐκκλησία ὅσο καὶ στὸν κόσμο. Δὲν θέτει ἐρωτήματα μόνο ἡ ἀσθένεια, ἀλλὰ καὶ ἡ κρατικὴ ἀντιμετώπισή της. Ὑπάρχουν τόσο ἐπιστημονικὲς ὅσο καὶ θεολογικὲς προεκτάσεις αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων, ἐνῶ μποροῦν νὰ ληφθοῦν ὑπ’ὄψιν γιὰ κάθε πλευρὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς: τὶς θίγουν ὅλες. Ἔντονες ἀντιδράσεις ἀνωτάτων κληρικῶν συνόδευσαν τὴν πρόσφατη ἀπόφαση τῆς Πολιτείας νὰ κλείσει στὴν πράξη τὶς ἐκκλησίες ἐν ὄψει τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ περιορίσει τὴ θρησκευτικὴ δραστηριότητα, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς γιορτῆς – μὲ τὴ διαφορὰ, σὲ σχέση μὲ τὸ Πάσχα, ὅτι θὰ ἐπιτραποῦν περιορισμένα οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς δραστηριότητες ποὺ ἀποτελοῦν τὸ «περίβλημα» τῆς γιορτῆς. Αὐτὲς οἱ ἀντιδράσεις δείχνουν στὴν πράξη ὅτι, ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐπέμεναν στὸν καλὸ λογισμὸ γιὰ τὴν κυβερνητικὴ στάση ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουν τελικὰ μία «κόκκινη γραμμή». Ὑπάρχουν, πέραν τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ ἄλλα θεμελιώδη ζητήματα τίθενται σὲ ἀμφισβήτηση, θέλουμε λοιπὸν σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο, χωρὶς νὰ διαθέτουμε μεγάλες θεολογικὲς γνώσεις, νὰ ἐκθέσουμε κάποια ἀπ’αὐτά.

α) Ἡ ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος. Ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία δέχεται τὴν ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος, μὲ δεσμὸ ἄρρηκτο, ὁ ὁποῖος ἀφύσικα διερρήχθη μὲ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καὶ τὸ χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος. Ἔτσι, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σώμα ὡς ἑνότητα ὁδηγοῦν τελικὰ στὴν παραδοχὴ θεμελιωδῶν δογμάτων, ὅπως ἡ πλἠρης ἀποκατάστασις τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς σταυρικῆς Θυσίας καὶ τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐτάφη ἐν σαρκὶ καὶ ἀνέστη σωματικῶς. Μέλλουν δὲ νὰ ἀναστηθοῦν καὶ σωματικῶς, ὄχι μόνο πνευματικῶς, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ εἰσέλθουν στὴν αἰώνια βασιλεία ἤ στὴν αἰώνια καταδίκη. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε εἰκασίες γιὰ τὸ πῶς ἀκριβῶς θὰ εἶναι τὰ σώματα στὴν αἰωνιότητα – ἄλλωστε ὁ ἀναστὰς Κύριος ἐφανερώθη «ἐν ἐτέρᾷ μορφῇ» -, ξέρουμε ὅμως ὅτι ἡ ἐπανένωσίς μας μὲ αὐτὰ εἶναι προϋπόθεσις τῆς ἐπανορθώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καθῶς μάλιστα ἡ ψυχὴ θεωρεῖται πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ τὸ σώμα, χωρὶς βεβαίως νὰ γίνεται ὑποτίμησις τοῦ σώματος, γνωρίζουμε στὴν πίστη μας νὰ μὴ θεωροῦμε τὴν ὑγεία μόνο σωματικὴ ἀλλὰ πρωτίστως ψυχική. Γιὰ τὴν ἐξασφάλιση δὲ τῆς ψυχικῆς ὑγείας μας, χρειαζόμαστε τὰ Μυστήρια, φτάνουμε ἔτσι στὸ δεύτερο πρόβλημα ποὺ ἐγείρει ὁ σὐγχρονος ἀποκλεισμός μας…

β) Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Λατρείας καὶ τῶν Μυστηρίων. Ἡ ἔνταξη ἑνὸς Κυριακάτικου ἐκκλησιασμοῦ στὸ ἐβδομαδιαῖο πρόγραμμα εἶναι μία πρόκληση γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὁ ἐκκλησιασμὸς ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τὴν φυσικὴ πρόκληση τῆς ἐγέρσεως ἀπ’ ἐνωρὶς καὶ τῆς παραμονῆς ἐκτὸς τῆς οἰκίας σὲ μέρα ἀργίας, ἀλλὰ πρωτίστως τὴν ἀπόφασή μας νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὸ Θεό. Ἀποκλειστικὰ σὲ ἐκεῖνον, χωρὶς νὰ κάνουμε τίποτε ἄλλο, χωρὶς νὰ παρακολουθοῦμε κάτι ἐνδιαφέρον ὅπως συνηθίζουμε στὶς ὀθόνες μας, ἀλλὰ κοιτάζοντας τὶς τοιχογραφίες καὶ ἀφουγκραζόμενοι τοὺς ψαλμούς, μέσα στὴν ἀπόκοσμη ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ ποὺ δὲ μοιάζει μὲ τὸ σύγχρονο κοσμικὸ περιβάλλον. Καὶ μέσα σὲ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἡσυχία, νὰ ἀντικρίσουμε τὸν ἐαυτό μας. Στὸν ἐκκλησιασμὸ εἴμαστε μόνοι μὲ τὴν ψυχή μας, δὲν μποροῦμε νὰ τῆς ξεφύγουμε, ὅπως τόσο εὔκολα τῆς ξεφεύγουμε στοὺς γοργοὺς καθημερινοὺς ρυθμούς. Οὔτε ἀπὸ τὸ Θεὸ μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε, ἀλλὰ πρόσωπο μὲ πρόσωπο Τὸν συναντᾶμε καὶ καλούμαστε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς ἀπέναντί Του. Παράλληλα, ἐκπληρώνουμε τὸ σκοπό γιὰ τὸν ὁποῖο πλαστήκαμε, τὴ δοξολογία πρὸς τὸ Θεό, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ ἱερὸ καθήκον ὅσων θέλουν νὰ λέγονται Χριστιανοί. Ἡ προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸ Χριστὸ συμβαίνει καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας. Καὶ σίγουρα ἔχουμε ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς πνευματικούς, ὅτι αὐτὰ τὰ Μυστήρια ζωογονοῦν καὶ καθαρίζουν τὴν ψυχή, ὥστε χωρὶς αὐτὰ κανεὶς νὰ μὴ μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ὅσο ὅμως περνοῦν οἱ μῆνες, περνοῦν οἱ Δεσποτικὲς ἐορτές, καὶ ἑμεῖς παραμένουμε ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ πλανηθοῦμε ὅτι δὲν τὶς ἔχουμε ἀνάγκη τελικά, ἤ νὰ σχετικοποιήσουμε τὴ μετοχή μας πρὸς τὸ περιστασιακὸ καὶ χλιαρό.

γ) Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψουμε τόσο ὥστε νὰ κινεῖ βουνὰ ἡ προσευχή μας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους, πέραν τῆς προσωπικῆς ἀπροθυμίας μας, εἶναι ἡ πληθώρα παράδοξων καὶ σχετικῶν φαινομένων ποὺ βλέπουμε γύρω μας, καθῶς καὶ ὁ θρίαμβος τῆς ἀνθρώπινης τέχνης καὶ σκέψης. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος εἶναι παντοδύναμος, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ ἕναν παντοδύναμο Θεό. Καὶ ὅμως, ὁ Χριστὸς βεβαίωσε ὅτι τοῦ ἐδόθη «πάσα ἐξουσία ἐν ούρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματ. κη’18). Πῶς λοιπὸν ἐπἐτρεψε νὰ πέσει ἐπάνω μας τέτοιο κακό; Ἀφενὸς πανδημία, ἀφετέρου ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες; Κάποιοι βιάζονται νὰ χαρακτηρίσουν ὡς ἀκραίους ὅσους μιλοῦν γιὰ τὴν ἀνάγκη μετανοίας στὴν ὁποία βρισκόμαστε, ἀνάγκη τόσο μεγάλη ὥστε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει μιὰ μεγάλη δοκιμασία γιὰ τὸ καλό μας. Ἐὰν ὅμως δὲ θελήσουμε νὰ δεχτοῦμε τὴν Θεία Πρόνοια πίσω ἀπὸ τὴ συμφορά, θὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο θέσεις: εἴτε νὰ πιστέψουμε σὲ ἕναν κακὸ Θεὸ, εἴτε νὰ πιστέψουμε σὲ ἕναν ἀδύναμο Θεό. Κανένας ἀπὸ τοὺς δύο, ὅμως, δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Θεὸς τοῦ ἐλεεῖν καὶ σώζειν τὰς ψυχάς ἡμῶν.