Ἐμεῖς θὰ ἀκούσωμε τὴν φωνή Του;

Ὁ Κύριός μας, ἔχοντας πλέον ξεκινήσει τὴν ἐπίγεια δράση Του, πορεύεται μὲ τοὺς μαθητές Του, διέρχεται ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ καὶ στὸν δρόμο Του νόσους ἀποδιώκει, λεπροὺς καθαρίζει, χωλοὺς καὶ κωφοὺς θεραπεύει, σὲ τυφλοὺς δίνει τὸ φῶς Του, ἀκόμη καὶ νεκροὺς ἀνεγείρει. Ἕνα τέτοιο θαῦμα, μιὰ νεκρανάσταση, παρουσιάζει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Γ’ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (ζ’ 11-16).

Πλῆθος κόσμου συνοδεύει τὸν Κύριο στὴν πορεία Του. Καθώς, λοιπόν, πλησιάζει στὴν πόλη Ναῒν τῆς Γαλιλαίας, ἀπαντάει ἄξαφνα («ἰδού») μιὰ ἐξόδιο πορεία: «ἐξεκομίζετο τεθνηκώςυἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ καὶ αὕτη ἦν χήρα.» (ὅ. π. 12) Ξάφνιασμα νὰ συναπαντιέται ἡ ζωὴ μὲ τὸν θάνατο﮲ ἀλλὰ καὶ τὸ θέαμα διπλᾶ θλιβερό: Ὁ τεθνηκὼς εἶναι μονογενὴς υἱὸς μιᾶς χαροκαμένης χήρας. Ὁ θάνατος τῆς πῆρε καὶ αὐτὸ τὸ μονάκριβο τέκνο της, τὴν τελευταία της παρηγοριὰ στὸν πόνο ποὺ βίωνε, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ συζύγου της. Ποιός θὰ τὴν παρηγορῇ τώρα στὴν μοναξιά της; Ποιός θὰ τῆς δίνῃ δύναμη καὶ κουράγιο στὴν ἀπέραντη θλίψη της;

Ἀνεξήγητο, πράγματι, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ ἄλυτο. Φιλόσοφοι, ῥήτορες, τραγικοὶ ποιητές, ὅλοι προσπάθησαν, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν γραφίδα των, νὰ δώσουν μιὰ ἑρμηνεία στὸ ἀκατανόητο αὐτὸ μυστήριο, νὰ βροῦν ἕναν τρόπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπεράσῃ τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἀδιέξοδο. Χαρακτηριστικά, ὁ Σοφοκλῆς, στὸ Α’ Στάσιμο τῆς τραγωδίας του «Ἀντιγόνη» (στ. 332-375), πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ «δεινοῦ» ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει καταφέρει, μὲ τὴν δύναμη τοῦ λογικοῦ καὶ μὲ τὴν τέχνη του, νὰ ξεπερνάη ὅλα τὰ ἐμπόδια, νὰ δαμάζῃ τὴν φύση καὶ τὰ ἄλογα ζῶα. Μόνον τὸ «φάρμακο» κατὰ τοῦ θανάτου δὲν κατάφερε καὶ οὔτε θὰ καταφέρῃ ποτὲ νὰ βρῇ («Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται», στ. 360) ὁ «περιφραδής» (=ὁ τετραπέρατος) ἄνθρωπος, κάνει τὴν τραγικὴ διαπίστωση ὁ ποιητής!

Καὶ ὅμως ὁ Χριστός μας ἦλθε στὸν κόσμο, λίγους αἰῶνες ἀργότερα, γιὰ νὰ προσφέρῃ τὴν λύση στὰ τραγικὰ ἀδιέξοδα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ξεπεράση ὁ Ἴδιος, πρῶτα, καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο, «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Πολέμησε τὸν θάνατο μὲ τὸν θάνατο, μόνον ποὺ δὲν συγκρατήθηκε στὰ αἰώνια δεσμά του, δὲν νικήθηκε ἀπὸ αὐτόν, τὸν αἰώνιο ἐχθρό τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὸν κατανίκησε ὁριστικὰ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἔτσι, ἄνοιξε τὸν δρόμο καὶ στὸν ἄνθρωπο, «ὑπὲρ οὗ ἀπέθανε», νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο, νὰ ξεπεράσῃ, ἐὰν θέλῃ, τὸν θάνατο καὶ νὰ ζήσῃ αἰώνια.

Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς συνάντησε τὴν πονεμένη αὐτὴν μάνα, γιὰ νὰ τῆς προσφέρῃ παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα στὴν θλίψη της, ἀνασταίνοντας, μάλιστα, τὸν μονάκριβο υἱό της. Ἐπιλέγει ὁ Κύριος νὰ διασταυρωθῇ ὁ δρόμος Του, ποὺ εἶναι δρόμος ζωῆς, μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν θάνατο. Προσφέρεται, ὡς αὐτόκλητος Σωτήρας, νὰ ἀνατρέψῃ τὴν θανατηφόρα αὐτὴν πορεία, νὰ τὴν σταματήσῃ ὁριστικὰ μὲ τὸ ἄγγιγμά Του στὴν σορὸ καὶ τὸν λόγο Του: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14), ποὺ εἶναι προσκλητήριο ζωῆς. Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἴδιος ἀποτελεῖ τὴν ὁδό, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ζωή (Ἰωάν., ιδ’ 6).

Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἁπλὸ ῥῆμα. Εἶναι λόγος δημιουργικὸς καὶ ἐνεργητικός: «ἅμ’ ἔπος, ἅμ’ ἔργον», γίνεται ἀμέσως πράξη, ἐνεργεῖ καὶ μάλιστα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μόνον Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ χαρίση, -διότι περὶ χάριτος πρόκειται-, τὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ δῶρο, διότι μόνον Ἐκεῖνος τὸ διαθέτει, ἀφοῦ εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ Σωτηρία καὶ ἦλθε στὸν κόσμο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πλάσματός Του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο, ὅπου τὸν ὡδήγησε ἡ πτώση του. Ἦλθε, γιὰ νὰ προσφέρῃ στοὺς ἀγαπημένους Του «ζωήν» καὶ «περισσὸν ζωῆς» (Ἰωάν., ι’ 10),  ὥστε νὰ μὴν πεθαίνουν πλέον ἀλλὰ νὰ ζοῦν αἰώνια μαζί Του.

Αυτὴν τὴν ὑπόσχεση αἰωνίου ζωῆς ἔδωσε ὁ Κύριος στὴν θλιμμένη χήρα μητέρα, μὲ τὸν λόγο Του «Μὴ κλαῖε», ποὺ τὸν ἔκανε ἀμέσως πράξη μὲ τὸν ἄλλο Του λόγο πρὸς τὸν μονογενῆ της: «Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι.» (Λουκ. ζ’ 13-15). Στὴν πονεμένη μάνα εἶπε αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἤθελε νὰ ἀκούσῃ, «μὴ κλαῖε», νὰ μὴν καταθλίβεται, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, -διότι ἡ θλίψη γιὰ τὴν ἀπώλεια ἀγαπημένου προσώπου εἶναι φυσιολογική-, νὰ μὴν θρηνῇ ἀπαρηγόρητη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ γιοῦ της, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα, διότι ὁ γιός της δὲν χάθηκε αἰώνια. Ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἐλπίδα της δὲν (θά) πάει χαμένη ἀποτελεῖ ὅτι ὁ Κύριος καλεῖ τὸν πεθαμένο νὰ ἐγερθῇ καὶ ἐκεῖνος ἀκούει καὶ ἀνταποκρίνεται ἀμέσως στὸ ζωηφόρο κάλεσμά Του: «καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν.» (ὅ. π. 15). Ἔτσι, παρέδωσε τὸν ἀνεστημένο πλέον νεαρὸ στὴν μέχρι πρό τινος ἀπελπισμένη μάνα: «καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ» (ὅ. π.), προσφέροντάς της ἀπέραντη χαρὰ καὶ παραμυθία.

Αὐτὴν τὴν ἀπέραντη χαρὰ προσφέρει καὶ σὲ μᾶς ὁ Κύριος, ὅταν ἀγγίζῃ καὶ τὴν δική μας ἁμαρτωλὴ σορὸ καὶ μᾶς καλῇ νὰ ἐγερθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀπώλεια καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο, στὸν ὁποῖο μᾶς ὁδηγοῦν μὲ βεβαιότητα τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτωλές μας ἕξεις καὶ ἐπιθυμίες. Καὶ τότε, ὦ τοῦ θαύματος, ἐὰν δὲν ἔχωμε νεκρωθῆ τελείως ἀπὸ αὐτά, ὅπως ὁ γιός τῆς χήρας, καὶ ἀκοῦμε ἀκόμη τὸν θεϊκό Του λόγο, τότε πιανόμαστε ἀπὸ τὸ ζωογόνο χέρι Του, ποὺ μᾶς ἀγγίζει, καί, μὲ τὴν βοήθειά Του, σηκωνόμαστε ὀρθροί.

Ἂς μὴν στεροῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ τοὺς γύρω μας, οἰκείους καὶ μή, τοὺς συναδελφούς μας ἐν Κυρίῳ, τὴν χαρὰ τῆς ἀναστάσεως ποὺ μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα καὶ πλουσιοπάροχα ὁ Κύριος, σὲ κάθε εὐκαιρία. Ἐκεῖνος, «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», δὲν χάνει, πράγματι, καμμία εὐκαιρία νὰ διασταυρώνεται μαζί μας, νὰ ἐμβολίζῃ τὴν καθοδικὴ καὶ θανατηφόρα πορεία μας, μὲ τὸ δικαίωμα ποὺ ἔχει ὁ ἰατρὸς νὰ παρεμβαίνῃ γιὰ τὴν ὐγεία μας, καλῶντας μας ἐπὶ τέλους νὰ ἀκούσωμε τὴν συμβουλή Του καὶ νὰ θεραπευθοῦμε. Διότι θεραπεία μας εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἄνοδος εἶναι ἡ σωτηρία μας.

Ὅλοι, λοιπόν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νεανίσκοι καὶ χῆρες, ὀρφανεμένοι καὶ μισοπεθαμένοι ἀπὸ τὴν φθορὰ τῆς ἁμαρτίας, ἂς μὴν ἀφεθοῦμε νὰ πέσωμε ἐντελῶς, ἂς μὴν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες χαρὲς καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ κόσμου τούτου, τὸ κυριώτερο, νὰ μὴν πλανώμαστε ἀπὸ τὶς ψεύτικες καὶ ὑποκριτικὲς ὑποσχέσεις τῶν δῆθεν μεγάλων καὶ τρανῶν ψευδοσωτήρων, ἀλλὰ ἂς λυπηθοῦμε, ἐπί τέλους, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ταλαίπωρους ἀδελφούς μας, καὶ ἂς θελήσωμε νὰ προσφέρωμε σὲ ὅλους μιὰ ἐλπίδα σωτηρίας.

Καὶ τότε ὁ μόνος ἀληθινὸς Σωτήρας, ἐκεῖνος ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα Του πάνω στὸν Σταυρό, γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, θὰ τείνῃ σίγουρα χεῖρα σωτηρίας, καὶ θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ἀναστηθοῦμε, διότι μόνοι μας δὲν μποροῦμε. Τότε, θὰ αἰσθανθοῦμε καὶ μεῖς, ὅπως καὶ ἡ συνοδεία τοῦ νεκροῦ τοῦ Εὐαγγελίου, «φόβο», δηλ. θάμβος ἀπὸ τὸ κατόρθωμα τῆς λυτρωτικῆς μας ἀναστάσεως, καὶ θὰ δοξάσωμε τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, «ὅτι ἐπεσκέψατο τὸν λαὸν αὑτοῦ.» (ὅ. π. 16) γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἀμήν. Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος