Γράφειο Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
Στην «Φιλοκαλία» των ιερών νηπτικών και θεοφόρων Πατέρων, το απαράμιλλο ανθολόγιο της αγίας ημών Πίστεως, «το της θεώσεως όργανον», κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, στον Δ΄ τόμο, στην σελίδα 62, διαβάζουμε τα εξής ψυχωφελή λόγια του αγίου Γρηγορίου του Σιναϊτου:
«Εισίν ουν των συγγραφομένων λόγων, κατά τον μέγα Μάξιμον, τρόποι διάφοροι τρεις, ακατάγνωστοι τε και ακατάκριτοι. Πρώτος, ο δι’ υπόμνησιν εαυτού· δεύτερος, ο προς ωφέλειαν άλλων· τρίτος, ο δι’ υπακοήν συγγραφόμενος…».
Δηλαδή: «Σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, τρεις είναι οι αδιάβλητες και ακατάκριτες αιτίες για τις οποίες κανείς συγγράφει:
Πρώτη: για υπενθύμιση δική του.
Δεύτερη: προς ωφέλεια των άλλων.
Τρίτη: η συγγραφή από υπακοή».
Οι άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας έγραφαν εδραζόμενοι και εκκινούμενοι και από τις τρεις αιτίες. Αυτό είναι περιττό να σημειωθεί. Οι θεόπνευστες γραφές τους, τα μυρίπνοα άνθη τους, νυν και αεί θα μοσχοβολούν, θα φωτίζουν τον κόσμο και θα οδηγούν όσους «κλήσεως ορθοδόξου τυγχάνουν» στην Βασιλεία του Θεού.
Είμαστε στην καρδιά της άνοιξης. Βγήκαν επιτέλους «τα άνθια και οι καρποί». «Η φύσις ηύρε την καλή και την γλυκιά της ώρα», για να θυμηθούμε και Διονύσιο Σολωμό. Και για να συμπληρώσω την παρότρυνση του Ελύτη, οφείλουμε, «όταν θολώνει ο νους και μας βρίσκει το κακό», να μνημονεύσουμε και τον άλλο κεραστή της αειθαλούς μας Παράδοσης, τον ανοξείδωτο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Αν μη τι άλλο και οι δύο έγραφαν προς ωφέλεια άλλων. Και ευτυχώς στις ημέρες τους δεν υπήρχαν τα «σχόλια» των αναγνωστών στα διάφορα ιστολόγια, τα οποία τροφοδοτούν εν πολλοίς την έπαρση και την δοκησισοφία. Έχουν οι παρδαλοειδείς παρουσιαστές των μεγαλοκαναλιών τις μετρήσεις τηλεθέασης, έχουμε και εμείς οι ποικιλώνυμοι γραφιάδες, τα «χτυπήματα» και τα… άυλα χειροκροτήματα των επισκεπτών, όλα βέβαια προς ωφέλειαν του εαυτού μας που διψά για αναγνώριση. Ας γυρίσουμε όμως στην ακατάκριτο, αληθή και ανόθευτο γραφή του Παπαδιαμάντη. Διαβάζω τούτες τις ημέρες τα λεγόμενα θρησκευτικά του άρθρα. Χαρακτηριστικό της ταπείνωσης του Παπαδιαμάντη είναι η, εν είδει εξομολογήσεως, συγγνώμη που ζητά από τον Αη Γιώργη, επειδή αναφέρεται σ΄αυτόν. « Κι εμένα, Άη μου Γιώργη, να μου συγχωρήσης το ευτελές και σχεδόν παιγνιώδες τούτο αρθρίδιον, συγκαταβαίνων εις την αδυναμίαν μου, καθώς συγκατέβης εις την απλοϊκότητα του παιδίου του παίζοντος τις αμάδες. Θεώρησόν με ως παιδίον τας φρένας, καίτοι άνδραν την ηλικίαν». (Εκδ. «Γιοβάνης», τομ. 5, σελ. 343). Δεν γράφει ο μέγιστος των ελληνικών γραμμάτων ως εξουσίαν έχων ούτε βουτά τον καλάμό του στα θολόνερα της επίδειξης. Γράφει όπως ζει και ζει όπως γράφει. Θυμίζει το προεκτεθέν την παρρησία του Μακρυγιάννη στον Άη Γιάννη τον Πρόδρομο, «τον αληθινόν φίλο και ευεργέτη» του, όταν τον «πέθανε εις το ξύλο» ο θειος του στο «παγγύρι», επειδή τζάκισε το ντουφέκι του. Και εκείνος, με μετάνοιες και φωνές, έκαμε «τις συμφωνίες με τον άγιον». Μετάνοιες ο ένας, συγγνώμες για την ευτέλειά του ο άλλος, ποιοι; Οι κορυφαίοι, κατά τον Σεφέρη, συγγραφείς μας. Γι΄ αυτό τα κείμενά τους, ακόμη και όταν περιέχουν οδυνηρές αλήθειες και κεντούν αποστήματα, αναδίδουν άρωμα ορθοδοξίας και φιλοπατρίας. Σημειώνει ο Παπαδιαμάντης στο άρθρο του με τίτλο «Θρησκευτικαί εορταί»: «Όταν εκανόνιζον τα των θρησκευτικών εορτών οι άγιοι της Εκκλησίας πατέρες, είχον υπ’ όψιν τους λαόν ευσεβή και καρδίας εν φόβω Κυρίου, χρησιμοποιούσας ταύτας προς την θείαν λατρείαν και την προσευχήν. Πρώτοι ούτοι, αν ηδύναντο να προϊδωσι τίνι τρόπω χρησιμοποιούσι τα πλήθη την υπό των θρησκευτικών εορτών επιβαλλομένην αργίαν, πρώτοι ούτοι θα εψήφιζον υπέρ καταργήσεως αυτών». Θα τις καταργούσαν οι Πατέρες τις θρησκευτικές αργίες, αν ήξεραν ότι θα ασχολούμαστε με την έλλειψη ή την τιμή του οβελία, όπως λένε και ξαναλένε οι κολοκυθολογούντες των δελτίων. Και μακαρίζεται η εποχή του Παπαδιαμάντη σε σύγκριση με την δικιά μας. Τότε σχεδόν όλοι, είτε προφάσει είτε αληθεία, νήστευαν και εκκλησιάζονταν. Τώρα το πρωί «παπάρα με γάλα και δημητριακά» και το βράδυ «Αναστήτω ο Θεός» και τροχαδόν στο σπίτι για να ντερλικώσουν… Και ας είμαστε ειλικρινείς. Πόσοι Έλληνες, βαπτισμένοι Χριστιανοί, αισθάνονται βαθιά λύπη και απογοήτευση για την ώρα της ενάρξεως της αναστάσιμης ακολουθίας; Μήπως δεν χαίρονται κάποιοι που θα στρωθούν στο τραπέζι νωρίς, γλιτώνοντας στομαχικές παρενέργειες, όπως άκουσα με τα ίδια τα αυτιά μου, από σούπερ χριστιανό κατά τα άλλα; Δεν υπήρχε παπάς που έλεγε τα προηγούμενα χρόνια, πριν από τον κορονοϊό, μετά την Ανάσταση, «καλά Χριστούγεννα» και τα Χριστούγεννα, «καλή Ανάσταση», στους πολυπληθείς επισκέπτες του ναού, γιατί τότε θα τους ξανάβλεπε; Δεν περίμεναν, παλαιότερα, οι ιερείς των χωριών όλους τους κατοίκους, εκτός από τους εν ασθενεία όντες, για να πουν το «Χριστός ανέστη»; Είναι ψέματα αυτά; Δεν έρχονται, στις μέρες μας, οι περισσότεροι στις δώδεκα παρά πέντε και φεύγουν και πέντε; Είμαστε σήμερα λαός ευσεβής με φόβο Κυρίου στις καρδιές μας; Δεν ξεβράστηκαν με την περίεργη αυτή ασθένεια η ασέβεια και η απιστία μας; Να ρωτήσω και τούτο. Αν δεν υπήρχαν οι αποστάσεις και τα λοιπά μέτρα προφύλαξης, θα γέμιζαν οι ναοί; (Δεν εισέρχομαι σε θεολογικές αναλύσεις, γιατί ούτε άξιος είμαι ούτε τα κατέχω καλά. Και δεν είμαι και αρκετά νέος για να τα ξέρω όλα).
Αλλά ας γυρίσουμε στα λόγια του Παπαδιαμάντη, που έχουν την χάρη, «να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει». (Ερωτόκριτος). Στον επίλογο του αναστάσιμου άρθρου του για τον Άη Γιώργη, θα γράψει προσευχητικώς: «Αλλ’ είθε ν’ ανατείλη ταχύτερον, Άη μου Γιώργη, η ευλογημένη εκείνη ημέρα της αναστάσεως του Γένους και έθνος τοσούτον έχον περικείμενος νέφος μαρτύρων, τοσούτους μετά σου πρέσβεις προς Θεόν, εκ του αίματός του και εκ των σπλάχνων του, δεν μέλλει ποτέ να εγκαταλειφθή υπό του Θεού των πατέρων του. Είθε ν’ ανατείλη η ημέρα εκείνη ως τάχιστα λεβέντη μου, αστραπόμορφε και πρώτε καβαλάρη, Άη μου Γιώργη, είθε!». Ας θεωρούμε τους εαυτούς μας μακάριους που είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θα πει και ο Κόντογλου, γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία, δεν υπάρχει στον κόσμο. Καλή Ανάσταση!!