Δημήτριος Υψηλάντης: O μέχρις αυτοθυσίας πατριώτης (Α΄ Μέρος)

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 

Ο Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) ήταν πατριώτης μέχρις αυτοθυσίας. Αφιέρωσε την περιουσία του και την ίδια τη ζωή του στην Επανάσταση του 1821. Ήταν γόνος της Ποντιακής καταγωγής οικογένειας των Υψηλαντών, οι οποίοι ήσαν παρόντες στους Αγώνες του Έθνους από τον 9ο αιώνα. Οι εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας Ξάνθος, Παπαφλέσσας, Αναγνωστόπουλος, Τυπάλδος έπεισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη παράλληλα με την Επανάσταση στο Ιάσιο να αποστείλει στην Πελοπόννησο ένα των αδελφών του, να ηγηθεί της εκεί Επανάστασης.

Ο μόνος εύκαιρος ήταν ο Δημήτριος, ο οποίος είχε παραιτηθεί του ρωσικού στρατού για να διαχειρίζεται, κατά την απουσία των αδελφών του, τα του Οίκου των Υψηλαντών. Αφού συγκατατέθηκε ο Δημήτριος έπρεπε να πείσουν και την μητέρα του Ελισάβετ, που αν εκείνος έφευγε θα έμενε μόνη, με τα δυο της κορίτσια και τον ανήλικο γιό της. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο και η μητέρα συγκατένευσε λέγοντας: «Όταν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολή και αυτού του παιδιού , που μου έμεινε, στερούμαι και αυτό. Ας υπάγει με την ευχή μου!» (Ιωαν. Φιλήμονος «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», (Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Τόμος Γ΄, 1860, Κεφάλαιο ΙΓ΄).

Ο Υψηλάντης ήρθε στην Ελλάδα στις 8 Ιουνίου 1821 και συγκεκριμένα στην Ύδρα, ως πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου και αρχιστρατήγου αδελφού του Αλέξανδρου, δηλαδή ως ο ηγέτης της Επανάστασης. Ο Φιλήμων στο προαναφερθέν έργο του εξηγεί γιατί του έγινε παλλαϊκή υποδοχή: «Ήταν Έλληνας, οικογένειας ηγεμονικής πριν, Έλλην οικογένειας πατριωτικής πάντοτε οστούν ων εκ των οστέων και σαρξ εκ της σαρκός της Ελλάδος. Επί πλέον ο Δημήτριος προήρχετο εκ της αρκτώας γης (Ρωσίας), εις την οποίαν πάντοτε προσηλούτο η καρδία και το όμμα των ελλήνων ως τον φυσικόν εχθρόν του μόνου φυσικού εχθρού τούτων».

Το δύσκολο έργο που ανέλαβε ο Υψηλάντης κατέστη πολύ δυσκολότερο, από το ότι από την πρώτη ώρα υπονομεύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Γόνος και αυτός μεγάλης οικογένειας Φαναριωτών ένιωθε ζηλοφθονία προς τους Υψηλάντες. Από την άφιξη λοιπόν του Δημ. Υψηλάντη τον υπονόμευσε (Νικολάου Σπηλιάδου «Απομνημονεύματα», Τ.1ος, Αθήναι, 1972, σελ. 228).

Ο Υψηλάντης ήταν τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τον Μαυροκορδάτο. Δεν είχε εγωισμό, ούτε φιλοδοξίες από αυτές που θολώνουν τον νου. Ο Μαυροκορδάτος επιζητούσε οι άλλοι να προσαρμοστούν σε αυτόν. Ο Υψηλάντης δεν είχε αντίρρηση να προσαρμοστεί στις συνθήκες που βρήκε. Διηγείται ο Φιλήμων ότι ο Κολοκοτρώνης παρέθεσε στον Υψηλάντη γεύμα, στην ύπαιθρο βεβαίως. Για την περίσταση ήταν ηγεμονικό: Ψητό αρνί, τυρί σε ασκί «δεινώς αλμυρό», ρετσίνα σε ασκό και αζυμίτης χωρικός άρτος. Αντί τραπεζιού κλαδιά σκήνου. Φυσικά ουδέν τραπεζικό σκεύος υπήρχε, πιάτο, μαχαίρι, πηρούνι, κούπα για κρασί και νερό. Ο Κολοκοτρώνης έκοψε με τα χέρια και του έδωσε το ψωμί, το κρέας και το τυρί. Το κρασί του το προσέφερε μέσα σε ξεραμένη φλούδα κολοκύθας.

Ο Υψηλάντης προσαρμόστηκε αμέσως στην πρωτόγνωρη κατάσταση. Κάθισε οκλαδόν και ευχαριστήθηκε φαγητό και πιοτό. Ενθουσιασμένος ο Γέρος του Μωριά του είπε: «Έτσι Πρέντσιπα θα τρως πλια και θα πίνεις δια την ελευθερία της Πατρίδας». Ο Υψηλάντης χειροκρότησε ενθουσιασμένος. Σημειώνεται ότι ο Φιλήμων διηγείται το συμβάν ως μάρτυρας του γεγονότος, αφού, ως γραμματέας του Υψηλάντη, ήταν εκ των συνδαιτυμόνων του γεύματος.

Στις 12 Ιουνίου 1821 ο Υψηλάντης αναγγέλλει την έλευσή του με διακήρυξη, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει: « Ομογενείς φιλελεύθεροι Έλληνες… Όσοι ελάβατε τα όπλα υπέρ της ελευθερίας του Ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον ανδρείαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον και εις τους στρατηγούς ευπείθειαν απαράβατον… Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία, ή ο ένδοξος θάνατος. Αιώνιος δόξα παρά Θεώ και ανθρώποις…».

Σε μιαν άλλη του εγκύκλιο του, στις 21 Αυγούστου 1822, έγραψε προς τους Νησιώτες: «Γνωρίζετε, ότι μήτε πλούτος, μήτε κτήματα, μήτε υπάρχοντα δεν εξισούνται με την ελευθερίαν, με την ζωήν των γυναικών και των παιδίων σας. Έχετε προ οφθαλμών τα θλιβερά παραδείγματα των δυστυχεστάτων αδελφών μας, Χίων, Κασσανδρινών, Ναουσαίων και άλλων, δια τα οποία ανατριχίζετε βέβαια οσάκις τα συλλογίζεσθε. Είδετε με τα ίδια σας τα ομμάτια τον απάνθρωπον τύραννον να ξεσχίζη και αυτά τα έμβρυα εις τας κοιλίας των εγκύων!!!» (Λιγνού, Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας, τόμ. 8, σελ. 432).

Ο Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματα» του δεν κρύβει τα λόγια του για τον Δημ. Υψηλάντη. Γράφει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του: «Ο Υψηλάντης ήτον ένας άνθρωπος σταθερός, τίμιος, ανδρείος, μικρόνους, κούφος, ευκολοαπάτητος… το όνομά του εχρησίμευσε πολύ εις την αρχήν, είχε την φαντασία να ήναι αρχηγός (κεφαλή), πλην το μυαλό του δεν του έσωνε αναλόγως με τας περιστάσεις οπού ευρέθηκε. Αν ήθελε έλθει ο Αλέξανδρος ο αδελφός του ηθέλαμεν κάμει δουλειά, διατί ήθελα τον υποστηρίξει». («Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνστ. Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846, σελ. 87).

 

Η προσφορά της οικογένειας Υψηλάντη

Ο Ιωάννης Φιλήμων στο έργο του «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» γράφει ότι ο Δημήτριος Υψηλάντης καταγόταν από «διάσημον παρά τοις Έλλησι και γνωστόν παρά τω ευρωπαϊκώ κόσμω όνομα οικογενείας, σύστασιν δε την μόνην σεβαστήν παρά πάσι και μόνην ηθικώς ισχυράν επί της εποχής εκείνης, πατριωτισμόν δε ακμαίον και ακέραιον μέχρις όλης αυταπαρνήσεως και θυσίας».

Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Υψηλάντης (1760-1816) υπήρξε μέγας διερμηνέας και ηγεμόνας της Μολδαβίας. Με την Ελισάβετ Υψηλάντη (1771- 1866) απέκτησαν πέντε γιούς και δύο θυγατέρες. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης απεβίωσε στα 56 του χρόνια και η Ελισάβετ ανέλαβε τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της. Αν και Ρουμάνα στην καταγωγή αποδείχθηκε μεγάλη Ελληνίδα. Στο μέγαρό της συναντιόνταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, έδωσε τα τέσσερα αγόρια της στον Αγώνα – το πέμπτο ήταν ανήλικο – , και προσέφερε σε Αυτόν σχεδόν όλη της την περιουσία.

Η Ελισάβετ απεβίωσε 95 ετών και θρήνησε τον θάνατο και των επτά παιδιών της. Μόνη της παρηγοριά ήταν ότι τα τέσσερα αγόρια της εγκατέλειψαν θέσεις – ήσαν αξιωματικοί του ρωσικού στρατού -, άφησαν ανέσεις, πλούτη, ασφάλεια, μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία και προσέφεραν τα πάντα στην Επανάσταση του 1821, που και η ίδια θεωρούσε ιερή. (Γιάννη Γιαννόπουλου «Η Ελισάβετ Κων. Υψηλάντη», στον Τόμο «Αλεξ. και Δημ. Υψηλάντης», Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 2η Εκδ., 2020, σελ. 37). Με τη σειρά τα αγόρια ήσαν οι Αλέξανδρος (1792-1828),

Δημήτριος (1793-1832), Γεώργιος (1795-1846), Νικόλαος (1795-1833) και το στερνοπούλι Γρηγόριος (1805-1835)