Ηρακλής Ρεράκης, καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Αφορμή για το παρόν άρθρο ήταν, αφενός, η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς και, αφετέρου, η αύξηση του φαινομένου που σχετίζεται με κάποιες ομάδες μαθητών, οι οποίοι, σύμφωνα με την επικαιρότητα, φαίνεται να αυξάνονται όλο και πιο πολύ σε ολόκληρη τη χώρα, ασκώντας πράξεις βίας, επιθετικότητας και εγκληματικότητας.
Ο Άγιος των σχολείων, Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) θεωρούσε απαραίτητο το σχολείο για την κοινωνική ευρυθμία, διότι, όπως με σοφία έλεγε, χωρίς αυτό περπατούμε, ως κοινωνία, στο σκότος: «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το Γένος μας από την αμάθεια και εγίναμεν ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείον, δια να εννοήτε το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία… Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχεις ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχεις βρύσες και ποτάμια. Και ωσάν μάθεις το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος».
Τρεις αιώνες, αργότερα, με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, διερωτάται κανείς, αν το σημερινό ελληνικό σχολείο έχει τον στόχο και την προοπτική να μειώνει το υπάρχον κοινωνικό σκότος και να ανοίγει τον νου και τις καρδιές των μαθητών/τριών στην άσκηση ενάρετης ζωής.
Στο ερώτημα αυτό μπορούμε να απαντάμε θετικά και αισιόδοξα, γνωρίζοντας ότι οι νομικές βάσεις και οι παιδαγωγικές αρχές των σχολείων μας, όταν εφαρμόζονται με συνέπεια, συμβάλουν, σε μεγάλο βαθμό, στην ομαλή και γόνιμη ένταξη των μαθητών στον κοινωνικό ιστό.
Κατ΄ αρχάς, σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο 1566 του 1985, άρθρο 1, ένα απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε παρακάτω, «σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.
Ειδικότερα, υποβοηθεί τους μαθητές:
α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.
β) Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση.
γ) Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας.
δ) Να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό.
ε) Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό».
Όπως παρατηρούμε, σύμφωνα με το πνεύμα του παραπάνω εκπαιδευτικού νόμου, στόχος του σχολείου δεν είναι απλώς η μετάδοση στους μαθητές κοινωνικοηθικών προτύπων αλλά και η μετατροπή τους σε ενάρετη συμπεριφορά.
Μάλιστα, ανάμεσα σε όσα ορίζει ο παραπάνω Νόμος, το σχολείο προσφέρει στους μαθητές, εκτός των άλλων, χριστιανικά πρότυπα, τα οποία μέσω του ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών, της Προσευχής, του Εκκλησιασμού –και όχι μόνον- εμπνέουν στους/στις μαθητές/τριες την πίστη την αλήθεια και την αγάπη του Ευαγγελίου, που συμβάλλει, τα μέγιστα, σε μια γνήσια και εν Χριστώ κοινωνική μόρφωση και αγωγή.
Η σχολική γνώση, άλ λωστε, κατά την ελληνορθόδοξη παράδοση, είναι τρό πος και μέσο παιδείας και αγωγής και όχι μια απλή νοητική και μαθη σιακή διεργασία, που αποβλέπει στην εξασφάλιση κάποιου επαγγέλματος.
Αν η παιδεία δεν προάγει τον στόχο της αληθινής γνώ σεως, που είναι η αναζήτηση και η καλλιέργεια της αλήθειας και του νοήματος της ζωής και αρκείται σε στόχους που εγκλωβίζουν τα οράματα των νέων, στο πλαίσιο μόνον μιας επαγγελματικής και οικονομικής αποκατάστασης, τότε είναι βέβαιο ότι απομακρύνει τους/τις μαθητές/τριες από την αληθινή μόρφωση και, επο μέ νως, από τη δυνατότητα να καλλιεργούνται, ως ολοκληρωμένες προ σω πικότητες με ηθικοκοινωνικές δομές.
Όταν, όμως, η παιδεία λειτουργεί ως έλξη και έμπνευση των νέων ανθρώπων στην πίστη στον Θεό, που γεννά την εμπιστοσύνη, στη γνώση της αλήθειας που γεννά τη σοφία και στη βίωση της αγάπης στον συνάνθρωπο, που καλλιεργεί την αρετή, τότε δημιουργεί προ ϋποθέσεις και δομές ελευθερίας.
Πράγματι, χωρίς πίστη, αλήθεια και αγάπη, δεν μπο ρεί να υπάρξει αληθινή ελευθερία και χωρίς αληθινή ελευ θερία, οι άνθρωποι είναι βυθισμένοι στη σύγχυση και στην πλάνη και υποδουλωμένοι σε πάθη, αδυναμίες και συμπεριφορές, που τους απομακρύνουν από κάθε γνήσια ανθρώπινη ζωή με κοινωνική προοπτική.
Η σχολική γνώση, μάλιστα, όταν συνδέεται με τη γνώση του Θεού, όπως μαρτυρείται και από τον Ευαγγελικό Λόγο, καλλιεργεί στις συνειδήσεις των μαθητών/τριών την αποδοχή της ανάγκης, να εμπεδώνουν ό, τι μαθαίνουν, ως αλήθειες της ζωής, σε συνάφεια με τη βιωματική και έμπρακτη εφαρμογή τους: «εν τούτω γινώσκομεν ότι εγνώ κα μεν αυτόν, εὰν τας εντολὰς αυτού τηρώμεν. Ο λέγων, έγνω κα αυτόν, και τας εντολὰς αυτού μη τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ έστιν» (Α’ Ιω. 2, 3-4).
Η οποιαδήποτε απόκλιση από τον ως άνω σκοπό της σχολικής μορφώσεως και γνώσεως, δημιουργεί εμπόδια στη γνώση, προκειμένου να αποβαίνει αλη θι νή, γόνιμη και ωφέλιμη πνευματικά, στους/στις διδασκόμενους/ες και σε ολόκληρη την κοινωνία.
Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι η διαδικασία της δι δα σκαλίας των σχολικών γνώσεων δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο γέμισμα των μαθητικών εγκεφάλων με γνώσεις και πληροφορίες, αλλά να στο χεύει, ταυτόχρονα, στην μετατροπή τους σε αρχές, τρόπους και στάσεις ζωής, σε οικοδομή και καλλιέργεια του όλου ανθρώπου, όλων των δυνάμεων και των λειτουργιών της υπάρξεώς του.
Με την ευκαιρία της νέας σχολικής χρονιάς οι παιδαγωγοί όλων των σχολείων αλλά και οι οικογένειες των μαθητών/τριών, είναι ανάγκη να έχουν υπόψη τη φιλοσοφία της κοινωνικής ζωής που οραματίζεται και εμπνέει ο ισχύων εκπαιδευτικός Νόμος, έτσι ώστε, κατά την άσκηση του έργου τους, να αναζητείται μια αναλογία και αντιστοιχία, ανάμεσα στη σχολική διδασκαλία και στον εμπειρικό κοινωνικό ορίζοντα των μαθητών.
Αν οι μαθητές/τριες μαθαίνουν γνώσεις, οι οποίες, όμως, προσφέρονται μακράν των αντίστοιχων βιωμάτων και εμπειριών, τότε η όλη διδασκαλία κινδυνεύει να αποβεί άκαρπη κοινωνικά. Στόχος του σχολείου, μάλιστα, σύμφωνα και με τις παιδαγωγικές θεωρίες, που ισχύουν διαχρονικά, είναι να αποτελεί, μαζί με την οικογένεια, το θερμοκήπιο που προετοιμάζει τους νέους ανθρώπους, προκειμένου να αποκτούν τις ικανότητες και δεξιότητες που απαιτούνται για τη γόνιμη και δημιουργική ένταξή τους στις πνευματικές, ηθικοκοινωνικές και πολιτισμικές δομές της εκάστοτε κοινότητας.
Σε αυτόν τον στόχο του σχολείου συμβάλλουν όλες οι γνώσεις, ιδιαίτερα, όμως, οι θεολογικές και ανθρωπιστικές, καθώς με αυτές οι μαθητές/τριες εμπλουτίζονται με τα κριτήρια, τις πνευματικές εμπειρίες και το ήθος, που συμβάλλουν στη διαμόρφωση γνώσης και αρετής, δηλαδή, γόνιμης και δημιουργικής κοινωνικής συνείδησης.
Εξοπλίζοντας τα σχολεία την μαθητιώσα νεολαία με τις παραπάνω αρχές, αντιλήψεις και συμπεριφορές, καλλιεργούν και εμπεδώνουν στις νεανικές ψυχές τις στάσεις, που μπορούν να ανακαινίζουν και να ανανεώνουν τον τρόπο σκέψης και ζωής των κοινωνιών στις οποίες εντάσσονται σταδιακά.
Ταυτόχρονα, όμως, οι νέοι/νέες μας συνειδητοποιούν στα σχολεία ότι ο άνθρωπος, από την αρχή της δημιουργίας του, είναι κοινωνικό ον και ότι, ως κατ’ εικόνα του Θεού ύπαρξη, είναι ανάγκη να εμφορείται με πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά χαρίσμα τα, όπως είναι αυτό της ενωτικής και αγαπητικής δύναμης, που εξυψώνει τη ζωή, σ’ ένα πλαίσιο κοινω νικής αλληλεπίδρασης, αμοιβαιότητας και αρμονικής συμ βίω σης και αποτρέπει από τη βία, την επιθετικότητα και την εγκληματικότητα.