Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
«Ὀρθοδοξίας φωστῆρα», «Ἐκκλησίας στήριγμα», «θεολόγων ὑπέρμαχον ἀπροσμάχητον», ἀποκαλεῖ ὁ ὑμνογράφος τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Β’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὄχι γιὰ τὴν μνήμη τῆς κοιμήσεώς του (+14 Νοεμβρίου), ἀλλὰ γιὰ τὴν προσφορά του στὴν στήριξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν κακοδοξιῶν τῆς Δύσεως.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κατάφερε νὰ συνενώσῃ στὴν σκέψη καὶ στὸ ἔργο του ὅλη τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση, τῶν 14 αἰώνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, καὶ νὰ καταστῆ «πράξεως ὄργανον» καὶ «θεωρίας ἀκρότης». Ἄλλωστε, κατὰ τὴν ἔκφραση ἑνὸς ἄλλου Γρηγορίου (Θεολόγου), «Πρᾶξις ἐπίβασις θεωρίας», δηλαδὴ ἡ πρακτικὴ ἄσκηση ἀποτελεῖ τὴν βάση γιὰ τὴν θε-ωρία, τὴν ἐμπειρία δηλαδὴ καὶ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δυσκολία ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσῃ ὁ Παλαμᾶς στὴν ἐποχή του. Νὰ «ἀποδείξῃ» ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγιστῇ, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη τακτικὴ τῆς γνώσεως ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ πρακτικὴ τῆς καθάρσεως. Δίδασκε, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος, ὅπως καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ Ὀρθόδοξοι Πατέρες, ὅτι τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ τὴν ἀντιληφθῇ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι, ὅμως, δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἐνεργειῶν Του.
Ὅπως τὸν αἰσθητὸ ἥλιο δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀντικρύσωμε μὲ τὰ μάτια μας, διότι, ἐὰν τὸν κοιτάξωμε κατάματα, θὰ τυφλωθοῦμε, μποροῦμε, ὅμως, νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία του, ἔτσι καὶ τὸν νοητὸ Ἥλιο δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δοῦμε, εἶναι, ὅμως, ἐφικτὸ νὰ νοιώσωμε τὶς θεῖες Του ἐνέργειες καὶ νὰ ζωοποιηθοῦμε ἀπὸ αὐτές. Αὐτὸ συνέβη στοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Μεταμόρφωση. Εἶχαν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ἐμπειρία τοῦ θείου φωτός. Ἦταν, μάλιστα, τόσο ἰσχυρὴ ἡ θεία ἀκτινοβολία, ὥστε «ἔπεσον χαμαί» σὰν τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν λάμψη της.
Ἐκεῖνο ποὺ μπόρεσαν νὰ δοῦν οἱ ἁπλοῖ καὶ ἀγράμματοι μαθητές τοῦ Κυρίου, μπορεῖ νὰ τὸ ἀντικρύσῃ ἀσφαλῶς ὁ κάθε ἄνθρωπος, λέει ὁ Ἅγιος, καὶ ὁ λιγότερο μορφωμένος, διότι, γιὰ νὰ βιώσῃ τὴν θεία ἐνέργεια, δὲν ἀπαιτεῖται ἀνθρώπινη σπουδὴ καὶ γνώση ἀλλὰ πρακτικὴ ἄσκηση καὶ θεϊκὴ φώτιση. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀρετὴ τῆς θείας γνώσεως δὲν δίνεται συνήθως στοὺς γραμματισμένους ἀλλὰ στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδία», τοὺς ὁποίους μακαρίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Κύριον ὄψονται». Ἡ «θεοπτία» βεβαίως αὐτὴ δὲν συντελεῖται μονομιᾶς, ἀλλὰ εἶναι προϊὸν μιᾶς σταδιακῆς διαδικασίας, ποὺ ξεκινάει, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀπὸ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, προχωράει στὸν φωτισμὸ τοῦ καθαροῦ νοῦ μὲ τὴν θεία χάρη καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν θέωση.
Ἦταν πραγματικὰ σκάνδαλο γιὰ τοὺς δυτικοὺς διανοητὲς νὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσεγγίσῃ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα νὰ ἑνωθῇ μαζί Του, νὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς Θεός -κατά χάριν! Ὁ κυριώτερος ἀντίπαλος τοῦ Γρηγορίου, ὁ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ τῆς Δύσεως, τὴν προσπάθεια ἑρμηνείας τῶν θεολογικῶν πραγμάτων μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφική λογική σκέψη, ἦταν ἀδύνατον νὰ καταλάβῃ πῶς ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν ἀκατάληπτο Θεό, κάτι ποὺ ἀσφαλῶς ἑρμήνευσε ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν διάκριση μεταξὺ ἀκατάληπτης θείας οὐσίας και μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν.
Ὁ Παλαμᾶς, ἑπομένως, μὲ τὴν φωτισμένη του σκέψη προηγήθηκε, κατὰ τέσσερις περίπου αἰῶνες, τοῦ «Διαφωτισμοῦ». Διότι ἀσφαλῶς ἐκεῖνοι, οἱ δυτικοὶ διαφωτιστές, ἐπεχείρησαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ πράγματα διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον θεοποίησαν, ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι διανοητές, μὲ ὑπέρμαχο τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ τὸν 14ο αἰ., σεβόμενοι τὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ, διευκρίνισαν ὅτι γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀρκεῖ μόνον ὁ νοῦς, ἡ λογική, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται κυρίως ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ ἡ συνεχὴς ἄσκηση, ποὺ θὰ ὁδηγήσῃ στὸν φωτισμό του. Αὐτὸς εἶναι ὁ γνήσιος διαφωτισμός, ἐνῶ ὁ
δῆθεν «διαφωτισμός», μὲ τὴν ἐμμονή του στὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ λόγου, -τῆς λογικῆς,- ὡς μοναδικοῦ μέσου γιὰ τὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν κατανόηση πάντων τῶν πραγμάτων, εἶναι ψευδοφωτισμός.
Πολλὲς φορές, μάλιστα, ἡ λογικὴ ὀρθώνει ἐμπόδια στὴν διαδικασία τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δὲν δέχεται ἡ ἴδια νὰ καθαρθῇ, ὥστε νὰ ὑποβοηθήσῃ τὴν διαδικασία. Εἶναι, βεβαίως, πολὺ δύσκολο καὶ ἐξαιρετικὰ ταπεινωτικὸ γιὰ τὸν ὀρθολογικὰ σκεπτόμενο ἄνθρωπο νὰ δεχθῇ νὰ ὑποβάλλῃ τὴν λογική του σ’ αὐτὴν τὴν διαδικασία καθάρσεως.
Ὁ Κύριός μας καὶ Θεός μας, ὅμως, «ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας», διαβάζει τὴν σκέψη τῶν ὀρθολογιστῶν κάθε ἐποχῆς καὶ ὡς διδάσκαλος ποὺ εἶναι προσφέρεται νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ἐπιλύσωμε τὶς ἀπορίες μας. «Τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»; ρωτάει στὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας (Μάρκ., β’ 1-12) τοὺς Γραμματεῖς, ποὺ, μόλις τὸν ἀκοῦν νὰ λέῃ στὸν παράλυτο συνάνθρωπό των «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», διαλογίζονται, ἀποροῦν καὶ ἐξίστανται: «τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;» (ὅ.π. 7).
Ὁ Χριστός, ἀναγνωρίζοντας ὡς λογικὴ τὴν ἀπορία των, σπεύδει νὰ διαλύσῃ ὅποια ἀμφιβολία των, μὲ τὸ νὰ προστάζῃ τὸν παραλυτικὸ νὰ ἄρῃ τὸν κράβαττόν του, ὁπότε πλέον ἐπιβεβαιώνει τὴν θεότητά Του καὶ ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία των. Οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, παρότι τοὺς εἶχαν προσφερθῆ πάμπολλες ἀποδείξεις περὶ τοῦ ἀντιθέτου, ἀρνοῦνται πεισματικὰ νὰ τὸν παραδεχθοῦν ὡς Θεό, ἐπικαλούμενοι ἄλλοτε τὶς Γραφές, ποὺ τὶς ἑρμήνευαν, βεβαίως, ὅπως ἐκεῖνοι ἤθελαν, καὶ ἄλλοτε, ὅπως τώρα, τὴν λογική των.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἐπιλέγει καὶ ἐπιμένει νὰ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους «σημείοις καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος Ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν» (Ἑβρ., β’ 4), ὥστε κανεὶς νὰ μὴν ἔχῃ δικαιολογία γιὰ τὴν ἀμφισβήτησή Του. Τὸ ζήτημα εἶναι: Ἐμεῖς διαθέτομε τὴν πίστη καὶ τὴν θέληση τῶν τεσσάρων ποὺ φέρουν τὸν παραλυτικό, «χαλῶντες τὴν στέγην», γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν Κύριο, ἢ μήπως ἔχωμε κακὴ προαίρεση, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς του, καὶ δὲν πειθώμαστε, ἀκόμη καὶ ὅταν μᾶς προσφέρωνται θαυμαστὰ σημεῖα;
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς σὲ ὁμιλία του γιὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου, -ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Κυριακὴ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ ἢ Β’ Κυριακὴ Νηστειῶν-, ὁ νοῦς εἶναι, τὶς περισσότερες φορές, τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι θέλει νὰ ἐξουσιάζῃ καὶ δὲν πείθεται νὰ κάνῃ τὴν «βασιλικὴ κάθοδο», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος, τὴν κάθοδο πρὸς τὴν καρδιά, ὥστε νὰ φωτιστῆ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχῇ τε καὶ σώματι, καὶ στὴν συνέχεια νὰ κοινωνήσῃ μὲ τὸν Θεό.
Χρειάζεται, λοιπόν, λέει ὁ Ἅγιος, «νὰ χαλάσουμε τὴν στέγη». Ποιά στέγη; Τὸν νοῦ. Χωρὶς τὴν κάθαρση τοῦ στέγης, τοῦ νοός, ἀπὸ τὸ «χῶμα» καὶ ἀπὸ τὶς «λάσπες», ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ καθολικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου.
Καλούμαστε καὶ πάλι, αὐτὴν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, νὰ «χαλάσωμεν τὴν στέγην τοῦ νοός», μὲ τὴν βοήθεια τῆς προσευχῆς, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῶν ἄλλων σωστικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξίζει νὰ προσπαθήσωμε, διότι στὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος προβάλλει ὡς ἔπαθλο ἡ σωτηρία μας, ποὺ εἴθε ὅλοι νὰ κερδίσωμε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, καὶ μεῖς, ὅπως ὁ Ἅγιος: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τὸ σκότος». Καλὴ ἁγιοπνευματικὴ φώτιση! Γένοιτο!
Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, ἐπιμ., Π. Χρήστου, τόμος 9, Ὁμιλία Ι’, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985.