† Γέροντος Δωροθέου
«…φῶς εἰμί τοῦ κόσμου»
Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὑπόθεση εὐφυίας ἤ ἐγκύκλιας μόρφωσης. Ὀ Θεός κατοικεῖ στίς ψυχές τῶν ταπεινῶν καί ἄδολων καί ἄκακων καί σέ αὐτούς ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ζήτημα νοητικῆς ἐργασίας ἀλλά ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τό πρόσωπό του σέ αὐτούς πού μποροῦν νά φέρουν τό βάρος τῶν ἀποκαλύψεων. Γιά τόν λόγο αὐτό τούς καθαρίζει στό καμίνι τῶν θλίψεων, ἕως ὅτου καταστοῦν «ἀργύριον πεπυρωμένον ἑπταπλασίως κεκαθαρμένον».
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γιά μιά ἀκόμη φορά καταπιάνεται μέ τό θέμα τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἄλλοι ἄνθρωποι διακρίνουν τόν Θεό καί τόν διαχωρίζουν ἀπό τά κτίσματα ἐνῶ ἄλλοι εὑρίσκονται σέ σύγχιση; Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν τυραννία τῶν κτισμάτων;
«Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» ἀναφέρει τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Τό πρῶτο συστατικό τῆς θεοφιλοῦς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι οἱ χειρότερες ἀρρώστειες τῆς ψυχῆς. Ὁ πατέρας τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ὁ διάβολος καί κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ μέ ὑπερηφάνεια ὁ πονηρός πατᾶ τό πόδι του στήν καρδιά του. Οἱ Φαρισαῖοι ἠρνοῦντο νά ἀναγνωρίσουν τόν Κύριο κλεισμένοι τήν αὐταρέσκεια τοῦ ἐγωισμοῦ τους. Μπροστά στό μέγα σημεῖο τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γεννετῆς τυφλοῦ, αὐτοί «οὐκ οἴδασι πόθεν ἐστίν». Οἱ Φαρισαῖοι ἀντλοῦσαν προνόμια ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Μωϋσέως καί τούς ἄρεσε ὁ θαυμασμός τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ψυχές τους δέν εἶχαν καθαρθεῖ ἀπό τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας καί ἔτσι δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό ὡς Θεό σεσαρκωμένο. Κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο». «Θεόν οὐδείς ἐώρακε πώποτε, ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο».
Ἡ θεοπτία, λοιπόν, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη. Ἀκόμα καί ἡ ἐμμονή στήν λογική εἶναι τυραννία. Γι’ αὐτό ὁ Ἰησοῦς προτοῦ θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς ἐρωτοῦσε: «πιστεύεις ὅτι μπορῶ νά κάνω κάτι τέτοιο;». Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀποδοχή τοῦ ὑπερβατικοῦ, ἡ παραδοχή ὅτι ὑπάρχουν πράγματα πέραν τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, ἡ ἀναγνώριση ὅτι οἱ δυνατότητές μας εἶναι πεπερασμένες. Ἡ ψυχή εἶναι τριμερής ἀποτελουμένη ἐκ τοῦ λογικοῦ, τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ θυμοειδοῦς τμήματός της καί ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ ἔλεγχο ὅλων των μερῶν της. Ἡ ὑπερτροφία τοῦ λογικοῦ μέρους ὁδήγησε στό σχολαστικισμό καί κάθε ὑποταγή σέ πάθη ὁδηγεῖ σέ πλάνες. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐθεολόγησαν ἀπλανῶς ὡς κεκαθαρμένοι. Στήν διάρκεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρέσεις γεννήθηκαν ἀπό τήν μίξη φιλοσοφικῶν δοξασιῶν καί ἀπόπειρες θεολόγησης. Ἐάν προϋπόθεση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ εἶναι τό κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεῦμα, ὅπως στήν περίπτωση τῶν προτεσταντῶν, τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ πλάνη. Ὁ Θεός δέν προσεγγίζεται μέ τόν στοχασμό ἤ τόν διαλογισμό τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται λογικά, ἀποκαλύπτεται στους εκλεκτούς του.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ πληρότητα τῆς χάριτος. Ὁ φορέας τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο ὅπως ὁ Πάπας ἤ ἕνα βιβλίο ὅπως ἡ Βίβλος γιά τούς Προτεστάντες. Ἡ θεία χάρη μεταδίδεται στόν ἄνθρωπο διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι «ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια» καί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ παρατείνεται στόν κόσμο διά τῆς Ἐκκλησίας. Σέ ἕνα κόσμο ὅπου βρίθει ἡ ἁμαρτία καί ἡ πλάνη, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πλέει μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστασεως καί τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Ἡ ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός, μεταδίδεται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ αὐτούς πού ζοῦν μυστηριακά καί ἀποτελοῦν τό σῶμα του.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015