Θεολόγου-Φιλολόγου
Ἡ θεωρία τῆς μετενσάρκωσης (ἢ μετεμψύχωσης) ἦταν γνωστὴ μεταξὺ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων· ἐδιδάσκετο ἀπὸ τοὺς Ὀρφικούς, ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Πυθαγόρα, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Πλωτῖνο. Τὰ προβλήματα ποὺ δημιούργησε στὴν Ἐκκλησία τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους σχετίζονταν ἰδιαίτερα μὲ τοὺς Γνωστικούς.
Γνωστικοὶ εἶναι ἕνα σύνολο αἱρέσεων ποὺ εἶχαν σὰν κεντρικὴ διδασκαλία ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ πίστη, ἀλλὰ χρειάζεται τὴν εἰδικὴ γνώση τὴν ὁποία κατέχουν μόνο οἱ μεμυημένοι (εἰδικὴ κατηγορία ἀνθρώπων).
Κατὰ τὴν Ἰνδουϊστικὴ ἄποψη, κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕναν ἐσωτερικὸ πυρήνα (Jiva) ὁ ὁποῖος περιπλανᾶται σὲ ἕναν ἀτέλειωτο κύκλο γεννήσεων καὶ θανάτων (Samsara), ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ χονδροφυῆ καὶ λεπτοφυῆ σωματικὰ περιβλήματα ἢ σώματα.
Ἡ δοξασία τῆς Μετενσάρκωσης εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴ δοξασία τοῦ Κάρμα ἢ ἀλλιῶς «Νόμο τοῦ Κάρμα». Πρόκειται γιὰ τὴ δύναμη ποὺ κρατάει τὸν ἄνθρωπο αἰχμάλωτο στὴ Samsara (στὸν ἀτελείωτο κύκλο γεννήσεων καὶ θανάτων).
Ἡ λέξη Κάρμα προέρχεται ἀπὸ τὴ ρίζα Kri ποὺ σημαίνει «ἐνεργῶ» – «πράττω». Κάρμα ἑπομένως σημαίνει κυρίως ἐνέργεια. Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Κάρμα κάθε πράξη, ἀδιάφορο ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή, συσσωρεύει «κάρμα» καὶ ἔχει ἐπακόλουθα ποὺ ἐνεργοῦν καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή. Ὅλες οἱ συσσωρεύσεις «Κάρμα» ἀπὸ προηγούμενες ζωὲς εἶναι ἐκεῖνες ποὺ προσδιορίζουν τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου στὴ γῆ, τὴν ὁποία πρέπει κανεὶς νὰ ζήσει, προκειμένου νὰ ἐκπληρώσει τὸ Κάρμα του. Κάθε πράξη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν ἀντίδραση καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της. Τὸ Κάρμα περικλείει καὶ τὴν αἰτία καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κάθε πράξεως.
Ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι πολὺ παλιά. Διαδόθηκε μέσῳ τῶν ἀρχαίων μαντείων καὶ τῶν εἰδωλολατρικῶν «μυστηρίων» στὸν ἀρχαῖο κόσμο. Σήμερα προπαγανδίζεται ἀπὸ τὰ ΜΜΕ καὶ προσφέρεται μέσῳ τοῦ «γκουρουϊσμοῦ» καὶ τοῦ «πνευματισμοῦ», δηλαδὴ μέσῳ δῆθεν «φωτισμένων διδασκάλων» ποὺ μᾶς ἔρχονται κυρίως ἀπὸ τὶς Ἰνδίες καὶ τὴν Ἄπω Ἀνατολή.
Σύμφωνα μὲ τὴ «θρησκευτικὴ» πίστη τοῦ Κάρμα καὶ τῆς μετενσαρκώσεως, ἡ ψυχή ὑπόκειται σ’ ἕναν «ἀτελείωτο», δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα «σ’ ἕναν πολὺ μεγάλο κύκλο γεννήσεων καὶ θανάτων», ποὺ ἐπαναλαμβάνονται ὡς συνεχὴς βασανισμὸς (Samsara) μέχρις ὅτου ἐξαγνισθεῖ. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν βασανισμὸ ὑπόσχεται νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο «ὁ φωτισμένος διδάσκαλος», δηλ. «ὁ γκουροὺ» ἐφ’ ὅσον αὐτὸς τοῦ παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ὁ μοναδικὸς τρόπος κατὰ μία ἄποψη γιὰ νὰ βγεῖ κανεὶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν συνεχῆ βασανισμὸ τῆς Samsara εἶναι νὰ «δρᾶ χωρὶς προσκόλληση», δηλαδὴ χωρὶς συναισθηματικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ συμμετοχή. Μία φαινομενικὰ καλὴ πράξη, ὅταν γίνεται μὲ συναισθηματικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ συμμετοχή, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ «συσσώρευση κάρμα» ἐνῷ, ὅταν ἀκόμα καὶ ἔγκλημα γίνεται χωρὶς αὐτὴ τὴν προσκόλληση, αὐτὸς ποὺ δρᾶ δὲν συσσωρεύει κάρμα.
Ἡ Δοξασία τῆς Μετενσάρκωσης εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ Χριστιανικὴ πίστη.
Ἐπειδή ὁ Χριστιανισμὸς δὲν διδάσκει προΰπαρξη ψυχῶν καὶ προηγούμενες ζωές, εἶναι σαφές ὅτι ἡ δοξασία τῆς μετενσαρκώσεως εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ Χριστιανικὴ πίστη. Δυστυχῶς ὅμως πολλοὶ Χριστιανοί, ἐλαφρὰ τῇ καρδίᾳ ἐναρμονίζουν τὴν πίστη τους καὶ τὴ ζωή τους μὲ αὐτὲς τὶς δοξασίες. Ἡ ἐναρμόνιση αὐτὴ συνιστᾶ φοβερὴ πλάνη, ἡ ὁποία προκαλεῖ σύγχυση καὶ ἀποπροσανατολισμό.
Τὴ σύγχυση ἐπιτείνουν οἱ ψεύτικοι ἰσχυρισμοὶ ὀπαδῶν τῆς μετενσάρκωσης ὅτι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Χριστιανικῆς περιόδου τὸ δόγμα τῆς μετενσαρκώσεως ἦταν ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι, κατὰ τὸν Δ΄ καὶ κυρίως τὸν ΣΤ΄ αἰώνα, σκοτεινὲς καὶ ἀντιδραστικὲς δυνάμεις ἄρχισαν νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς εὐθύνης, ποὺ τονίζει ἡ μετενσάρκωση, καὶ, ὅταν ἐπεκράτησαν, πραγματοποίησαν τὴ διαγραφὴ του (βλ.Glen Willingston: Ἀνακαλύπτοντας τὶς προηγοὺμενες ζωές μας, Ἐκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, Ἀθήνα 1990, σελ 44).
Βεβαίως αὐτὸ εἶναι μεγάλο ψέμα, ἀφοῦ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τῆς μετενσαρκώσεως, καθένας ἐκπληρώνει τὸ κάρμα του χωρὶς προσωπικὲς ἐπιλογές. Πουθενὰ καὶ ποτὲ δὲν ἀναζητοῦνται εὐθύνες ἀπὸ κανέναν γιὰ κάποια προσωπικὴ ἐπιλογή. Ἀντίθετα, στὸν Χριστιανισμὸ τίθεται ὁ καθένας ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν του. Ξέρει ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸν Χριστό, ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἔργα του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἔργα του καὶ γιὰ τὶς σκέψεις του.
Ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς (δηλ. ὅτι σὲ κάποια στιγμὴ τῆς Ἱστορίας περὶ τὸν ΣΤ΄ αἰώνα καταργήθηκε ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ Μετενσαρκώσεως) εἶναι ἐπιστημονικὰ ἀστήρικτος, αὐθαίρετος καὶ ψευδής. Ἀπὸ ὅλους τοὺς Κώδικες τῆς Ἁγίας Γραφῆς (ἔχουν διασωθεῖ κώδικες ἀπὸ τὸν Β΄ μ.Χ. αἰώνα) δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποὺ νὰ ἀναφέρει κάτι σχετικὸ μὲ τὴ μετενσάρκωση. Ἂν ὑπῆρχε κάτι, θὰ διασωζόταν. Μιά ἀναφορὰ ἢ μία παραπομπὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπῆρξε πρόταση πίστεως ἢ δόγμα γιὰ τέσσερις αἰῶνες μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἐξέλειπε ἀπότομα κάθε μνεία γι’ αὐτήν.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». Δὲν μπορεῖ, δηλαδὴ, ὁ ἄνθρωπος νὰ διορθώσει κάτι ἀπὸ τὰ πεπραγμένα του, ἀφότου πεθάνει. Διότι, μετὰ τὸν σωματικὸ θάνατο, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πιὰ ἑνιαῖο ὂν (ἀφοῦ ἐπιζεῖ μόνον ἡ ψυχή του) καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει πρόοδο οὔτε πρὸς τὸ καλὸ οὔτε πρὸς τὸ κακό. Ἐπίσης ὁ Ἀπ. Παῦλος διακηρύττει ὅτι «ἀποκεῖται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ ταῦτα κρίσις» (Ἑβρ. θ΄ 27) δηλ. ὁ ἄνθρωπος δὲν πεθαίνει σωματικὰ πολλὲς φορές, ἀλλὰ ἅπαξ. Μετὰ δὲ τὸν σωματικὸ θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ μερικὴ κρίση. Τέλος, κατὰ τὴν καθολικὴ (τελικὴ) κρίση, λέγει ὁ Παῦλος, θὰ φανερωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ «ἀναστημένο σῶμα μας» γιὰ νὰ κριθοῦμε γιὰ ὅσα πράξαμε. «Τοὺς γὰρ πάντας ἠμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἳνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἐπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε κακὸν» (Β΄ Κορινθ ε΄ 10).
Στὴ δοξασία τοῦ Κάρμα καὶ τῆς μετενσαρκώσεως δὲν ἀναφέρεται πουθενά οὔτε κρίση, οὔτε κριτής, οὔτε κριτήρια κρίσης. Δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει κώδικας ἠθικῆς βάσει τοῦ ὁποίου θὰ γίνει ἡ κρίση. Ἐν τούτοις στὴν πράξη, ὅπως διακηρύττεται ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς μετενσάρκωσης, «ὁ νόμος τοῦ Κάρμα» εἰσάγει ἀτύπως μιὰ κρίση, ἀφοῦ ἡ ζωὴ στὴ νέα μετενσάρκωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ πεπραγμένα της σὲ προηγούμενη ζωή, δηλ. εἰσπράττει κανεὶς στὴν ἑπόμενη ζωὴ τιμωρία ἢ ἀμοιβὴ γιὰ ὅσα προηγουμένως ἔπραξε. Ποιὸς ὅμως ἀποφασίζει πόση τιμωρία, ἢ πόση ἀμοιβὴ θὰ εἰσπράξει ὁ ἄνθρωπος; Πῶς γίνεται κάτι τέτοιο ἀπρόσωπα καὶ χωρὶς παρέμβαση κάποιου ὑπέρτατου κριτῆ, μὲ κάποια ἀντικειμενικὰ καὶ ἐκ τῶν προτέρων γνωστὰ κριτήρια; Πῶς γίνεται αὐτό, ἀφοῦ ὁ γνωστὸς σὲ μᾶς κώδικας ἠθικῆς τῶν Χριστιανῶν δὲν ἀναγνωρίζεται; Αὐτόματα; Ἀδύνατο, τίποτε δὲν γίνεται αὐτόματα! Ἐδῶ φαίνεται πόσο ἀστήρικτη, ἕωλη καὶ ἀνεδαφικὴ εἶναι ἡ θεωρία τῆς μετενσαρκώσεως.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ καὶ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ
Οἱ ὀπαδοὶ τῆς μετενσαρκώσεως δὲν δέχονται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε μὲ τὸ σῶμα του, ἀλλὰ ὅτι αὐτὸ εἶναι μέρος ἑνὸς θρύλου. Ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἕνας ἀφοσιωμένος ἄνθρωπος, γεμάτος ἐμπιστοσύνη καὶ ἀγάπη. Δίνουν ἔμφαση μόνο στὸ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Βεβαίως, τὸ νὰ ἀμφισβητοῦν τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι συνεπὲς πρὸς τὴ διδασκαλία τους, ἀφοῦ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποκλείει τὴ διδασκαλία τῆς μετενσαρκώσεως, γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
α. Ἂν ὑπῆρχε μετενσάρκωση καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς «οὐράνιος ἀπεσταλμένος γιὰ νὰ κηρύξει τὴν πίστη στὴ μετενσάρκωση», ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοὶ τῆς δοξασίας αὐτῆς, τότε ἡ Ἀνάστασή Του, μὲ τὴν ὁποία «θανάτωσε τὸν θάνατο» δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ. Γιατί νὰ ἀναστηθεῖ ὁ Χριστὸς, ἀφοῦ θὰ μποροῦσε νὰ μετενσαρκωθεῖ; Γιατί νὰ ἀναστήσει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ τὸν γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καὶ τὸν Λάζαρο; Ἂν τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν σύμφωνο μὲ τὴ δοξασία τῆς μετενσαρκώσεως, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀναστήσει, ἀλλὰ νὰ παρηγορήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τῶν νεκρῶν, λέγοντάς τους νὰ μὴν ἀπελπίζονται, ἀφοῦ θὰ ξαναγεννηθοῦν, ὑποτίθεται, μέσῳ τῆς μετενσαρκώσεως σὲ κάποια ἄλλη ζωή. Ὅμως ἡ Ἀνάστασή Του καὶ οἱ νεκραναστάσεις, ποὺ θαυματούργησε, ἡ προσδοκώμενη ἀνάσταση τῶν σωμάτων κατὰ τὴν τελικὴ κρίση, εἶναι τελείως ἀντίθετες καὶ ἀποκλείουν ἔμπρακτα καὶ τελεσίδικα τὴ δοξασία τῆς μετενσαρκώσεως .
β. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐγγύηση καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων μας. Ἡ ἀφθαρσία τῶν «δοξασμένων σωμάτων μας», ὅπως αὐτὸ τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, καὶ ὄχι ἡ ἐξουδετέρωση τοῦ σώματος, εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μάρτυρες ὅλων τῶν αἰώνων μαρτυροῦν μὲ παρρησία καὶ ὑπογράφουν μὲ τὸ αἷμα τους, τὴν πίστη τους στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν προσδοκία τῆς δικῆς τους. Ἡ θαυματουργικὴ ἀνάσταση τῶν 7 παίδων ἐν Ἐφέσῳ, ποὺ ἔζησαν περὶ τὸ 250 μ.Χ. κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Δεκίου, πού κοιμήθηκαν μέσα στὸ σπήλαιο τῆς Ἐφέσου καὶ ποὺ «ξύπνησαν» μετὰ ἀπὸ 194 χρόνια ἄφθαρτοι καὶ ἀνέγγιχτοι ἀπὸ τὸν χρόνο, ἔδωσε ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Βυζαντινῶν ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ (408-450 μ.Χ), ὅτι ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρξει πράγματι «Ἀνάσταση τῶν σωμάτων».
γ. Τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. θ΄ 27) ὅτι ὁ θάνατος θὰ συμβεῖ ἅπαξ καὶ θὰ ἐπακολουθήσει κρίση, ἀποκλείει πλήρως τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν ὀπαδῶν τῆς μετενσαρκώσεως ὅτι δῆθεν ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐπιβεβαιώνει τὴ δοξασία αὐτή. Ἡ διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης, κατηγορηματικὰ ἀποκλείει τὴν ἐπανάληψη τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ νέο σῶμα, ἑπομένως ἀποκλείεται δεύτερος θάνατος.
Ἄλλωστε μιὰ τέτοια διδασκαλία, ποὺ θὰ ἐπέτρεπε ἐπανάληψη τῆς ζωῆς, τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, πολλὲς φορὲς μὲ νέο σῶμα κάθε φορὰ, θὰ ὑποβάθμιζε ἀποφασιστικὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Διότι αὐτὸ θὰ ἐθεωρεῖτο πλέον ἀναλώσιμο, ἕνα εἶδος «ὑποκαμίσου», ποὺ, ὅταν παλιώσει καὶ φθαρεῖ, τὸ ἀλλάζουμε. Μία τέτοια πίστη θὰ στεροῦσε νοήματος τὴν ἔρευνα καὶ τὴν πρόοδο τῆς Ἰατρικῆς. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο γιὰ ὅλη τὴ σύγχρονη Ἰατρικὴ ἀντίληψη, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἡ ὁποία εἶναι βασισμένη στὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἡ Ἁγία Γραφὴ (βλ. Παλ. Διαθήκη) διδάσκει ὅτι τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «καλὸν λίαν», διότι βγῆκε ἀπὸ τὰ «χέρια τοῦ Δημιουργοῦ». Γι’ αὐτὸ κατὰ τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι «ἱερό» καὶ ἄξιο παντὸς σεβασμοῦ.
ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ
Ἡ δοξασία τῆς μετενσαρκώσεως δὲν ἔγινε ποτὲ ἀποδεκτὴ στὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ μάλιστα συντάχθηκαν συνοδικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα σαφῶς καταφέρονται ἐναντίον της. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ ἀναθεματισμὸς ποὺ ὑπάρχει στὸ «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» (βλ. Τριώδιον, σελ 147) ὅπου ἀναθεματίζονται (ἀποκηρύσσονται) ὅσοι δέχονται «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν καὶ τὰς μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς λόγοις ζωὰς ταύτας ἀπόλλυσθαι…»
Συμπερασματικά, συγκεφαλαιώνουμε παρακάτω τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ ἡ δοξασία τῆς μετενσαρκώσεως:
Ἡ δοξασία αὐτὴ διαλύει τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μόνο ἔμβιον ὄν, ποὺ ἔχει σῶμα καὶ ψυχή. Εἶναι διφυής, εἶναι ἕνα πρόσωπο, μία ἀνεπανάληπτη ψυχοσωματικὴ ὀντότητα μὲ συναισθήματα, βούληση καὶ αὐτοσυνειδησία. Δὲν διαλύεται, δὲν ἀφανίζεται, δὲν μεταβιβάζεται. Ἡ ψυχὴ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα καὶ ἀποτελοῦν τὸν ἕνα ἑνιαῖο ἄνθρωπο. Ἡ ψυχὴ δὲν προϋπάρχει τοῦ σώματος ἀλλὰ συνδημιουργεῖται μ’ αὐτό. Τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα ἀφύσικο γεγονός. Μὲ τὸν θάνατο, ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ παραμένει στὴν «ἐνδιάμεση κατάσταση» μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση, ποὺ θὰ ξαναενωθεῖ μὲ αὐτὸ γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὴν τελικὴ κρίση.
Ἡ μετενσάρκωση ὑποτιμᾶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ὅλες οἱ ἀρχαῖες φιλοσοφίες, ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονες «θρησκεῖες» ποὺ δέχονται τὴ δοξασία αὐτή, θεωροῦν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὡς «φυλακὴ τῆς ψυχῆς», ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Τὸ σῶμα θεωρεῖται εὐτελὲς καὶ ἀναλώσιμο καὶ ἡ ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ὑγείας σχετικοποιεῖται.
Στὸν ἀντίποδα τῆς δοξασίας αὐτῆς, ἡ Χριστιανικὴ διδασκαλία θεωρεῖ τὸ σῶμα «καλὸ λίαν», διότι δημιουργήθηκε μὲ εἰδικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ χρήζει ἀπόλυτου σεβασμοῦ. Πάνω σ’ αὐτὴν τὴν πίστη, βασίζεται ἄλλωστε καὶ ὅλη ἡ ἔρευνα καὶ ἡ προσπάθεια θεραπείας καὶ ἀρωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κάνουν οἱ σύγχρονες Ἰατρικὲς Ἐπιστῆμες (χειρουργική, φαρμακολογία, βιοτεχνολογία, ψυχιατρική, κ.λπ.)
Ἡ Χριστιανικὴ διδασκαλία σαφῶς διακρίνει τὰ ζῶα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὰ ζῶα ἔχουν σῶμα, ἀλλὰ ὄχι λογικὴ ἀθάνατη ψυχή, ποὺ εἶναι ἡ «θεϊκὴ πνοὴ» μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ζῶα καὶ ἄνθρωπος εἶναι ὄντα διαφορετικοῦ ἐπιπέδου καὶ ἀξίας. Ἔτσι, ὅταν οἱ ὀπαδοὶ τῆς μετενσαρκώσεως δέχονται ὅτι ἀνθρώπινες ψυχὲς εἶναι δυνατὸν νὰ κατοικήσουν σὲ σώματα ζώων, ὑποπίπτουν σὲ τεράστιο σφάλμα. Δέχονται ὅτι οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς μποροῦν νὰ μεταλλαχθοῦν ἀπὸ λογικὲς σὲ ἄλογες, ἀπὸ ἀθάνατες σὲ θνητές. Ἐξομοιώνουν ζῶα μὲ ἀνθρώπους. Αὐτὸ βεβαίως εἶναι συμβατὸ μὲ τὸν Ἰνδουϊστικὸ πανθεϊσμό, ὅπου τὰ πάντα εἶναι θεός, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει διάκριση τῆς κτιστῆς ὕλης (δημιουργήματα-κτίσματα) ἀπὸ τὸν Ἄκτιστο Θεὸ (Δημιουργό).
Ἡ δοξασία τῆς μετενσαρκώσεως προϋποθέτει τὴν τελείωση (κάθαρση) τοῦ ἀνθρώπου καὶ μετὰ τὸν θάνατο. Αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο πρὸς βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «δὲν ὑπάρχει μετάνοια καὶ ἠθικὴ βελτίωση μετὰ τὸν θάνατο». Ἐπειδὴ ὁ θάνατος συνεπάγεται τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, σταματᾶ κάθε πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου εἴτε ἐπὶ τὰ «βελτίω» εἴτε ἐπὶ τὰ «χείρω», διότι ἡ ψυχὴ χωρὶς σῶμα δὲν εἶναι πιὰ ἑνιαῖος ἄνθρωπος. Δὲν μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσει ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ κάνει ἀπὸ μόνη της πρόοδο στὴν ἀρετή.
Ἀντίθετα, ἡ καλλιέργεια ψεύτικων ἐλπίδων γιὰ μετὰ θάνατο ἠθικὴ βελτίωση μὲ ἐπάνοδο στὴ ζωὴ μέσῳ τῆς μετενσάρκωσης ἐξαπατᾶ τὸν ἄνθρωπο ὅτι θὰ ἔχει καὶ ἄλλες εὐκαιρίες σωτηρίας. Τὸν ἀφήνει ἔτσι νὰ ζεῖ ἀμέριμνα μέσα στὶς ἁμαρτίες του καὶ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἀναβάλλει ἐπ’ ἀόριστον (οὐσιαστικὰ δηλαδὴ γιὰ πάντα) τὴν ἀνάγκη μετάνοιας καὶ τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό εἶναι μία σατανικὴ μεθόδευση ἀπώλειας τῆς σωτηρίας, ποὺ κάνει ὁ διάβολος στοὺς ἁμαρτωλοὺς, πείθοντάς τους νὰ ἀναβάλλουν τὴν μετάνοιά τους διότι δῆθεν ἔχουν καιρὸ γιὰ νὰ μετανοήσουν. Ἀλλὰ ποιὸς τὸ ἐγγυᾶται αὐτό; Ποιὸς εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ ζεῖ αὔριο;
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τῆς Χριστιανικῆς σωτηριολογίας. Τὸ «μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει πλέον νόημα. Ὁ ἄνθρωπος ἀποσυσχετίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ (δηλ. σὲ τελευταία ἀνάλυση δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεὸ) καὶ τὸν Χριστό. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ κάνει καμιά προσπάθεια, ἀφοῦ ὅλα θὰ γίνουν ἀπὸ μόνα τους, αὐτόματα μὲ τὸν δῆθεν παγκόσμιο νόμο τοῦ «Κάρμα». Δὲν ὑπάρχει ἠθικὸ πρότυπο, δὲν ὑπάρχει ἠθικὸς κώδικας, δὲν ἔχει νόημα ἡ «ἐν Χριστῷ» σωτηρία.
Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ δοξασία τῆς Μετενσαρκώσεως δὲν ὁμιλεῖ καθόλου γιὰ δαιμονικὲς δυνάμεις ποὺ προσπαθοῦν νὰ παρασύρουν τὸν ἄνθρωπο στὸ κακό. Ἔτσι ὁ διάβολος παίζει στὸ δικό του γήπεδο, πλανᾶ τὸν ἄνθρωπο ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, χωρὶς νὰ φαίνεται πουθενά. Ὁ ἄνθρωπος, ἀνυποψίαστος γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, δὲν λαμβάνει κανένα μέτρο ἐναντίον του. Εἶναι ἀπὸ χέρι χαμένος. Τὸ ὅτι ἡ δοξασία τῆς Μετενσαρκώσεως δὲν κάνει καμιὰ ἀναφορὰ στὸν διάβολο καὶ στὶς πράξεις του, δείχνει ὅτι ἡ προέλευση τῆς δοξασίας αὐτῆς εἶναι καθαρὰ δαιμονική. Ἐπιδιώκει νὰ παραπλανήσει τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ χάσουν τὴν πραγματικὴ σωτηρία, τὴν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία.
Ἀκυρώνει καὶ ἀφαιρεῖ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῶν πράξεών του, διότι τὸν πείθει ὅτι ἡ αἰτία τῶν πράξεών του εἶναι τὸ «Κάρμα» ποὺ συσσώρευσε ἀπὸ προηγούμενες ζωές. Ἀλλὰ οὔτε τοῦ δίνει κίνητρα νὰ βελτιώσει τὴν ὁποιαδήποτε (προσωπική, οἰκογενειακή, κοινωνικὴ) κατάστασή του, διότι πρέπει νὰ τὴν ὑπομείνει, ἀφοῦ ὀφείλεται στὸ «Κάρμα» του. Ὁποιαδήποτε ἀδικία, τυραννία, καταδυνάστευση πρέπει νὰ μείνει ἀμετάβλητη. Πῶς εἶναι δυνατὴ τότε ἡ πρόοδος τῆς κοινωνίας;
Ἀναιρεῖ οὐσιαστικὰ τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς μετενσάρκωσης ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος δὲν ἔχει πιὰ νόημα, ἀφοῦ ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὶς πολλὲς μετενσαρκώσεις σὲ νέα σώματα. Ἂν ἕνας Χριστιανὸς δέχεται τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ Ἀνάσταση σωμάτων καὶ μέλλουσα κρίση, δὲν μπορεῖ συγχρόνως νὰ πιστεύει καὶ στὴ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης. Διαφορετικὰ δημιουργοῦνται τεράστια προβλήματα. Τί σῶμα θὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴ μέλλουσα ζωή, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ του κατὰ τὴ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης θὰ ἔχει προσλάβει πολλὰ σώματα; Ὁ ἄνθρωπος παύει πιὰ νὰ θεωρεῖται ἑνιαῖο ὂν καὶ δίνεται ἔμφαση μόνο στὴν ψυχή του. Τὸ σῶμα του ὑποτιμᾶται τελείως, δὲν θεωρεῖται «ἱερὸ» καὶ ἄξιο ἀπόλυτου σεβασμοῦ, διότι θεωρεῖται πλέον ἀναλώσιμο «ἔνδυμα» τῆς ψυχῆς.
Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἡ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης θεωρεῖται ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἔτσι ὅποιος Χριστιανὸς πιστεύει σ’ αὐτήν, ἀρνεῖται ἔμπρακτα βασικὲς θέσεις τῆς Χριστιανικῆς πίστης, ὁπότε στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι Χριστιανός, οὔτε καν αἱρετικός. Ἡ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ αἵρεση, δηλαδὴ διαστροφὴ ἑνὸς τμήματος τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ μία τελείως διαφορετικὴ διδασκαλία στὸν ἀντίποδα τῆς Χριστιανικῆς.
Δημιουργεῖ ἕνα κοσμοείδωλο κυκλικὸ (δηλαδὴ τὰ πάντα ἀνακυκλοῦνται) ἔναντι τοῦ γραμμικοῦ Ἰουδαιοχριστιανικοῦ κοσμοειδώλου (ποὺ προϋποθέτει ἀρχὴ καὶ τέλος τοῦ κόσμου) .
Ἡ Ἰουδαιοχριστιανικὴ διδασκαλία δέχεται Θεὸ δημιουργό τοῦ κόσμου (πνευματικοῦ καὶ ὑλικοῦ) ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ ὕλη εἶχε ἀρχὴ καὶ θὰ ἔχει τέλος. Τὸ σύμπαν κινεῖται γραμμικά, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρὸς τὸ τέλος, ὅπου θὰ ὑπάρχει μία νέα δημιουργία. Οἱ ἀθάνατες ψυχὲς θὰ προσλάβουν νέα ἄφθαρτα σώματα.
Ἀντίθετα στὸ Ἰνδουϊστικὸ κοσμοείδωλο (ποὺ δέχεται τὴν μετενσάρκωση) δὲν ὑπάρχει Θεὸς ἄκτιστος καὶ κτιστὴ ὕλη. Ὅλα εἶναι θεὸς (πανθεϊσμός). Ἡ ὕλη προϋπῆρχε καὶ εἶναι αἰώνια. Πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς ὀντότητες (δηλαδὴ ψυχὲς καὶ σώματα) ἀνακυκλοῦνται συνεχῶς καὶ τείνουν σὲ κάποια ἀόριστη ἠθικὴ τελείωση, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἐνσωματωθοῦν καὶ νὰ ἀφομοιωθοῦν στὸ ἀπρόσωπο «συμπαντικὸ εἶναι» (ἕνα εἶδος ἀπρόσωπου ἀνώτατου ὄντος). Ἄρα στὸ Ἰνδουϊστικὸ κοσμοείδωλο οἱ ψυχὲς δὲν ζοῦν αἰώνια, ἀλλὰ μετὰ τὴν πολλαπλὴ περιπλάνησή τους σὲ διάφορα σώματα, ἂν φθάσουν στὴν ἠθικὴ κάθαρση, ἐνσωματοῦνται στὴν ἀπρόσωπη Θεϊκὴ Οὐσία. Σχηματικὰ μποροῦν νὰ παρασταθοῦν ὡς μικρὲς φωτιές, ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τείνουν νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ ἐνσωματωθοῦν μὲ τὴ μεγάλη φωτιὰ τοῦ «συμπαντικοῦ εἶναι».