ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ

Ἀρχιμ. Κύριλλου

(Κεφαλόπουλου) 

      Ὁ μοναχισμός, πρῶτα ὡς ἀναχωρητισμὸς καὶ ἐγκαταβίωση στὴν ἔρημο καὶ κατόπιν ὡς κοινοβιακὴ ζωὴ σὲ μονὲς καὶ λαῦρες, ἐμφανίζεται στὸν 4ο-5ο αἱ. μ.Χ. Ὡστόσο, ἂν θελήσουμε νὰ ἐντοπίσουμε στοιχεῖα τῆς ἀσκητικῆς καὶ ἐρημικῆς ζωῆς θὰ ἔπρεπε νὰ γυρίσουμε στὴν ζωὴ τῶν Προφητῶν τῆς Π.Δ. Ἀλλὰ καὶ στὴν Κ.Δ. ἔχουμε πολλὲς ἀναφορὲς στὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς, τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀσκήσεως. Ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες σελίδες τῆς Κ.Δ. ξεπροβάλει ἡ ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ Ἰωὰννου τοῦ Προδρόμου ποὺ ζεῖ μὲ λιτότητα στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, τρεφόμενος μὲ μέλι καὶ ἄγρια χόρτα, φορώντας τὴν δερμάτινη μηλωτή, καὶ κηρύσσοντας τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Θεό.

      Ἀλλὰ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ συχνὰ μιλάει γιὰ τὴν θλίψη καὶ τὶς στενοχώριες ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ μαθητές Του στὸν κόσμο γιὰ τὸ ὄνομά Του, γιὰ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ ποὺ πρέπει νὰ διέλθει κανεὶς γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιὰ τὸ πῶς ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο καὶ νὰ σηκώσει τὸν προσωπικό του σταυρό. Εἰδικότερα, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία Του ὁ Κύριος συμπυκνώνει τὸ νόημα καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς ἀσκήσεως. Στοὺς Μακαρισμοὺς ἀναφέρεται στὴν ταπείνωση-πτωχεία τοῦ πνεύματος, τὴν μετάνοια (πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες), τὴν πραότητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ πνεύματος, τὴν ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ (πεῖνα καὶ δίψα γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ), τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, τὶς διώξεις καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς τῶν πιστῶν. Ὅλα αὐτὰ τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς ὁδηγοῦν τοὺς χριστιανοὺς στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς διάνοιας, ποὺ καταλήγει στὴν θέαση-θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς θείας χάρης, τὴν βίωση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

      Οὐσιαστικά, ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμοὺς περιγράφει τὴν νηπτικὴ-ἡσυχαστικὴ ζωή, ὅπως τὴν βίωναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἄγ. Πνεύματος, καὶ ὅπως ἀργότερα θὰ τὴν βιώσουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, στὰ κοινόβια, στὶς σκῆτες, στὰ κελλιά τους. Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς συνεχίζει τὴν παράδοση τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐκκλησίας καὶ ζεῖ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα καὶ τὴν χριστιανικὴ ζωή, ὅπως μᾶς τὴν δίδαξε καὶ τὴν παρέδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του καὶ ἀποστόλους.

      Μέσα  στὸ ἴδιο κλίμα τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, γράφουν καὶ κηρύσσουν οἱ ἀπόστολοι, ὄχι κάτι ξένο πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ «ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ἀκηκόαμεν, ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ἐθεασάμεθα καὶ αἳ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς. Καἡ ζωἐφανερώθη καἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν Πατέρα καἐφανερώθη ἡμῖν ἐωράκαμεν καἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθἡμῶν».

      Στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἄπ. Παύλου ἔχουμε πολλὲς ἀναφορὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ὥστε χωρὶς ὑπερβολὴ θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μίαν ἀσκητικὴ θεολογία τοῦ Ἄπ. Παύλου, ποὺ περικλείει τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ καὶ φανερώνει τὸ βαθὺτερο νόημα τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἀπευθύνεται καὶ βρίσκει ἐφαρμογὴ ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τους χριστιανούς. Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀφορᾶ ὅλους τους πιστοὺς καὶ ὄχι μόνον τοὺς μοναχούς.

       Ὁ εἰσερχόμενος στὸν μοναχισμὸ μπαίνει σὲ μία νέα ζωή, ἀναγεννᾶται ἐν Κυρίῳ καὶ νεκρώνεται ὡς πρὸς τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου. Κάθε κοσμικὸ στοιχεῖο ἀφήνεται πίσω καὶ ὁ μοναχὸς ἀρχίζει νὰ ζεῖ σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία καὶ προσευχὴ μὲ τὸν Θεό, κάνοντας τὸν πνευματικό του ἀγῶνα νὰ νεκρώσει τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς, νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. «Οὕτω καὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεἐν ΧριστἸησοῦ τῷ Κυρίἡμῶν. Μὴ οὖν  βασιλευέτω ἁμαρτία ἐν τῷ θνητὑμῶν σώματι εἰς τὑπακούειν αὐτἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θε».

      Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι μία συνεχὴς συντριβὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ ἐγωισμοῦ, μετάνοια καὶ ἄσκηση ἐναντίον τοῦ πονηροῦ. Ἀποτελεῖ μία σταυρικὴ πορεία. Ὁ μοναχὸς ἀναλαμβάνει νὰ σηκώσει τὸν προσωπικό του σταυρὸ δηλ. τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδυναμίες του, νὰ τὶς ἀπαρνηθεῖ, νὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὴν δύσκολη καὶ ἀνηφορικὴ διαδρομὴ τῆς νεκρώσεως τῶν παθῶν- «νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τἐπὶ τῆς γῆς» – καὶ νὰ ἐξέλθει νικητής, ὅπως ὁ Κύριος πάνω στὸν Σταυρό. Ὅπως γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος, «ἐγὼ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοἐν τῷ σώματί μου βαστάζωἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». Στὸ συγκεκριμένο χωρίο οἱ Πατέρες ἐξηγοῦν τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ- «ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σταυρός ἐστι, καἡ μνήμη τῶν ἄνω καἡ κυριότης κατὰ τῶν παθῶν, ἤτοι τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, καἀλλοτρίωσις ἀπὸ τῆς ἀγάπης τῶν συγγενῶν καὶ φίλων διὰ τὸν πρὸς τὸν Θεὸν ἔρωτα», «σταυρὸς ἐστὶ κατάργησις πάσης ἁμαρτίας».

      Ἡ εἴσοδος στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ ἕνα δεύτερο βάπτισμα (γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς ὁ μοναχὸς λαμβάνει ἄλλο ὄνομα, τὸ μοναχικὸ, καὶ ἀφήνει τὸ κοσμικό του, μία νέκρωση γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ μία νέα ζωή, πνευματικὰ ἀναγεννημένη ἐν Κυρίῳ. Ὁ μοναχὸς χαριτώνεται στὴν προσπάθειά του ἀπὸ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἄγ. Πνεύματος. Ὁ Ἄπ. Παῦλος τὸ περιγράφει ὡς ἑξῆς: «πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καἡ ζωὴ τοἸησοἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθ».

      Ὁ Ἄπ. Παῦλος ἐπίσης γράφει γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς στὸν ἡγούμενο καὶ στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ὡς βαθμίδα ἀποταγῆς-ἀποκο-πῆς τοῦ ἐγωιστικοῦ θελήματος καὶ προϋπόθεση πνευματικῆς προόδου: «πείθεσθε τοῖς ἡυγουμένοις ὑμῶν καὑπείκετε(=ὑπακούετε). Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες». Ἐπίσης ἀναφέρεται στὴν ἀσκητικὴ ζωή, τὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὴν σωματικὴ σκληραγωγία ποὺ ἀποτελεῖ συνεχῆ προσπάθεια τῆς μοναχικῆς ζωῆς γιὰ τὴν νέκρωση τῶν σωματικῶν πειρασμῶν καὶ περισπασμῶν, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἑπόμενο στάδιο τῆς πνευματικῆς κάθαρσης καὶ τῆς ἁγιοπνευματικῆς χαριτώσεως: «ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι».- «ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ».

      Ὁ Ἄπ. Παῦλος ὁμιλεῖ ἐπίσης καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ἀρετὲς τοῦ μοναχι-κοῦ βίου, τὴν ταπείνωση- «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου, ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται…διὸ εὐδοκἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ. Ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμὶ», τὴν ἀκτημοσύνη-  «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες», τὴν συνεχῆ νήψη καὶ προσευχὴ- «γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν»… «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», τὴν κατὰ Χριστὸν ἀγαμία– «θέλω ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ἄγαμος μεριμνᾶ τὰ τοῦ Θεοῦ, πὼς ἀρέσει τῷ Θεῷ».

      Ὁ Ἄπ. Παῦλος ἀναφέρει ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση καὶ τότε στὶς καθαρὲς καρδιὲς καὶ διάνοιες ἐμφανίζονται τὰ χαρίσματα τοῦ Ἄγ. Πνεύματος- «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστὶν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια…οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκαν ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν». Σχετικῶς μὲ τὰ παραπάνω, ὁ Ἄγ. Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης σχολιάζει γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση τῶν μοναχῶν γιὰ τὴν τελείωση τῶν ἀρετῶν-«ἡ δὲ τῶν τελουμένων ἁπασῶν ὑψηλοτέρα τάξις ἡ τῶν μοναχῶν ἐστιν ἱερὰ διακόσμησις, πᾶσαν μὲν ἀποκεκαθαρμένην κάθαρσιν…ἐν νοερᾷ θεωρίᾳ καὶ κοινωνία γεγενημένη…καὶ πρὸς τῆς ἱερᾶς αὐτῶν ἐπιστήμης ἀναλόγως εἰς τελειοτάτην ἀναγομένη τελείωσιν».

      Ἡ πεῖρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀσκητῶν μᾶς διδάσκει ὅτι τὸ τρίτο καὶ ἀνώτερο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἄγ. Πνεύματος εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ θέαση, ἡ θεωρία, ἡ θεοπτία. Καὶ ὁ Ἄπ. Παῦλος μᾶς ἀναφέρει ἀνάλογες θεοπτικὲς ἐμπειρίες ποὺ τὸν ἀξίωσε ἡ Θεία Χάρις νὰ βιώσει-«ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ…ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ..ὅτι ἠρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι», καὶ ἀλλοῦ ὅτι «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». Ἀντίστοιχες ἐμπειρίες ἔχουμε πολλὲς ἀπὸ ὀρθοδόξους μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς ποὺ χαριτώθηκαν νὰ βιώσουν τὴν γλυκύτητα τῆς θέασης τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ ἄπλετο φῶς, ὅταν ἡ διάνοιά τους κατόπιν συνεχοῦς νήψεως καὶ προσευχῆς ἔφθασε σὲ ἀνάλογα πνευματικὰ ὕψη μὲ αὐτὰ ποὺ περιγράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος.

      Συμπερασματικά, θὰ λέγαμε ὅτι στὰ προαναφερθέντα, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία, ὁ Ἄπ. Παῦλος μᾶς περιγράφει τὸν γνήσιο καὶ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ζωῆς, ὅπως τὸν ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, καὶ ὅπως ἐξακολουθοῦν ἕως σήμερα νὰ ζοῦν οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί, καὶ ὁ ὁποῖος συνίσταται στὴν βίωση τοῦ Σταυροῦ τοῦ κυρίου, σὲ μία συνεχῆ ἄσκηση σωματικὴ καὶ πνευματική, ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴν θεραπεία τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν, καὶ ὁδηγεῖ σὲ πνευματικὴ κάθαρση καὶ ἁγιοπνευματικὲς δωρεές. Μία γνήσια ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ συνεχίζει τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἐκκοσμικευμένες παραχαράξεις καὶ νοθεύσεις τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως αὐτὲς ἐμφανίζονται στὴν Δύση (Ρωμαιοκαθολικισμός, προτεσταντικὲς ὁμολογίες) ὡς κακέκτυπα χριστιανισμοῦ καὶ ἑνὸς στείρου ἠθικισμοῦ, ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν γνήσια καὶ ζωντανὴ ἐμπειρία τῆς εὐαγγελικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὀρθόδοξης πνεὺ-ματικότητας, τέτοιας ποὺ ἐν πολλοῖς διασῴζεται στὰ μοναστήρια, βιώνεται ὡς ἡσυχαστικὴ καὶ νηπτικὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, καθὼς, σύμφωνα μὲ τὸν Ἄγ.Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ ζωὴ τῶν μοναχῶν ἀποτελεῖ φῶς γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους.