Έχω την ιδέα πως κι ένας που είναι τυφλός και κουφός, θα νιώσει την άνοιξη που ήρθε,δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τίποτα απ’ όσα τη μαρτυρούν. Γιατί ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται από μέσα του τον ερχομό της. Σε μένα, όπως και σε κάθε Έλληνα που αγαπά τη θρησκεία μας, όλα τα φυσικά φαινόμενα είναι δεμένα με το μυστήριο της Εκκλησίας και πιο πολύ η άνοιξη, που γίνεται πνευματική με την Ανάσταση του Χριστού. Άν μπορούσε κανένας να βγάλει από μέσα μου το γλυκό σκίρτημα της θρησκείας, ξέρω πως δε θα’ νιωθα τη φυσική ομορφιά όπως τη νιώθω τώρα,δίχως τον κρυφό ενθουσιασμό, δίχως την αγιασμένη αγαλλίαση που αισθάνομαι τώρα που τα νιώθω όλα συνταιριασμένα με την ευωδία της θρησκείας.’Θα αισθανόμουν τη φύση όπως την αισθάνονται οι λεγόμενοι «φυσιολάτρες», ποιητικά, εξωτερικά, κι όχι με τη μυστική μακαριότητα και με την αγιασμένη ειρήνη που αισθάνεται ο χριστιανός. Ευφραίνεται η διάνοιά του με τα έργα της υμνωδίας και της αγιογραφίας σε κάθε στιγμή, κι από μέσα απ’ αυτά βλέπει και ακούει και μυρίζει τα ωραία και
τα τερπνά της δημιουργίας.
Ακούγει τη βαθύτερη φωνή της φύσης. Τώρα το Πάσχα, το μοσκοβόλημα που βγάζουνε τα άνθια και τα βότανα, το κελάηδισμα των πουλιών, το λεπτό τ’ αγέρι που σαλεύει τα χλωρά κλαριά, τ’ αλαφρό κύμα που γλυκομουρμουρίζει στην ακρογιαλιά, στους κάβους, στα νησιά, τα βουνά και τα λαγκάδια, όλα τα νιώθεις να πανηγυρίζουνε μαζί με τα μακάρια πνεύματα, για την Ανάσταση του Χριστού. Η ευωδία που γεμίζει τον αέρα από τα λουλούδια ανακατεύεται με τα μύρα που κρατούσαν οι Μυροφόρες, πηγαίνοντας στον τάφο του Χριστού. Τα ερημοκλήσια των βουνών πανηγυρίζουνε. Ψαλμωδίες ακούγονται παντού, στις πολιτείες, στα χωριά, στα ταπεινά εκκλησάκια που βρίσκονται μέσα στα περιβόλια, στ’ αμπέλια κι απάνω στους ξερούς βράχους, στις ακροθαλασσιές και στα νησιά.
Αλλά, όπου και να βρεθώ, σε στεριά και σε θάλασσα, ακούω μέσα μου και σιγοψέλνω τα χαρμόσυνα τροπάρια της Αναστάσεως, που κάνουνε να ευωδιάζουνε όλα γύρω μου.
Τ’ άγρια κλαδιά στάζουνε μια δροσιά αγιασμένη. Το χώμα και το κάθε ταπεινό βότανο μοσκοβολά σαν μοσκολίβανο. Ναός Θεού είναι όλη η πλάση. Τα βουνά σηκώνουνε με αγαλλίαση τις κεφαλές τους μέσα στο χρυσό φως. Τα άσπρα συννεφάκια ανεμίζουνται σαν σημαίες μέσα στο γαλανό ουρανό. Η θάλασσα αστράφτει στον ήλιο, ανάμεσα στα δέντρα, στολισμένη με κάβους και με νησάκια. Ως κι οι ξέρες του πελάγου, κι εκείνες γιορτάζουν. Το χώμα είναι μοσκολίβανο. Οι πέτρες θαρρείς πως είναι κι εκείνες ζωντανές και χαρούμενες. Τίποτα δεν είναι νεκρό και άψυχο, σήμερα που αναστήθηκε ο Χριστός και χάρισε σε όλα τα πλάσματα και τα κτίσματα ζωή κι αθανασία. Ο Βασιλέας της ζωής βασιλεύει σήμερα απάνω στο ζωντανό βασίλειό του. Πουθενά δεν υπάρχει πια θάνατος, πουθενά δεν απόμεινε σκοτάδι: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.»
Για τούτο, όλη η κτίση δοξολογά ευχαριστώντας τον ευεργέτη της, από τα σύννεφα που αρμενίζουνε ψηλά, από τα ακατάλυτα βουνά, ως το χορταράκι που κρύβεται ταπεινά κάτω από την πέτρα. Ακούγω τα δέντρα να ψέλνουνε σαν ψαλτάδες, σαν παπάδες και σαν δεσποτάδες: ο δρυς είναι ο δεξιός ψάλτης και ψέλνει «αργώς και μετά μέλους» τούτο το αθάνατο τροπάρι: «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν, και εκ γης προς ουρανόν, Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν επινίκιον άδοντας».
Κι η βαλανιδιά, που είναι ο αριστερός ψάλτης, ψέλνει: «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγώνου τερατουργούμενον, αλλ’ αυθαρσίας πηγήν, εκ τάφου ον βρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα» και πάλι, άλλος δεξιός ψάλτης, η ελιά, ψέλνει κατανυκτικά την ε ωδή: «Ορθρίσωμεν όρθρου βαθέος, και αντί μύρου τον ύμνον προσοίσωμεν, το δεσπότη και Χριστόν οψόμεθα, δικαιοσύνης ήλιον, πάσι ζωήν ανατέλλοντα». Από τ’ αριστερό αναλόγι ο έταιρος αριστερός ψάλτης, ο πρίνος, ψέλνει με την τραχιά φωνή του, και λέγει: «Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτών εορτή, και πανήγυρίς εστι πανηγύρεων, εν η ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας».
Ύστερα ακούγεται η φωνή του κυπαρισσιού, που είναι ο διάκος, λιγερόκορμος και αρχιμούστακος, και λέγει την εκφώνηση: «Την θεοτόκον και μητέρα του φωτός εν ύμνοις τιμώντες μεγαλύνωμεν» και ο πρωτοψάλτης ο δρυς ψέλνει με μεγαλοπρέπεια: «Ο Άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, Αγνή Παρθένε χαίρε, και πάλιν ερώ, χαίρε! Ο σος Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου. Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ. Η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν και αγάλλου Σιών. Συ δε, Αγνή, τέρπου, Θεοτόκε, εν τη εγέρση του τόκου σου».
Έτσι προχωρεί η λειτουργία πριν να βγει ο ήλιος, αυτή η μυστική λειτουργία, που την ακούνε μονάχα τα πνευματικά αυτιά και που οι υμνωδίες της αντιλαλούνε μέσα στη μεγάλη εκκλησία της πλάσης, που έχει για κουμπέδες τα ψηλά βουνά, για σταυροθόλια τα δροσερά λαγκάδια, για εικονοστάσι τους κατακάθαρους βράχους που είναι στολισμένοι με αγριοβότανα, για αγίασμα το γαλανό πέλαγο, για εξαφτέρουγα και για λάβαρα τα σύννεφα, για πολυέλαιο τον ήλιο, για καντήλια τα άστρα. «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε το υποποδίω των ποδών αυτού, ότι Άγίος εστιν!
Την ώρα που ο ήλιος χτυπά αστραφτερός στις κορφές των βουνών, αρχίζουνε να ψέλνουνε το «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον. Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αινείτε αυτών εν τοις υψιστοίς!» Κι ύστερα ψέλνουνε τα στιχηρά του Πάσχα: » Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται…». Και στο τέλος ο πρωτοψάλτης ο, δρυς, με τη βροντερή φωνή του ψέλνει με σεμνή μεγαλοπρέπεια το δοξαστικό της Αναστάσεως που αντιλαλεί ως τα πέρατα της οικουμένης: «Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει. Και ούτω βοήσωμεν: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».Ναι. Αυτή τη μυστική λειτουργία την ακούνε σ’ όποιον τόπο πάνε, όσοι ήπιανε από την άφθαρτη πηγή της Ορθοδοξίας. Γύρω τους όλα ψέλνουνε και μέσα τους πάλι άλλοι ψαλτάδες μυστηριώδεις και ιερείς και διάκοι και
κανονάρχοι ψέλνουνε δοξολογώντας την Ανάσταση του Χριστού.
Παπάδες είναι ο παπα-Πεύκος κι ο παπα-Κέδρος. Αρχιμανδρίτης είναι ο παπα-Έλατος. Δεσπότης είναι ο πλάτανος. Διάκοι είναι το κυπαρίσσι και η λεύκα. Πρωτοψάλτης είναι ο δρυς. Ψαλτάδες είναι οι βαλανιδιά, ο πρίνος, ο σκίνος κι η ελιά η καλογριά. Κανονάρχοι είναι η μυρσίνα, ο ασπάλαθος, το σφεντάμι, ο αβαγιανός, το φλισκούνι, τ’ αρπεδούκλι, η ρίγανη, το θυμάρι. Και μαζί με τους ψαλτάδες σιγομουρμουρίζουνε η αστοιβιά, η ανθισμένη κουνούκλα, ο δυόσμος, ο βασιλικός, η μαντζουράνα, ο απήγανος, οι ανεμώνες, τ’ αγκάθια, τα ψύλληθρα, τ’ απεραθάκια και τα άλλα ταπεινά και αθώα βότανα.
Ο Χριστός βρίσκεται μέσα σε όλα. Όλα, τα πάντα Τον ευχαριστούνε γιατί τους έδωσε τη ζωή με την Ανάστασή Του. Χωρίς το Χριστό όλα είναι νεκρά και βουβά. (….)
Ω! Χωρίς την ευωδία που βγαίνει από το μυστικό κήπο του Χριστού, ναι, δεν μπορεί να νιώσει ο Έλληνας Χριστιανός την ευωδία της άνοιξης. Μέσα στην ψυχή του, η φυσική άνοιξη γίνεται ένα με το πνευματικό έαρ κι έτσι αισθάνεται τη χαροποιό πνοή της αιώνιας ζωής, ψέλνοντας με ανεκλάλητη χαρά και αγαλλίαση: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιωτής, της αιωνίου, απαρχήν και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των Πατέρων Θεόν και υπερένδοξον.» «Γιορτάζουμε τη νέκρωση του θανάτου και την κατάργηση του Άδη. Γιορτάζουμε, γιατί αρχίζει για μας μια άλλη ζωή, αιώνια, και για τούτο, με σκιρτήματα χαράς, υμνούμε Εκείνον που μας χάρισε αυτήν την αθάνατη ζωή, που είναι ο μόνος ευλογητός των Πατέρων Θεός και υπερένδοξος.»
Από το βιβλίο: (Μυστικά Άνθη)