Γράφει ο Γιάννης Κουζίου,
Στις 24 Απριλίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος περνά στην αθανασία, μετά από φρικτό και επονείδιστο θάνατο. Ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος του μαρτυρίου που υπέστη. Του δίνεται η ευκαιρία να κερδίσει την ζωή του προδίδοντας πίστη, Χριστό και πατρίδα, παρότι όμως σφαδάζει δεν διστάζει και βαδίζει ηρωικά ως το τέλος, (αυτά κυρίως για τους Νεοεποχίτες που βάλουν κατά της Ορθοδοξίας και της πατρίδας), η πίστη όμως σε αυτές τις αξίες ελευθέρωσε την Ελλάδα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος σήμερα που θα υπέφερε ανάλογο μαρτύριο για την Ορθοδοξία και την πατρίδα, με αντάλλαγμα την ζωή του. Ας τους τιμάμε τουλάχιστο και ας τους θυμόμαστε γιατί ίσως κάποια στιγμή χρειαστεί (μη γένοιτο), να τους μιμηθούμε…
Τον Απρίλιο του 1821 ο Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στα Γιάννενα και πολεμούσε τον Αλή πασά όταν έμαθε τις επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων στην Πελοπόννησο. Για να καταπνίξει την επανάστασή ο Χουρσίτ, καθώς ο ίδιος αδυνατούσε να εκστρατεύσει, έστειλε τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ με ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Πελοπόννησο δια μέσου της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας και του Ισθμού. Μαζί με τον Κιοσέ Μεχμέτ πήρε διαταγή να εκστρατεύσει και ο ικανότατος στρατηγός Ομέρ Βρυώνης, τυπικά κάτω από τις διαταγές του Κιοσέ Μεχμέτ αλλά ουσιαστικά αυτός ήταν ο στρατηγικός νους της εκστρατείας. Στις 17 Απριλίου 1821 οι Τούρκοι στρατηγοί με 8000 άνδρες έφθασαν στο Λιανοκλάδι, μια ώρα απόσταση από την Υπάτη που βρίσκονταν οι Έλληνες οπλαρχηγοί.
Οι Ελληνικές δυνάμεις αποτελούμενες από 1500 άνδρες, υπό τους Αθ. Διάκο, Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, στις 18 Απριλίου αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την Υπάτη, φοβούμενοι την περικύκλωση τους από τις εχθρικές δυνάμεις. Μετά την αποχώρηση τους από την Υπάτη οι οπλαρχηγοί, συναντήθηκαν στις 20 Απριλίου στη Χαλκωμάτα με σκοπό να συζητήσουν πως θα αντιμετωπίσουν καλύτερα τα τουρκικά στρατεύματα. Αρχικά ο Δυοβουνιώτης πρότεινε να τοποθετηθούν σε δυο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο και να μην διασπασθούν. Αντίθετα Πανουργιάς και Διάκος υποστήριξαν ότι έπρεπε να πιάσουν τους δυο δρόμους που οδηγούσαν στην Βοιωτία και την Φωκίδα. Έτσι αποφάσισαν ο Δυοβουνιώτης να πιάσει με 400 άνδρες τον Γοργοπόταμο, ο Πανουργιάς με τον Κόμνα Τράκα, τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και 600 άνδρες να πιάσουν το χωριό Μουσταφάμπεη και την Χαλκωμάτα και ο Διάκος με 500 άνδρες, να πιάσει την γέφυρα της Αλαμάνας που οδηγούσε στις Θερμοπύλες. Συγκεκριμένα την φύλαξη της γέφυρας ανέθεσε στους Καλύβα και Μπακογιάννη, ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στην Δαμάστα για να ελέγχει καλύτερα τον δρόμο.
Η ΜΑΧΗ
Πριν προφτάσουν οι Έλληνες, να οχυρωθούν στις θέσεις τους, φάνηκε ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη. Ο Δυοβουνιώτης αντικρύζοντας την επερχόμενη δύναμη, στην οποία ήταν αδύνατο να αντιπαρατεθεί, αποφάσισε να αλλάξει θέση και οχυρώθηκε στην θέση Δέμα, όπου το ιππικό του Βρυώνη ήταν αδύνατο να καταδιώξει τους Έλληνες λόγω του ανωμάλου εδάφους. Τότε ο Τούρκος στρατηγός επιτέθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη, όμως εκεί ο Κομνας Τράκας με τους άνδρες του είχαν οχυρωθεί στα σπίτια του χωριού, στην εκκλησία και στον μύλο και η αντίσταση υπήρξε σθεναρή, αναγκάζοντας τους Τούρκους να στραφούν προς την Χαλκωμάτα και την γέφυρα της Αλαμάνας. Ο Βρυώνης διαίρεσε τότε τον στρατό του στα τρία, το ένα μέρος επιτέθηκε στην Χαλκωμάτα που βρισκόταν ο Πανουργιάς, το άλλο στην Αλαμάνα και το τρίτο κατέλαβε τα γύρω υψώματα καταδιώκοντας τους Έλληνες που οπισθοχωρούσαν, το σχέδιο του πέτυχε απολύτως.
Το σώμα του Πανουργιά παρά την σκληρή αντίσταση που πρόβαλε, άρχισε να υποχωρεί, ειδικά μετά τον τραυματισμό του Πανουργιά που έδινε την μάχη στην πρώτη γραμμή. Η υποχώρηση υπήρξε δραματική. Σκηνές τραγικές ακολούθησαν με τους Έλληνες να τρέχουν και να πυροβολούν κατά των επερχόμενων Τούρκων, αλλά η καταδίωξη από το ιππικό των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα να σφαγιασθούν πολλοί Έλληνες αναμεσά τους και ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας. Συγκεκριμένα ο ιστορικός Δ. Κόκκινος αναφέρει:« Ο επίσκοπος τραυματισμένος, δεν μπορούσε να ακολουθήσει γρήγορα τους Έλληνες που οπισθοχωρούσαν και αναγκάστηκε να τον πάρει στην πλάτη του ο έφορος Σαλώνων Μαρκόπης. Όμως και αυτός σύντομα εξαντλήθηκε και αναγκάστηκε να τον αφήσει μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν και οι δύο. Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει αρκετά, όταν άκουσε την φωνή του επισκόπου Παναγία μου, σώσε την πατρίδα και αυτομάτως ο Τούρκος που τον είχε πιάσει του έκοψε το κεφάλι!».
Ακολούθως ο Ομέρ Βρυώνης αφού ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Κιοσέ Μεχμέτ που εν τω μεταξύ είχε φθάσει, στο πεδίο της μάχης, στράφηκε κατά της Αλαμάνας. Υπολογίζεται ότι 8000 περίπου Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν εναντίων των 500 ανδρών του Διάκου. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρή, ο Διάκος πολεμούσε μπροστά και γύρω του έπεφταν σωρηδόν τα παλληκάρια του. Ο Βασίλης Μπούσγος βλέποντας το άσκοπο πλέον του αγώνα και ότι αν δεν θα έμενε κανείς ζωντανός, παρακαλούσε με δάκρυα τον Διάκο να φύγει και να μην χαθεί άδικα. Διατάζει τότε και τον ιπποκόμο του τον Μπισμπιρίγο να ετοιμάσει προς αναχώρηση το άλογο του Διάκου, την Αστέρω. Ο Διάκος τότε δίνει την Λεωνίδειον απάντηση: « Ο Διάκος δεν φεύγει, δεν εγκαταλείπει τους συντρόφους του». Εννοώντας τους Καλύβα και Μπακογιάννη που πολεμούσαν απεγνωσμένα, κλεισμένοι στο χάνι απέναντι από την γέφυρα.
Τα όπλα του του Διάκου όμως πυρακτώθηκαν από την συνεχή χρήση και το σπαθί του έσπασε απομένοντας μόνο η λαβή. Τότε πέφτει και ο αδελφός του ο Μήτρος. Ο Διάκος έχοντας απομείνει με δέκα παλληκάρια, χρησιμοποιεί το σώμα του νεκρού αδελφού του ως ανάχωμα και φθάνει ως την μάντρα της μονής Δαμάστας όπου υπήρχαν ταμπούρια για να προστατευθούν. Όμως οι εχθροί τους έχουν κυκλώσει από παντού, πλέον δεν γίνεται μάχη, επικρατεί πανικός, οι Έλληνες έρχονται στα χέρια με τους Τούρκους και τότε μια σφαίρα κομματιάζει τον δεξί ώμο του Διάκου. Οι σύντροφοί του έχουν πέσει όλοι νεκροί, καταφέρνει να ξεφύγει μόνο ο Μπούσγος και τότε οι Τουρκαλβανοί του Τσελεζά – Φέχου, πηδούν την μάντρα και συλλαμβάνουν τον Διάκο δένοντάς τον πισθάγκωνα. Τον βάζουν πάνω σε ένα μουλάρι και τον πηγαίνουν ενώπιων των πασάδων. Οι τέσσερις Έλληνες που είχαν απομείνει στο χάνι, βλέποντας την σκηνή και ακούγοντας τον Διάκο να φωνάζει: «Καλύβα, Μπακογιάννη, δέκα χιλιάδες με κρατούν», βγάζουν τα σπαθιά τους και ορμούν κατά των Τούρκων, πέφτοντας όμως νεκροί πριν προλάβουν να πλησιάσουν τον αρχηγό τους.
Την νύκτα ο αιμόφυρτος Διάκος παρουσιάζεται μπροστά στον παλιό του γνώριμο Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του, τον ρωτάει πως άφησε να τον πιάσουν! Εκείνος του απαντά:« Αν ήξερα θα φύλαγα το τελευταίο φουσέκι για τον εαυτό μου!». Τότε παρενέβη ο Κιοσέ Μεχμέτ του επισημαίνει ότι ο αγώνας του είναι άσκοπος και του ζητά να αλλαξοπιστήσει, αλλιώς θα τον παλουκώσουν! Ο Διάκος σύμφωνα με την παράδοση απαντά: « Οι χριστιανοί όλοι σηκώθηκαν στα άρματα για να ξεσκλαβωθούν. Έχει και άλλους σαν και μένα ο τόπος μου. Ούτε σε υπηρετώ, ούτε σε ωφελώ και αν σε υπηρετήσω». Οι δύο πασάδες θαυμάζοντας την γενναιότητα του Διάκου ήθελαν να τον κρατήσουν όμηρο, αλλά ο Χαλίλ μπέης, σημαντικός άρχοντας του Ζητουνίου που ήταν παρών στην σκηνή ζητούσε επίμονα να θανατωθεί δια ανασκολοπισμού προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων εξεγερμένων Ελλήνων.
Η ΘΥΣΙΑ
Στις 24 Απριλίου 1821 τον μετέφεραν στο Ζητούνι για την εκτέλεση της καταδίκης. Οι Τούρκοι της πόλης είχαν βγει όλοι στους δρόμους για τον δουν, τον έβριζαν, τον έφτυναν, τον σάρκαζαν, καθώς αυτός σήκωνε στους ώμους του το ξύλο του παλουκώματος. Τότε σύμφωνα με την λαϊκή μούσα βλέποντας την ωραιότητα της φύσης που ξαναζωντάνευε ενώ εκείνος οδηγούνταν στον θάνατο, είπε το γνωστό τετράστιχο:« Για ιδες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη. Τώρα π ανθίζουν τα κλαδιά που βγάζει η γης χορτάρι». Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι με τα λόγια αυτά ο Διάκος εξέφραζε το παράπονο του γιατί ο ίδιος πέθαινε την ώρα που ξεκινούσε η επανάσταση. Όταν έφτασαν στον τόπο εκτέλεσης οι Χαλδούπηδες (Τούρκοι εκ Μικράς Ασίας), τον ξάπλωσαν πάνω σε ένα σαμάρι και κτυπώντας με ένα σφυρί το ξύλο το πέρασαν μέσα από το σώμα του χωρίς να προσβάλλουν τα ζωτικά του όργανα, έτσι ώστε ο θάνατος να είναι αργός και βασανιστικός. Το ξύλο βγήκε από τον ώμο του και τότε τον έστησαν όρθιο μέχρι να πεθάνει. Ο Διάκος πασσαλωμένος μέσα σε φρικτούς πόνους, φώναξε προς τους Αλβανούς που τον ήξεραν από την αυλή του Αλή Πασά, τα τελευταία του λόγια, μήπως τον γλυτώσουν από το μαρτύριο:« Δεν βρίσκεται κανένα παλληκάρι, να μου ρίξει μια πιστολιά να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;». Ο Δρόσος Κραβατόργιαννος στην Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης αναφέρει:« Όταν οι Τούρκοι παλούκωσαν τον Διάκο, βάλανε γύρω από τη σούβλα και ογδόντα κεφάλια που είχαν κόψει στην μάχη της Αλαμάνας, ένα από αυτά ήταν και του επισκόπου Ησαΐα. Ύστερα τα πέταξαν σε κάποιο ρέμα της Λαμίας.». Αυτό ήταν το τέλος του Θανάση Διάκου, του Λεωνίδα της Επανάστασης, του ήρωα της Αλαμάνας! Τον θάνατό του Διάκου, λίγο αργότερα θα εκδικηθεί ένας άλλος μεγάλος ήρωας του 21, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στο Χάνι της Γραβιάς!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καργάκος Σ.,«Η μάχη της Αλαμάνας 23 Απριλίου 1821», στο Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τ. Β, εκδ. Real Media, Αθήνα 2014.
Κόκκινος Δ.,« Η μάχη της Αλαμάνας», στο Η Ελληνικής Επανάστασης, τ. 1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1956.
Κραβατόργιαννος Δ., «Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης- Συμπληρώματα» Άμφισσα 1997.
Τρικούπης Σ., «Οι μάχες των Θερμοπυλών και της Γραβιάς», στο Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τ. 1, εκδ. Λιβάνη ΑΕ, Αθήνα 1993.
Φιλήμων Ι., «Δοκίμιον ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Γ, εκδ. Σούτσα,Αθήνα 1860.
Φόρτης Σ., «Βιογραφία Αθανάσιου Διάκου» στο Άπαντα για τον Αθ. Διάκο, εκδ. Μέρμηγκα, Αθήνα.