«Ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασι. Αἰσθάνομαι πόσο ἔντονα ἐργάζονται μυστικὰ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἀρχίσανε μὲ τὴν γλῶσσα. Ὅσο ξεπέφτει ἡ γλῶσσα τόσο ξεπέφτει ὁ λαός. Λένε ὅτι θέλουν νὰ εὐκολύνουν τὰ παιδιά.
Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Τὰ παιδιὰ καὶ πάλι δὲν θὰ μάθουν γράμματα, γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ αἴτιο. Τὸ αἴτιο εἶναι ἡ ὀρφάνια, ἡ ἔλλειψη τοῦ πατέρα. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ δίνει τόπο στὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ μπερδεύεται μὲ τὸν νέο καὶ κάνει μπερδεμένη τὴν ψυχή.»
[…] Ὁ ἄσωτος ὅταν κατάλαβε τὴν ἀπελπιστικὴ κατάστασή του εἶπε μέσα του «Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν πατέρα μου». Γιὰ νὰ τὸ εἰπεῖ ὅμως αὐτὸ αἰσθανόταν ὅτι εἶχε πατέρα, γιατὶ μόνο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πατέρα μπορεῖ νὰ εἰπεῖ «θὰ γυρίσω στὸν πατέρα μου».
Γι’ αὐτὸ, ὁ διάβολος ἢ ὁ παλαιὸς μέσα μας ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι δὲν ἔχουμε πατέρα, ὅτι εἴμεθα ὀρφανοὶ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουμε ποῦ νὰ ἐπιστρέψουμε.
Ἄρα μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀπελπισία καὶ στὴν αὐτοκτονία. Θυμηθεῖτε ὅτι ὁ Ἰούδας κατάλαβε ὅτι ἁμάρτησε μὲ τὸ νὰ παραδώσει αἷμα ἀθῶο, ἀλλὰ δὲν αἰσθανόταν ὅτι εἶχε πατέρα καὶ δὲν εἶχε πιὰ νόημα γι’ αὐτὸν ἡ ζωὴ καὶ ἔτσι ἀπηγχονίσθη μόνος του.
Ἡ ἔλλειψη νοήματος στὴν ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ πρόβλημα γιὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ἔχει θεμέλιο καὶ αἰτία της τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν ἢ δὲν πιστεύουν ὅτι ἔχουν πατέρα καὶ μάλιστα ὅτι ἔχουν πατέρα τὸν ἴδιο τὸν Θεό ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά.
Ὁ ἄσωτος δὲν ἀπελπίστηκε, διότι εἶχε πατέρα ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε, ὅπως πίστευε, παρ’ ὅλο ποὺ αἰσθανόταν ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ εἶναι γυιός του. Ὁ Ἰούδας αὐτοκτόνησε, γιατὶ δὲν πίστευε πιὰ ὅτι εἶχε πατέρα, ἀφοῦ τὸν πρόδωσε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια.
Τὸ βασικό, λοιπόν, αἴτιο τῆς κακοδαιμονίας μας εἶναι ὅτι αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε ὀρφανοί (κατὰ τὴν ἀντίληψή μας) καὶ ἔτσι μᾶς κάνει ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ζοῦμε στὴν ὀρφάνια καὶ στὴν ἀπελπισία τῆς ὀρφάνιας.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀπὸ τὸ Σημειωματάριο ἑνὸς Ὑποτακτικοῦ, τ. Α΄.