Ἅγιος Παΐσιος: «Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἂν τὸν παρακαλᾶς, κοκκαλώνει καὶ τοὺς κλέφτες»!

Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, ΛΟΓΟΙ  ΣΤ΄ «Περί Προσευχῆς», 
Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικὰ Θεσσαλονίκης

– Γέροντα, φοβᾶμαι, ὅταν διακονῶ μόνη μου στὸν ξενώνα.

– Νὰ  κάνης  κομποσχοίνι  στὸν  Χατζεφεντῆ, γιὰ  νὰ  σοῦ  πῆ  μετὰ  καὶ «εὐλόγησον» ὁ κλέφτης!

– Ἐγώ, Γέροντα, φοβᾶμαι τὰ ταγκαλάκια.

– Νὰ παρακαλᾶς τὸν Χατζεφεντῆ νὰ τὰ κοκκαλώνη. Τί λές, δὲν μπορεῖ;

– Πῶς δὲν μπορεῖ, Γέροντα!

– Τὸ ξέρεις ὅτι κοκκάλωσε ἕνα αὐτοκίνητο; Εἶχε ξεχάσει ὁ ὁδηγὸς τὰ κλειδιὰ στὴν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου καὶ τὸ ἔκλεψαν. Μόλις  ἐπικαλέσθηκε  τὸν  Ἅγιο, κοκκάλωσε τὸ αὐτοκίνητο στὴν μέση τοῦ δρόμου, κι ἔτσι ἀναγκάστηκαν οἱ κλέφτες νὰ τὸ παρατήσουν καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια.

– Γέροντα, οἱ γιατροὶ εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ κάνω ἐγχείρηση στὸ κεφάλι…

– Πήγαινε νὰ χτυπήσης τὸ κεφάλι σου στὴν ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου**. Δὲν εἶδες πῶς τὴν βόλεψε τὴν ἄλλη ἀδελφὴ ὁ Ἅγιος; Ἔκανε τὴν ἐπέμβαση χωρὶς νυστέρι καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη οὔτε ἡ ἴδια. Δόξα τῷ Θεῷ! Μὴν ἀμφιβάλλης ὅτι θὰ βολέψη κι ἐσένα.

Βοηθάει ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος.Ἕνας γιατρὸς μὲ παρακάλεσε νὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸ κοριτσάκι του ποὺ εἶναι ἄρρωστο. Παρακάλεσα τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο καὶ τὸ βοήθησε λίγο. Νὰ κάνετε κι ἐσεῖς κομποσχοίνι, γιὰ νὰ ἀποτελειώση ὁ Ἅγιος τὸ θαῦμα του καὶ νὰ γνωρίσουν οἱ ἐπιστήμονες τὴν θεία ἐπιστήμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοξασθῆ τὸ ὄνομά Του. Τὸ θαῦμα εἶναι μυστήριο· μόνο ζῆται καὶ δὲν ἐξηγεῖται· τὸ μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἑρμηνεύση.

Ὁ Γέροντας ὑπαινίσσεται συγκεκριμένα θαύματα ποὺ εἶχε κάνει ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος (Χατζεφεντῆς), ὅταν ζοῦσε, ἀναγκάζοντας κάποιους κλέφτες ὄχι μόνο νὰ φύγουν ἄπρακτοι,ἀλλὰ νὰ τοῦ ζητήσουν καὶ συγχώρηση. (Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, σ. 96‐97, 102‐103 κ.ἄ.).

Μὲ τὴν συμβουλὴ αὐτὴν ὁ Γέροντας Παΐσιος δὲν ἀπορρίπτει τὴν ἰατρικὴ βοήθεια, ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς παρακινήση νὰ ζητοῦμε μὲ πίστη τὴν βοήθεια τῶν Ἁγίων.

Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου μὲ τοὺς κλέφτες

(Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, σ. 96‐97, 102‐103):

1ο περιστατικό

Ὁ  Στέφανος  Ζαχαρόπουλος  διηγήθηκε  ὅτι  ἄλλη  μιά  φορὰ  πῆγαν πάλι  νὰ ληστέψουν τὸν Χατζεφεντὴ τέσσερις Κοῦρτοι (Τοῦρκοι ἄγριας φυλῆς). Ὁ Πατὴρ ἐκείνη τὴν ὥρα καθόταν στὸ δέρμα καὶ διάβαζε (ἔκανε ἀνάγνωση). Εἶδε τοὺς κλέφτες ποὺ ἄνοιξαν τὴν πόρτα του, ἀλλὰ δὲν τοὺς μίλησε καθόλου. Ἐκεῖνοι μπῆκαν μέσα στὸ κελλί του καὶ ἔψαχναν δεξιὰ καὶ ἀριστερά· νόμιζαν ὅτι θὰ βροῦν λίρες. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐξακολούθησε τὴν μελέτη του, χωρὶς νὰ τοὺς μιλήση. Ἀφοῦ τελικὰ δὲν βρῆκαν τίποτε οἱ κλέφτες, πῆγαν νὰ φύγουν, καὶ ὁ ἕνας Κούρτης πῆρε τὰ δύο σκεπάσματα ποὺ εἶχε ὁ Πατὴρ διπλωμένα σὲ μία ἄκρη. (Αὐτὴ ἦταν ὅλη καὶ ὅλη ἡ περιουσία του). Τί ἔπαθαν ὅμως; Ἐνῶ ἤθελαν νὰ φύγουν, δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τὴν πόρτα, γιὰ νὰ βγοῦν, σὰν νὰ εἶχαν τυφλωθῆ. Γύριζαν γύρω –

γύρω μέσα στὸ κελλί του καὶ τὴν πόρτα δὲν τὴν ἔβλεπαν. Ἐπειδὴ τὸν ἐνοχλοῦσαν τὸν Πατέρα Ἀρσένιο στὴν μελέτη του, τοὺς ἔδειχνε τὴν πόρτα, γιὰ νὰ βγοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν ἰδοῦν καὶ συνέχεια γύριζαν γύρω – γύρω. Τότε σηκώνεται ὁ Πατήρ, πιάνει τὸν ἕναν Κούρτη καὶ τοῦ λέγει:

– Νὰ ἡ πόρτα ποὺ βγαίνουν οἱ κλέφτες καὶ πηγαίνουν στὴν κόλαση!

Τότε μόνον μπόρεσαν νὰ φύγουν καὶ μετανόησαν καὶ ζήτησαν καὶ συγχώρεση οἱ ληστές. Ὁ Πατὴρ τοὺς συγχώρεσε καὶ ἔφυγαν. Μετὰ τὸ ὁμολογοῦσαν αὐτὸ ποὺ ἔπαθαν καὶ στοὺς ἄλλους Κοῦρτες: «Ἀμάν, ἀμάν! Στὸν Χατζεφεντὴ μὴν πάτε νὰ κλέψετε, γιατί, καὶ νὰ μπῆτε στὸ κελλί του, μετὰ τὴν πόρτα δὲν θὰ μπορῆτε νὰ τὴν βρῆτε, γιὰ νὰ φύγετε»

2ο περιστατικό

Εἶχαν  ληστέψει  μιά  φορὰ  πάλι  οἱ  Τοῦρκοι  Ἱερὰ  Σκεύη  τῆς  Ἐκκλησίας.  Οἱ Φαρασιῶτες ἀνησυχοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν τοὺς κλέφτες. Ὁ Χατζεφεντὴς ὅμως ἀτάραχος τούς λέγει: «Μὴν ἀνησυχῆτε· θὰ δῆτε τὸν Ἅϊ-Γιώργη νὰ τὰ φέρνη ξωπίσω». Ὅταν οἱ ληστὲς ἔφθασαν στὸ Κοζᾶν-Ταγῆ, ἐνῶ ἦταν μέρα καὶ ὁ οὐρανὸς καθαρός, ἔπεσε ἀπότομα μιά παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ προχωρήσουν, οὔτε καὶ τὸν ποταμὸ Φεραχτὶν ἦταν δυνατὸν νὰ περάσουν, ποὺ εἶχαν μπροστά τους. (Τὴν παράξενη αὐτὴ μαυρίλα τὴν εἶδε καὶ ὁ Ἀντώνιος Σταυρίδης ἀπὸ τὸ Ζίλε τῆς Καππαδοκίας). Κατάλαβαν τότε οἱ ληστὲς ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ τὸ παράξενο φαινόμενο, καὶ γύρισαν πρὸς τὰ Φάρασα, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν τὰ Ἱερὰ Σκεύη. Ὅταν ὅμως προχώρησαν λίγο τὸν δρόμο πρὸς τὰ Φάρασα καὶ ἡ μαυρίλα εἶχε φύγει, τὸ θεώρησαν γιὰ τυχαῖο γεγονὸς καὶ γύρισαν ξανὰ μὲ τὰ φορτωμένα ζῶα γιὰ τὸ χωριό τους (γιὰ του Κοζᾶν-Ταγῆ τὴν κατεύθυνση). Μὲ τὸ γύρισμα ὅμως γιὰ τὸ χωριὸ τους ἒνιωσαν κάποιον νὰ τοὺς δέρνη ἀοράτως καὶ νὰ τοὺς φέρνη ἔτσι καταπόδι μέχρι τὰ Φάρασα.

Ἔφθασαν μὲ τὰ κλεμμένα Ἱερὰ Σκεύη στὰ Φάρασα καὶ φώναζαν τοὺς Φαρασιῶτες οἱ κλέφτες νὰ τὰ ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αὐτοὶ μὲ τὰ χέρια τους προστάτευαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὶς ξυλιὲς ποὺ ἒνιωθαν ἀοράτως νὰ τρῶνε.

 

ΠΗΓΗ