Καὶ ἴσως ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν κατάπτωσι, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ὑπερηφάνειά μας. «Πέπτωκεν ὁ ἄνθρωπος ἰσοθεΐα φαντασθείς», λέγει ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ φαντάσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μπορεῖ νὰ γίνη ἴσος μὲ τὸν Θεό, ἔφαγε τὸ ράπισμα καὶ σωριάστηκε κάτω.
Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει καὶ σήμερα αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ ἴσως ἀλλὰ χειρότερα αὔριο, ὡς τίμημα τοῦ μεγάλου τολμήματος, τὸ ὁποῖο κάνουμε. Θέλουμε νὰ θεοποιήσουμε τὶς ἱκανότητές μας, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία, νὰ θεοποιήσουμε τὴν διάνοιά μας. Σὰν νὰ λεμε στὸν Θεό: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ σένα, μποροῦμε μόνοι μας νὰ φτιάξουμε τὴν ζωή μας».
Κάναμε εὐτυχέστερη τὴν ζωή μας μὲ τὴν ἐξέλιξι τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας; Ἀντιθέτως! Ἀπομονωθήκαμε, ἀλλοτριωθήκαμε, γίναμε ἔρημοι μέσα στὶς πόλεις.
Ἂν ὑπῆρχε μηχάνημα, τὸ ὁποῖο νὰ μᾶς γύριζε πίσω ἕνα αἰώνα, πιστέψατέ με, θὰ πατοῦσα χωρὶς συζήτησι τὸ σχετικὸ κουμπί. Νὰ γυρίζαμε ἕνα αἰώνα πίσω! Μὲ τὰ γαϊδουράκια καὶ μὲ τὰ ἄλογα καὶ μὲ τὰ μουλάρια. Εὐτυχέστεροι ἤσαν οἱ ἄνθρωποι τότε. Ἀνέσεις δὲν εἶχαν βεβαίως· ταλαιπωρίες εἶχαν, κόπο, μόχθο, ἀλλ’ ἦσαν εὐτυχέστεροι, ὑπομονετικώτεροι, καρτερικώτεροι “.
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Κεχαριτωμένης Τροιζῆνος, 2003, σελ. 21-24)