Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Τὴν μνήμη τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ φέτος, ὅπως κάθε χρόνο. Τιμᾶ τοὺς κορυφαίους, Πέτρο καὶ Παῦλο, καὶ τὸ σύνολο τῶν Ἀποστόλων, «τὸν δωδεκάριθμο χορό». Ὑμνεῖ τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου, ποὺ σὰν τὰ γοργόφτερα πουλιὰ μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀληθείας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς φωτεινοὺς ἀστέρες ποὺ διέλυσαν τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης, τὶς κιθάρες τοῦ πνεύματος ποὺ σκόρπισαν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι νὰ ἀπορῇ, πράγματι, κανεὶς πῶς μπόρεσε μιὰ δράκα ἁπλῶν καὶ ἀνίσχυρων, «ἀμόρφωτων» ἀνθρώπων νὰ ἀντιμετωπίσῃ πολυπληθέστερους καὶ μάλιστα μεγάλους καὶ τρανοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς. Πῶς κατάφεραν, ἐπίσης, μέσα σὲ ἀντικειμενικὰ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, ὄχι μόνον νὰ διατηρήσουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητά των ἀλλὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὸν ὀρθὸ δρόμο!
Ὑπῆρξαν ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστοι οἱ «θεοφεγγεῖς» αὐτοὶ «κήρυκες», διότι ἡ ἀποστολή των δὲν ἦταν οὔτε εὔκολη, οὔτε μονοδιάστατη, ἀλλὰ πολύπλευρη, -πνευματική, μορφωτικὴ καὶ κοινωνική.
Ἀπὸ τὴν μιά, οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθῶντας τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ., κβ’ 19), καλοῦνταν νὰ σκορπίσουν τὸ μήνυμα τοῦ Λόγου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους («πάντα τὰ ἔθνη») καί, παράλληλα, νὰ κηρύξουν ὅλη τὴν ἀλήθεια. Πῶς νὰ διδάξουν, ὅμως, ἀνθρώπους ποὺ μέχρι τότε ζοῦσαν μέσα στὴν πλάνη τῆς πολυθεΐας καὶ στὸ σκότος τῶν εἰδώλων ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, «οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται;» (Πράξ. ιζ’ 24-25). Πῶς νὰ διαφυλάξουν, ἐξ ἄλλου, «τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας» ποὺ κινδύνευε πάντοτε νὰ ἀλλοιωθῇ ἀπὸ ψευδαδέλφους καὶ ψευδοπροφῆτες (Ματθ., ζ’ 15); Πῶς ἀλλοιῶς παρὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ πνευματικὴ ἀποστολή. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι καλοῦνται νὰ διάγουν ἕναν ἠθικὸ καὶ ἁγιασμένο βίο μέσα σὲ ἕναν κόσμο διεφθαρμένο καὶ ἀπάνθρωπο, ζῶντες ὡς «πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Καὶ ὅμως καταφέρνουν νὰ πετύχουν καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴν ἀποστολή, νὰ μὴν ἐπηρεάζωνται δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γύρω ἐχθρότητα καὶ κακία, ἀλλὰ νὰ παραμένουν «φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (ὅ.π.).
Δυσκολότερη, ὅμως, ὑπῆρξε ἡ τρίτη ἀποστολή, ἡ ἐφαρμογὴ στὴν πράξη τοῦ μηνύματος τῆς ἀληθείας. Καὶ ἐδῶ, ὅμως, ἀναδείχθηκαν πραγματικὰ μεγάλοι οἱ Ἀπόστολοι. Ἐναρμόνισαν, πρωτίστως, οἱ ἴδιοι τὴν ζωή των μὲ τὰ λόγια -τὸν λόγο- τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά των ὑπόδειγμα βίου καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίγνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α’ Κορ., ια’ 1). Πῶς νὰ ζητήσῃ κάποιος ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του νὰ κάνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος πρῶτα δὲν ἐφαρμόζει;
Οἱ Ἀπόστολοι, λοιπόν, τήρησαν τὴν ὀρθὴ πίστη, ἔζησαν ἀληθινὴ ἐν Χριστῶ ζωὴ καὶ ἔγιναν πολῖτες τῆς δίκαιης καὶ ἀγαπητικῆς Του πολιτείας, αὐτῆς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Σταυροῦ Του ἵδρυσε στὴν γῆ, «τῆς ἐπωνύμου Του καινῆς πολιτείας», καὶ τῆς ὁποίας μέλη εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσωμε, ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ ζήσωμε καὶ ἐμεῖς μὲ βάση τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθοδοξίας, τῆς ὀρθοζωΐας καὶ τῆς ὀρθοπολιτείας.
Μέσα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Β’ καὶ Δ’ κεφάλαιο) πληροφορούμαστε γιὰ τὴν ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν στὶς κοινότητες τῆς ἀγάπης. Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ὁμοψυχία των, μέσα στὴν κοινότητα, δὲν περιοριζόταν μόνον σὲ θέματα πνευματικῆς ἢ μορφωτικῆς φύσεως, ἀλλὰ ἐπεκτεινόταν καὶ στὰ οἰκονομικὰ ζητήματα, ὅπου ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ τιμιότητα, ὥστε νὰ καλύπτωνται οἱ ἀνάγκες ὅλων τῶν ἀδελφῶν, «καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ., δ’ 35). Γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆ, μάλιστα, αὐτὸ τὸ κοινὸ ἔργο, ἐπειδὴ οἱ ἀνάγκες συνεχῶς αὐξάνονταν, ἡ κοινότητα στὸ σύνολό της-καὶ ὄχι μόνον οἱ Ἀπόστολοι- ἐξέλεξε τοὺς διακόνους, γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς Ἀποστόλους στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς.
Οἱ Ἀπόστολοι, ἑπομένως, μὲ βάση τὴν δική των κοινότητα μὲ τὸν Χριστό, θεμελίωσαν, στὴν συνέχεια, τὶς ἀποστολικὲς κοινότητες, ὅπου μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, καὶ στὶς ὁποῖες προέτρεπαν τοὺς νέους πολῖτες νὰ ζοῦν μὲ ὀρθὴ πίστη, ἀληθινὴ ζωὴ καὶ δίκαιη καὶ εἰρηνικὴ πολιτεία. Ὑπῆρξε, μάλιστα, ἐσωτερικὸς σύνδεσμος μεταξὺ τῶν διαφόρων κοινοτήτων καὶ ἀλληλοστήριξη, ὅπως ἔγινε γιὰ παράδειγμα ἐκ μέρους τῶν ἄλλων κοινοτήτων πρὸς στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφοὺς τῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων (Β’ Κορ., η’ 14, Γαλ., β’ 10, κ. ἀ.).
Δυστυχῶς, ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ αὐτονομία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀλληλεγγύης ποὺ χαρακτήριζε τὶς πρῶτες αὐτὲς κοινότητες δὲν διατηρήθηκε στοὺς ἑπόμενους χρόνους γιὰ πολλοὺς λόγους, ποὺ ἀποτελοῦν θέμα ξεχωριστῆς μελέτης.
Σημασία ἔχει, πάντως, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στήριξαν τὰ θεμέλια τῶν κοινοτήτων αὐτῶν, ποὺ ὑπῆρξαν ἀληθινὲς κυψέλες χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, πάνω στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Χριστό, μὲ τὸν Ὁποῖον παρέμεναν διαρκῶς ἑνωμένοι, παρὰ τὴν διασπορά των σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἐξ ἄλλου, δὲν κήρυτταν δικές των ἀλήθειες, ἀλλὰ τὴν μοναδικὴ Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πρόσωπο, ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ’ 6). Πέτυχαν, ἔτσι, στὴν τριπλὴ αὐτὴν ἀποστολή των, τῆς πνευματικῆς διαφωτίσεως, τῆς μορφωτικῆς καλλιέργειας καὶ τῆς κοινωνικῆς διακονίας, χάρη στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὴν μεταξύ των ἑνότητα καὶ συνεργασία, καὶ φυσικὰ χάρη στὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατηύθυνε κάθε των βῆμα.
Ἔχομε, ἑπομένως, χρέος καὶ ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ φωτισμένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ βαδίζωμε στὰ χνάρια τῶν Ἀποστόλων, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά μας μικροὶ ἀπόστολοι, ποὺ σημαίνει νὰ μένωμε πιστοὶ στὴν ἀλήθεια τῆς «Μίας, Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ νὰ ἀποτελοῦμε, μὲ τὴν γνήσια χριστιανική ζωή μας καὶ τὴν δίκαιη καὶ συνεργατική μας πολιτεία, φωτεινὰ παραδείγματα καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, «ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ., ε’ 16).
Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ τιμήσωμε πραγματικὰ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ μᾶς καλοῦν, διὰ στόματος τοῦ κορυφαίου των, Ἀποστόλου Παύλου, νὰ γίνωμε μιμητές των στὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον στὰ λόγια (Α’ Κορ., ια’ 1), πρὸς ὄφελος καὶ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἰδίων καὶ πάντων τῶν ἀνθρώπων. Γένοιτο!