Γράφει η Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Μέσα στὴν πένθιμη περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς προβάλλει ἡ χαρμόσυνη Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου παράδοξο, ἐὰν σκεφθοῦμε ὅτι ἡ χαρμολύπη διαποτίζει ὅλη τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μάλιστα τὴν κατ’ ἐξοχὴν αὐτὴν περίοδο τοῦ πένθους καὶ τῆς μετανοίας.
Μὴν ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου μᾶς καλεῖ νὰ εἰσέλθωμε «φαιδρῶς» καὶ «ἐντρυφῶντες» στὶς πνευματικὲς ἀρετές, ὥστε, ἀφοῦ τὶς ἀπολαύσωμε πλουσιοπάροχα, ἀγωνιζόμενοι νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ φτάσουμε καὶ στὸ ἅγιο πάσχα «πνευματικῶς ἀγαλλόμενοι». Ἔτσι, λοιπόν, μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκοπὴ τῶν οἰκείων παθῶν καὶ τὴν ἐξάσκηση στὶς ἀντίστοιχες ἀρετές ὁραματιζόμαστε καὶ τὴν ἀνάσταση. Δὲν νοεῖται ἀνάσταση χωρὶς σταύρωση τῶν παθῶν ἀλλὰ οὔτε καὶ πάθος χωρὶς τὴν λυτρωτικὴ ἀνάσταση. Ἡ χαρμολύπη ἀποτελεῖ ἑπομένως τὴν μόνη ἀληθινὴ καὶ γνήσια ὀρθόδοξη προοπτικὴ στὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ καὶ μάλιστα τὴν μόνη ὀρθὴ πασχάλια ἀντίληψη, ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ οἱ ὑμνογράφοι.
Δὲν εἶναι λοιπὸν νὰ ἀπορῇ κανεὶς ποὺ στὴν Α’ Στάση τῶν Χαιρετισμῶν τὸ πρῶτο Χαῖρε τοῦ Ἀγγέλου πρὸς τὴν Παναγία ἔχει ὡς αἰτία αὐτὴν τὴν χαρά. Ὁ πρωτοστάτης Ἄγγελος Γαβριὴλ ἀποστέλλεται στὴν Παρθένο, γιὰ νὰ εὐαγγελίσῃ τὴν χαρὰ ποὺ θὰ ἐκλάμψῃ «ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ» διὰ τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἡ χαρὰ αὐτὴ θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, πού, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος στὸν ἑπόμενο στίχο, θὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἀρά, τὴν κατάρα δηλαδὴ ποὺ ἐπέφερε στὸν κόσμο ἡ διὰ τῆς παρακοῆς πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, ποὺ συμπαρέσυρε στὴν ἁμαρτία καὶ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Οἱ Χαιρετισμοὶ λοιπὸν δὲν ξεκινοῦν μὲ τὴν λύπη, ἀλλὰ μὲ τὴν χαρὰ ποὺ θὰ λάμψῃ στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Γέννηση τῆς Σωτῆρος διὰ τῆς Θεοτόκου. Μᾶς ὑπενθυμίζει βεβαίως ὁ ὑμνογράφος τὴν θλίψη τῶν πεσόντων ἀλλὰ δὲν στέκεται σ’ αὐτήν· τονίζει τὸ λυτρωτικὸ περιεχόμενο τῶν δακρύων τῆς Εὔας («χαῖρε τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις»), τὰ ὁποῖα, διὰ τῆς ὑπακοῆς τῆς Παναγίας, τῆς νέας Εὔας, μᾶς ὁδηγοῦν στὴν «ἀνάκληση», στὴν ἐπιστροφή δηλαδὴ ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν πρωτινή τους πατρίδα.
Ἀξίζει ἀσφαλῶς νὰ παρατηρήσῃ κανεὶς ὅτι οἱ ἀντιθέσεις ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἐπιλέγει νὰ χρησιμοποιήσῃ ὁ ἐξαίρετος ὑμνογράφος (χαρά-ἀρά, ἐκλάμψει-ἐκλείψει ) καὶ τὰ ῥητορικὰ σχήματα (πάρισα & ὁμοιοτέλευτα, π.χ. χα-ρά, ἀ-ρά) αἰσθητοποιοῦν καὶ σὲ ἐκφραστικὸ ἐπίπεδο τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων του. Δίνεται ἔτσι ἔμφαση στὸ μέγεθος τῆς χαρᾶς καὶ τονίζεται ἡ σημασία τῆς ἐπιστροφῆς στὸν ὀρθὸ δρόμο καὶ ἡ ἀξία τῆς λυτρώσεως. Δὲν ἔχει πλέον ἐνδιαφέρον τὸ ὀλίσθημα οὔτε ἡ διαρκὴς θρηνολογία γιὰ τὴν πτώση, ἀλλὰ ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἐπισκιάζονται ἀπὸ τὴν δυνατότητα τῆς δι-όρθωσης καὶ ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητος.
Στοὺς πρώτους ὅμως αὐτοὺς Χαιρετισμούς, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἑπόμενους, δὲν τονίζεται μόνον ὁ θρίαμβος ποὺ σηματοδοτεῖ ἡ Γέννηση τῆς χ(Χ)αρᾶς στὸν κόσμο, καὶ ἡ συνακόλουθη συντριβὴ τῆς θλίψεως καὶ τοῦ κράτους τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Προβάλλονται ἐμμέσως καὶ οἱ ἀρετὲς τῆς Παναγίας, τοῦ προσώπου ποὺ ἔγινε ἡ γέφυρα γιὰ τὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία μας.
Στὸν «παράδοξο» χαιρετισμὸ τοῦ Ἀγγέλου ἡ Παρθένος ἀντιδρᾶ μὲ σύνεση καὶ θάρρος («θαρσαλέως»). Ἀναρωτιέται εὔλογα: «ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις; ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱὸν πῶς ἐστὶ τεχθῆναι δυνατόν;» Στὴν εὔλογη ἀπορία της ὁ Ἄγγελος ἀπαντᾶ, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, μὲ ἄλλα δύο ὑπέροχα Χαῖρε: «Χαῖρε βουλῆς ἀπορρήτου μύστις, χαῖρε σιγῆς δεομένων πίστις», ποὺ προμηνύουν ὅτι ἡ Παναγία ποὺ μυεῖται στὴν ἀπόρρητη θεία βουλὴ θὰ συγκατατεθῆ τελικὰ καὶ θὰ δείξῃ ἐμπιστοσύνη σὲ πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐξαγγελθοῦν εὔκολα μὲ τὰ λόγια καὶ ἀπαιτοῦν τὴν σιγὴ («σιγῆς δεομένων πίστις»). Πράγματι, ὅταν ὁ Ἄγγελος τῆς φανερώνει τελικά ὅτι ἡ σύλληψη θὰ γίνῃ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὅτι θὰ τὴν ἐπισκιάσῃ ἡ θεία Χάρις, ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρὲτ δίνει πρόθυμα τὴν συγκατάθεσή της: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τὸ ρῆμα σου», καὶ ἀμέσως συντελεῖται τὸ θαυμαστὸ γεγονός τῆς συλλήψεως τοῦ Ὑψίστου στὴν «εὔκαρπον ταύτης νηδύν».
Ἡ ἐλευθέρα λοιπὸν συναίνεση τῆς Παρθένου Μαριὰμ στὴν «οὐρανόθεν» κλήση της νὰ γίνῃ ὁ φορέας τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων τὴν κατέστησε «παγκόσμιον δόξα», διὰ τῆς ὁποίας καταλύθηκε ἡ ὀλέθρια ἀρά, ἡ κατάρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Φανταστῆτε τὶς συνέπειες ποὺ θὰ εἶχε γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ἡ τυχὸν ἄρνηση τῆς Παρθένου νὰ συγκατατεθῆ στὸ λυτρωτικὸ καὶ κοσμοσωτήριο ἄγγελμα ἐξ οὐρανοῦ! Ἡ ἀρά, ἡ κατάρα, ἡ θλίψη καὶ ἡ φθορὰ θὰ συνέχιζαν νὰ κατατρύχουν τοὺς ταλαίπωρους ἀνθρώπους!
Δὲν ἔχομε λοιπὸν παρὰ νὰ εὐγνωμονοῦμε τὴν εὐλογημένη κόρη τῆς Ναζαρὲτ γιὰ τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ὡριμότητα ποὺ ἐπέξειξε κατὰ τὴν κρίσιμη γιὰ τὴν σωτηρία μας συγκυρία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τὴν περίοδο αὐτὴν μάλιστα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ διανύομε ἤδη, καλούμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ άποδέκτες τοῦ ἰδίου εὐχάριστου μηνύματος τῆς σωτηρίας ὄχι μόνον νὰ ἐπανεκτιμήσωμε τὶς ἀρετὲς τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς εὐθυκρισίας ἀλλὰ καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόσωμε ἐμπράκτως, ἐὰν θέλωμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναδειχθοῦμε νικητὲς στὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ κερδίσωμε τὴν προσωπική μας σωτηρία, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Καλὸν ἀγῶνα καὶ καλὴ Ἀνάσταση! Γένοιτο!