Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού
Ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα των ταραγμένων καιρών μας είναι και η μάστιγα των αυτοκτονιών.
Σχεδόν καθημερινά ακούμε και διαβάζουμε στα ΜΜΕ για αυτοκτονίες συνανθρώπων μας και δυστυχώς νέων παιδιών, οι οποίοι εξαιτίας προσωπικών, οικογενειακών, επαγγελματικών και άλλων προβλημάτων, οδηγούνται στην αυτοπαραίτηση από τη ζωή, αυτοκτονούν, χάνουν τη ζωή τους, πιστεύοντας πως έτσι «λυτρώνονται» από τις αντιξοότητες και τα προβλήματα της ζωής.
Στατιστικά, έχουμε περίπου 2-3 αυτοκτονίες την ημέρα στην χώρα μας!
Γενικά ο κόσμος θεωρεί την αυτοκτονία ως «πράξη ηρωισμού» και θαυμάζει και επαινεί τους αυτόχειρες για τον «ηρωισμό» τους. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα;
Είναι όντως η αυτοκτονία πράξη ηρωισμού και άξια επαίνου; Μπορούμε να αυτοκτονούμε, θεωρώντας ότι η ζωή μας ανήκει;
Μας ανήκει η ζωή μας; Υπό την άποψη της χριστιανικής μας πίστης η αυτοκτονία είναι αμαρτία και πόσο μεγάλη;
Τι διδάσκει η Εκκλησία μας για την αυτοπαραίτηση από τη ζωή; Πώς κανονίζει αυτόν που αυτοκτονεί, και πως όποιον τον εξωθεί στην αυτοκτονία και τον διευκολύνει;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, παρουσιάζοντας σφαιρικά το πρόβλημα.
Πριν συνεχίσουμε είναι επιβεβλημένο να σημειώσουμε την τραγική διαπίστωση ότι οι αυτοκτονίες συναντώνται κυρίως στις χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο και σε κοινωνικές ομάδες με καταξίωση και οικονομική δύναμη, δηλαδή με λυμένα τα βιοτικά προβλήματα.
Αντίθετα οι αυτοκτονίες είναι σπάνιες σε χώρες και κοινωνίες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, σε βιοπαλαιστές, διότι η ζωή αυτών των αγωνιζόμενων ανθρώπων είναι γεμάτη από στόχους και ευγενείς σκοπούς, δεν τους μένει χρόνος για ανία.
Πέρα από τις προσωπικές, οικογενειακές και κοινωνικές συνέπειες, το πρόβλημα των αυτοκτονιών έχει και ανυπολόγιστες πνευματικές προεκτάσεις.
Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία και πίστη, η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου δια της αυτοκτονίας, αποτελεί χείριστη και μη αναστρέψιμη επιλογή για τον αυτόχειρα, διότι δεν έχει πια την ευκαιρία και δυνατότητα της μετάνοιας, η οποία, μόνη αυτή, σώζει τον άνθρωπο.
Όπως προαναφέραμε, ο πτωτικός κόσμος βλέπει τα πράγματα και την ανθρώπινη ζωή παραμορφωμένα, με το φακό της πλάνης και της δαιμονικής ενέργειας, δια της οποίας ο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος διάβολος θέλει και πασχίζει να καταστρέψει τον κάθε άνθρωπο και την θεία δημιουργία.
Θεωρεί την αυτοκτονία ως αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα και μάλιστα πράξη ηρωισμού.
Είναι παρατηρημένο πως σπάνια, έως ποτέ, φτάνει πιστός άνθρωπος στην απόγνωση και στην αυτοκτονία.
Αντίθετα, αυτοκτονούν, κατά κανόνα, άνθρωποι άπιστοι, άθεοι, μηδενιστές και χλιαροί πιστοί, χριστιανοί της ταυτότητας.
Είναι ευνόητο πως ο πιστός άνθρωπος, αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αντιξοότητες της ζωής με αισιοδοξία και πίστη, ότι ο Θεός Πατέρας της αγάπης, των οικτιρμών και της άμετρης φιλανθρωπίας, θα τον βοηθήσει να τα ξεπεράσει.
Κι ακόμα, πιστεύει πως τα προβλήματα της ζωής είναι συχνά παιδαγωγικά μέσα για την πνευματική του πρόοδο και τελείωση.
Να θυμηθούμε εδώ τους σύγχρονους αγίους και ιδιαίτερα τον άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, ο οποίος θεωρούσε την προσωπική του βαριά ασθένεια, τον καρκίνο που τον βασάνιζε και τον έλιωνε, ως ευλογία, ως άσκηση τελειοποίησής του.
Αντίθετα, οι άπιστοι στερούμενοι της ζωοποιού χάριτος του Θεού, της ακατανίκητης δύναμης, η οποία καθιστά τον αδύναμο άνθρωπο δυνατό, στην πρώτη μεγάλη δυσκολία της ζωής δειλιάζουν, νομίζουν ότι χάνονται και καταλήγουν στην
αυτοκτονία, ως την μόνη «λύση λυτρώσεως».
Αυτοκτονούν επίσης συχνά και από ανία, διότι η ψυχή τους είναι κενή από τη χάρη του Θεού, από αξίες και ιδανικά.
Η αγία μας Εκκλησία μας εξαίρει τη ζωή ως δώρο του Θεού και ορίζει την αυτοκτονία ως πράξη καταστροφής αυτού του υπέρτατου θείου δωρήματος.
Ο άνθρωπος, όπως και κάθε όν, χρωστάει την ύπαρξή του στο Θεό, ο Οποίος δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν.
Η δημιουργία του ανθρώπου πηγάζει από την άμετρη αγάπη του Θεού να παραχωρήσει μέρος της δικής Του μακαριότητας και σε αυτόν, να γίνει κατά χάριν θεός.
Μάλιστα συνέδεσε τη ζωή του με τη δική Του πνοή (Γεν.2,7), ώστε να φέρει ο άνθρωπος στα στήθη του τη θεία ενέργεια, η οποία του δίνει ζωή και τη δυνατότητα της κατά χάριν θεώσώς του.
Η ζωή του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της άκτιστης ενέργειας του Θεού και όχι προϊόν τύχης.
Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τη ζωή του, διότι απλά δεν είναι ο ίδιος η αιτία της ύπαρξής του.
Εξουσία επ’ αυτής έχει μόνον ο Θεός Δημιουργός της και κανένας άλλος.
Αλλά εξαιτίας της πτώσεως και της αμαρτίας, ο νους του ανθρώπου σκοτίστηκε και έχασε την αίσθηση της θείας προέλευσής του.
Μέσα στην εγωπάθειά του θεώρησε την ύπαρξή του «αυτονόητη», τη ζωή του κτήμα του και ως εκ τούτου όρισε τον εαυτό του κύριο της ζωής του και του θανάτου του.
Έτσι έφτασε στο σημείο να αφαιρεί τη ζωή του κατά βούληση, να αυτοκτονεί.
Μάλιστα, έφτασε, συν τω χρόνω, στην κατάντια να ντύσει και με φιλοσοφικό μανδύα αυτή την αυτοκαταστροφή.
Πολλοί φιλόσοφοι της προχριστιανικής αρχαιότητας είχαν εντάξει στα συστήματά τους και την αυτοκτονία, όπως οι ορφικοί και οι νεοπλατωνικοί.
Πολλοί από αυτούς τέλειωσαν τη ζωή τους αυτοκτονώντας.
Είναι γνωστή η περίπτωση του φιλοσόφου Ηγησία (3ος π. Χ. αιώνας), ο οποίος ονομάστηκε Πεισιθάνατος, επειδή παρότρυνε τους μαθητές του αυτοκτονούν, θεωρώντας την αυτοπαραίτηση από τη ζωή ως «υπέρτατη αρετή»!
Ο Πλατωνισμός και κύρια ο Νεοπλατωνισμός δίδασκε ότι η επίγεια ζωή είναι «τιμωρία της ψυχής» από τον «εγκλωβισμό» της στο «κακό» σώμα και για τούτο θεωρούσε «αξία» την «απελευθέρωσή» της με κάθε μέσον, προφανώς, ακόμα και με την αυτοκτονία (Πλωτίνος, Εννεάδες, IV.8, 1.5-50)!
Οι Κυνικοί και αργότερα οι Στωικοί φιλόσοφοι δίδασκαν πως «ἴδιον τοῦ σοφοῦ εἶναι ἡ πρός τήν ζωήν ἀδιαφορία, ὁ δέ θάνατος, ὅστις εἶναι ἁπλοῦς χωρισμός, εἶναι τό μέσον πρός σωτηρίαν τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς ψυχῆς» (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Στ΄, σελ. 274)!
Αυτή η απαισιόδοξη στάση για τη ζωή είχε διαδοθεί ευρύτατα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Σενέκας) και οι αυτοκτονίες κατά την εποχή εκείνη πολλών επισήμων ανδρών υπό την πίεση της ρωμαϊκής δεσποτείας ήταν συχνές, όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί Τάκιτος και Πλίνιος.
Οι αντιλήψεις αυτές των αρχαίων σοφών, με διάφορες τροποποιήσεις, έγιναν αποδεκτές και από μεταγενέστερους φιλοσόφους και εμφανίσθηκαν στη φιλοσοφική σκέψη των νεωτέρων χρόνων.
Αξία στη ζωή έδωσε ο Χριστός, ο Οποίος, με την Ενανθρώπησή Του, την ανήγαγε σε θείο δώρο.
Το ίδιο και η Εκκλησία μας θεωρεί την ανθρώπινη ζωή ιερή και απαγορεύει με φοβερά επιτίμια όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν.
Σε όσους αυτοκτονούν απαγορεύει την ιερουργία της κηδείας τους, προτρέποντας να σεβόμαστε τη ζωή μας και να αντιμετωπίζουμε τις όποιες δυσκολίες μας με πίστη, καρτερία και υπομονή.
Ο απόστολος Παύλος τονίζει, σε πάμπολλα σημεία των επιστολών του, την ιερότητα της ζωής και του σώματος.
Η ζωή των πιστών ανήκουν στο Χριστό, στην πηγή της ζωής, ώστε: «οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ.14,7-9). Και τούτο, διότι «οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν, ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς» (Α΄ Κορ.6,19), «ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β΄ Κορ.6,16) και εφ’ όσον είμαστε ναός του Θεού, είμαστε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, «ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν» (Α΄ Κορ.3,17).
Ο Ιερός Χρυσόστομος θεωρεί ως αιτία της αυτοκτονίας την απιστία, η οποία γεννά την λιποψυχία, την δειλία και πως τους αυτόχειρες ο Θεός τιμωρεί περισσότερο από τους φονιάδες.
Γιατί το να φονεύσεις είναι κακό, αλλά είναι χειρότερο το να φονεύσεις τον εαυτόν σου.
Ο Άγιος Νεκτάριος έγραψε πως η απόγνωση είναι η αιτία της αυτοκτονίας και όχι η φρενοπάθεια.
Αυτός που αυτοκτονεί, δεν είναι παράφρονας, αλλά απεγνωσμένος.
Η αυτοκτονία είναι αμαρτία χωρίς συγχώρεση και στους δύο κόσμους. Οι αυτόχειρες δεν μπαίνουν στο βασίλειο της αθάνατης ζωής και του αιωνίου ελέους.
Ο Άγιος Νικόλαος Αχρίδος τόνιζε πως η αυτοκτονία είναι αμαρτία θανάσιμη και πράξη καταφρονήσεως, προσβολής του ιδίου του Ζωοποιού Αγίου Πνεύματος.
Η αυτοκτονία είναι πολύ βαρύτερη αμαρτία από την ανθρωποκτονία, διότι ένας εγκληματίας μπορεί να μετανοήσει, αλλά ο αυτόχειρας δεν έχει περιθώριο μετανοίας.
Εάν ποτέ σου έρθει η σκέψη για αυτοκτονία, διώξε την σαν ψιθύρισμα του σατανά!
Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης διερωτάται, γιατί έχουμε κάθε είδους αυτοκτονίες ή δολοφονίες;
Επειδή στην καρδιά του αυτόχειρα και του δολοφόνου ενεργεί εκείνος που πρώτος αυτοκτόνησε, ο δολοφόνος διάβολος.
Γι’ αυτό ο Χριστός μας προτρέπει να έχουμε πραότητα και ταπείνωση.
Έτσι δεν μένει χώρος για τα πνεύματα της πονηρίας και της υπερηφάνειας, που θέλουν το θάνατο όλων των ανθρώπων.
Ο μακαριστός Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ (Ρουμάνος) τόνιζε πως ο άνθρωπος φθάνει στην αυτοκτονία, κυρίως λόγω της απιστίας, της υπερηφάνειας, της απολύτου εμπιστοσύνης στον εαυτόν του και της στερήσεως ενός καλού Πνευματικού.
Ο μακαριστός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, Σπ. Κοντογιάννης όρισε ως εξής την αυτοκτονία: «Αυτοκτονία ονομάζεται η ανθρώπινη εκείνη πράξη, κατά την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος τερματίζει την ζωή του. Κατά κυριολεξία αυτοκτονία είναι η ολοκληρωμένη εκείνη ανθρώπινη πράξη, η οποία έχει ως επισφράγισμα τον θάνατο του αυτόχειρα. […] Η χριστιανική διδασκαλία θεωρεί την αυτοκτονία ως ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, η δε Ορθόδοξη Εκκλησία στηριζόμενη στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση θεωρεί την αυτοκτονία ως έγκλημα εναντίον της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής και ως κλονισμό και απώλεια της πίστεως και της ελπίδας του αυτόχειρα προς τον Θεό. Κατά την Καινή Διαθήκη ο άνθρωπος τη ζωή δεν την έχει από τον εαυτό του, αλλά την έλαβε ως δώρο από τον Θεό και ως δώρο του Θεού οφείλει να την εκτιμά και ανάλογα με τον σκοπό της πρέπει να την μεταχειρίζεται».
Στα θανάσιμα, τα μεγάλα αμαρτήματα, τα οποία οδηγούν στην απώλεια και τον αιώνιο θάνατο, συγκαταλέγεται και η αυτοκτονία, η οποία έχει το τραγικό χαρακτηριστικό, ότι ο βαρύτατα αμαρτάνων αυτόχειρας δεν έχει πια την τη δυνατότητα να μετανοήσει και να σωθεί, όπως όλοι οι μετανοημένοι πιστοί, διότι δεν υπάρχει μετάνοια μετά θάνατον.
Η μετάνοια συντελείται αποκλειστικά σε αυτή εδώ τη γήινη ζωή. Με τον θάνατο χάνεται οριστικά αυτό το θείο δώρο, το δώρο της μετάνοιας, η οποία μας απαλλάσσει από όλα τα αμαρτήματά μας.
Ο αυτοκτονών άνθρωπος δεν χάνει μόνο τη γήινη την πρόσκαιρη ζωή, αλλά χάνει δια παντός, την αιώνια, την ατελεύτητη ζωή, γι’ αυτήν που είμαστε προορισμένοι να απολαύσουμε.
Με την απαίσια αυτή πράξη του καταδικάζει τον εαυτό του σε αιώνια τιμωρία, τον κάνει μόνιμο ένοικο της αιώνιας κόλασης.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας αρνείται να τον κηδεύσει με χριστιανική κηδεία και να τελούνται μνημόσυνα, ως καταφρονητή τους δώρου της ζωής, ως υβριστή του χορηγού της ζωής Θεού, ως καταστροφέα της εικόνος του Θεού, που είναι ό κάθε άνθρωπος.
Δεν είναι ηρωισμός η αυτοκτονία, όπως την θεωρούν μερικοί, αλλά ακραία μορφή δειλίας.
Ο ηρωικός άνθρωπος διακρίνεται για την τόλμη του να αγωνίζεται και να αντιμετωπίζει κάθε δυσκολία, έχοντας την πεποίθηση ότι όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους και πως κάποτε θα τελειώσουν.
Ας μην μας κυριεύει η απελπισία από τις αντιξοότητες και τα προβλήματα της ζωής, διότι όπως τα μικρά παιδιά τα προστατεύουν οι γονείς, και εμάς μας προστατεύει ο ουράνιος Πατέρας μας.
Η απελπισία είναι έργο του διαβόλου, για να μας αποκόψει από το θείο δώρο της ελπίδας, να μας οδηγήσει στην απόγνωση και στην αυτοκτονία, να χαθούμε οριστικά.
Εμείς οι πιστοί έχουμε, πρέπει να έχουμε, κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι, διότι, όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος, «Οἴδαμεν ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» και ως εκ τούτου τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού, «θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;».
Τίποτε από όλα αυτά, διότι «ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ.8,28-39)!
Και τέλος να μην μας διαφεύγει η μεγάλη και ελπιδοφόρα αλήθεια της πίστης μας, ότι οι όποιες γήινες αντιξοότητες της ζωής μας δεν έχουν, δεν θα πρέπει να έχουν, ιδιαίτερη σημασία, ως πρόσκαιρες.
Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ.8,18).
Είναι λοιπόν φρόνιμο να ανταλλάξουμε την μέλλουσα και ατελεύτητη δόξα, με την κακώς νομιζόμενη «λύτρωση» από τα πρόσκαιρα προβλήματα δια της αυτοκτονίας;