«Ὁμιλίες Γέροντος Γρηγορίου – Β’», (2021) Μεταμόρφωσις Χαλκιδικῆς: Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος».
Εἶναι πολύ συγκινητικά αὐτά πού γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Καί εἶναι μιά σωστή τοποθέτηση ἐπάνω στόν θάνατο καί στήν ζωή. Καί ἐκεῖ καταλαβαίνουμε, συνειδητοποιοῦμε πόσο διαφορετικά τά βλέπουμε ἐμεῖς.
Γενικά καί ἐγώ καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί σήμερα πόσο διαφορετικά τά βλέπουμε, ὅταν τοποθετοῦμε τήν ζωή, ὅπως τήν τοποθετοῦμε, ἤ τόν θάνατο πάλι, ὅπως τόν τοποθετοῦμε. Γιατί; Γιά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο θάνατος εἶναι τό νά συνεχίσει νά παραμένει ἐδῶ στήν γῆ, ἐνῶ ζωή εἶναι τό νά φύγει καί νά πάει κοντά στόν Κύριό του. Αὐτό εἶναι ἡ ζωή γιά τόν Ἅγιο. Καί μάλιστα μεταξύ τῶν ἄλλων χαριεστάτων λέξεων λέγει καί τήν ἑξῆς φράση· «ἐγώ ἐντός τριημέρου θά γεννηθῶ· ἤδη ἐπίκειται ἡ γέννηση».
Ὄχι ὁ θάνατος, ἡ γέννησή του. Φυσικά στήν ζωή, στήν πραγματική, στήν… αἰώνια ζωή. Καί λαχταράει, ἐπιθυμεῖ καί παρακαλεῖ ὄχι μόνο νά μή μεσολαβήσουν, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό μαρτύριο, ἀλλά λέγει: «νά εἶστε ἐκεῖ πού θά μέ ρίξουν μέσα στά λιοντάρια καί “ἐρεθίσατε τούς λέοντας”». Νά τούς ἐρεθίσετε, γιά νά μέ κατασπαράξουν! Ἄν θέλετε νά μοῦ κάνετε καλό. Αὐτή εἶναι γιά μένα ἡ μεγάλη εὐεργεσία, ἡ μεγάλη εὐλογία.
Τώρα, πῶς ὁ Ἅγιος τά ἔβλεπε ἔτσι, ὅπως τά ἔβλεπε, καί γιατί ἐμεῖς δέν τά βλέπουμε ἔτσι καί κλαῖμε καί θρηνοῦμε καί ἀπογοητευόμαστε καί φτάνουμε στό σημεῖο νά τά βάζουμε καί μέ τόν Θεό καί νά λέμε «γιατί, Θεέ μου, εἴκοσι ἐτῶν τό πῆρες; Καί τριάντα ἐτῶν τό πῆρες; Καί πέθανε καί εἶχε χρόνια ἀκόμη»; Καί γιατί τόσο πολύ φοβόμαστε; Ὁπωσδήποτε ὑπάρχει σοβαρός λόγος, γι’ αὐτό ἐμεῖς τά ἀντιμετωπίζουμε, ὅπως τά ἀντιμετωπίζουμε. Δέν στεκόμαστε σωστά μπροστά στόν θάνατο. Καί αὐτό φυσικά ἔχει ἀλλοῦ τήν αἰτία του.
Νά, βλέπουμε ἕναν ἅγιο Χριστιανό, τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, πῶς ἀντιμετώπιζε τόν θάνατο. Καί οἱ πρῶτοι Χριστιανοί συνήθως ἔτσι τόν ἀντιμετώπιζαν. Ἦταν ὑπόθεση χαρᾶς ὁ θάνατος.
Γιατί εἶναι εὐλογία, εἶναι εὐεργεσία, εἶναι ζωή. Αὐτός ὁ θάνατος γι’ αὐτούς εἶναι ζωή. Ἔτσι τό ἔβλεπαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί.
Ἀλλά γιά νά καταλάβουμε γιατί μποροῦσαν καί ἀντιμετώπιζαν ἔτσι τόν θάνατο, πρέπει νά δοῦμε τήν ζωή, τήν ἐδῶ ζωή, τήν ἐπίγεια ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Ἐάν δοῦμε πῶς ζοῦσαν, θά καταλάβουμε γιατί τόν ἀντιμετώπιζαν ἔτσι τόν θάνατο, πού γι’ αὐτούς ἦταν ζωή, δέν ἦταν θάνατος.
… το νά θρηνεῖ ἐπί πολύ γιά τόν θάνατο -ἔφυγε κάποιος δικός μας-, τό νά θρηνεῖ καί νά χτυπιέται αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει σοβαρά ἁμαρτήματα ανεξὁμολόγητα. Γι’ αὐτό καί τόν ἀντιμετωπίζει κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. Γι’ αὐτό θά πρέπει νά τακτοποιηθεῖ, ἄν θέλει τό συμφέρον τῆς ψυχῆς του.
… Ἐμεῖς στεκόμαστε μπροστά στόν θάνατο μέ κάποιο φόβο, καί φυσικά ἡ αἰτία εἶναι ὅτι ἡ ζωή μας δέν εἶναι σάν τήν ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Μέσα στόν ἅγιο Ἰγνάτιο εἶχε ἀνάψει τέτοια φλόγα, τέτοια φωτιά πού εἶχε κάψει κάθε τί τό γήινο. Στήν ζωή τήν δική μας τί γίνεται; Δέν ὑπῆρχε τίποτε τό γήινο μέσα στήν ζωή τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου. Τά εἶχε κατακαύσει ὅλα. Τώρα ἐμεῖς εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπό γήινες ἐπιθυμίες…
Γιά φανταστεῖτε. Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ζοῦσαν πιό σωστά ἀπό ὅ,τι ζοῦν σήμερα οἱ μοναχοί. Πνευματικότερη ἦταν ἡ ζωή τῶν οἰκογενειῶν. Γιά τίς οἰκογένειες μιλᾶμε, ὄχι γιά τά Μοναστήρια. Ἦταν πνευματικότεροι, ἦταν ἀπαλλαγμένοι ἀπό ὅλα. Ὅ,τι εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί τό ἀκουμποῦσαν στά πόδια τῶν Ἀποστόλων. Τίποτε δέν κρατοῦσε ὁ Χριστιανός. Τά ροῦχα πού φοροῦσε εἶχε μόνο. Ὁ τότε Χριστιανός ἦταν ἕνας μοναχός. Πραγματικά ἦταν μοναχός, ἀκτήμων. Δέν εἶχε τίποτε.