Ο ανδρείος στρατιώτης της Πατρίδας Γεώργιος Καραϊσκάκης

«Ελληνίδες! Μαυροφορέστε για τον υπερασπιστή της τιμής σας. Έλληνες! Φρίξτε και κλαύτε για τον ανδρείο στρατιώτη και καταβρέχοντας την ιερά γη των προγόνων μας με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας εκδικηθείτε το αίμα του. Ελλάς! Πένθησε τον πολύτιμο Καραϊσκάκη σου.»
Η Ελλάδα θρηνεί απαρηγόρητη. Θρηνεί και κόπτεται. Θρηνεί τον ένδοξο νικητή της Αράχωβας. Θρηνεί τον ανδρείο στρατιώτη της Στερεάς. Θρηνεί τον Γενικό Αρχηγό των κλεινών Αθηνών.
22 τ’Απρίλη 1827. Η μάχη έχει πιάσει φωτιά στον Περαία. Μια μπάλα κανονιού κόβει το δεξί χέρι του Κακλαμάνου της καβαλαρίας μας. Χαμπάρι δεν παίρνει ο υπασπιστής. Πιάνει το σπαθί με τ’αριστερό και συνεχάει. Ξεμπροστιάζοντας όλους τους ντελήδες φτάνουμε ίσαμε τις όχθες του Κηφισού.
Ο Γιώργης Καραϊσκάκης βρίσκεται στο κέντρο της καβαλαρίας. Και να, τρώει ένα βόλι στον βουβώνα από τα πλάγια κι ομπρός κι από πάνω προς τα κάτω. Πέφτει απ’τ’άλογο. Οι καβαλάρηδες τρέχουν.
-Δεν είναι τίποτα! φωνάζει και μ’όση δύναμη τ’απομένει ξανακαβαλικεύει.
Αλλά κάποτε δε μπορεί να κρατηθεί πια στ’άλογο και ξεπεζεύει. Του λένε να τονε πάνε σηκωτό μα αυτός αρνιέται. Δε θέλει να τρομάξει το ασκέρι πως είναι του θανατά. Με την παλάμη του κρατάει την λαβωματιά του και κινάει με τους καπεταναίους ολόγυρά του.
Κάπου κάπου οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, πιάνεται από τον Κίτσο Τζαβέλα λέγοντάς του «Κίτζο μπιρ, να μου ζήσεις».
Αφού ανεβήκαν τον ανήφορο, τον συμβουλεύουν να πάει στα καράβια για πιότερη φροντίδα κι ησυχία. Προτού μπει στη βάρκα, στέκεται ν’αποχαιρετίσει τους συναγωνιστές του, που τόσα πέρασε μαζί τους, λύπες, κακοπάθειες, νίκες και δόξες. Η φωνή του βγαίνει αδύναμη και δάκρυα κυλούν στο σκελετωμένο πρόσωπό του.
-Αδέρφια μου. Πάω να με κοιτάξουν οι γιατροί. Ίσως και να μη ζησω. Θα πεθάνω όμως ευχαριστημένος γιατί έκαμα το χρέος μου στην πατρίδα. Ένα σας γυρεύω. Μην κιοτήσετε αν πεθάνω, μα να φανείτε πιο παλληκάρια από ποτές. Τιμή και καύχημα των παλληκαριών είναι να τα φωνάζουν σφαγάρια κι όχι ψοφίμια.
Μόλις που μπόρεγε να κρατηθεί πια στα πόδια του. Τονε βάζουνε στη βάρκα και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια των αντρειωμένων.
Σα χάθηκε η βάρκα από το Τουρκολίμανο, νέκρα και βουβαμάρα απλώθηκε στο στρατόπεδο. Κι έπειτα η φοβερή είδηση πως πληγώθηκε ο Καραϊσκάκης γλιστράει σαν πνοή θανάτου πάνω απ’όλους.
Στη γολέτα “Σπαρτιάτης” οι γιατροί βλέπουν την πληγή του και καταλαβαίνουν πως δεν έχει γιατρειά. Ο Τσωρτς κι ο Κόχραν τρέχουν να τον ειδούν. Έπειτα φτάνουν στο καράβι ο Γαρδικιώτης Γρίβας κι ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος από μέρος όλων, για το ύστατο χαίρε.
Γονατίζουν στα πόδια του Στρατηγού μη βγάζοντας μιλιά. Μοναχά κλάμα. Σε λίγο ανεβαίνουν στο καράβι και οι δυο μπιστικοί του Μήτρος Σκυλοδημάκης και Μήτρος Αγραφιώτης. Αφού τον χαιρετάνε με κλάματα κάθονται κι αυτοί ολόγυρα.
-Τώρα, είπε, θέλω να αφήσω σε σας τους αγαπημένους μου τις τελευταίες μου παραγγελίες. Στο γιο μου αφήνω το ντουφέκι μου τη Βασιλική. Γυρνάει το κοιτάει δακρυσμένος και λέει: Τα πλούτη όπου καζάντισα από μικρό παιδί στάθηκες εσυ, ντουφέκι μου. Τις τσούπρες μου που είναι ανήλικες τις αφήνω να τις προστατέψετε εσείς. Υπαγορεύει και υπογράφει τη διαθήκη του, στην οποία αφήνει το λιγοστό βιος του στα παιδιά του και τους συναγωνιστές του. Εκατομμύρια γρόσια πέρασαν απ’τα χέρια του και φεύγοντας έμεινε με ψίχουλα καθώς τα έδωσε όλα για να βραβέψει τους πολεμιστές του.
Ύστερα ήρθε ο παπάς. Ξομολογήθηκε και κοινώνησε.
Κι έπειτα βάρυνε. Παραμιλούσε. Άλλοτε φώναζε ονόματα συναγωνιστών του, άλλοτε γύρευε να λευτερώσουν την Αθήνα κι άλλοτε παρακάλαγε να τον σκοτώσουν να μην πονάει άλλο.
Μετά από πολύωρο χαροπάλεμα, στις 4 το πρωί 23 τ’Απρίλη 1827, ανήμερα τ’ ‘Αη Γιωργιού, ο Γιώργης Καραϊσκάκης, το μέγα τέκνο της Ελλάδας ξεψυχάει πάνω στα νερά της Σαλαμίνας.
-Πέθανε!… φωνάζουν πικρά στο στρατόπεδο τη στιγμή της είδησης του θανάτου του. Πικρότερη και φαρμακώτερη στιγμή από δαύτη δεν είδαν. Μείναν στη μέση. Πού να πάνε; Ποιός να τους παρηγορήσει; Ως και οι πέτρες κλαίγανε.
Σαν φτάνει το θλιβερό μαντάτο στ’αυτιά του Κολοκοτρώνη, ο Γέρος ξεσπάει σε λυγμούς και μοιρολογάει για ώρες τον ήρωα σαν γυναίκα. Απέναντι, στον Πόρο, γίνεται επίσημο μνημόσυνο για τον θάνατό του. Οι καπεταναίοι κουβαλάνε στις πλάτες τους ένα άδειο νεκροσέντουκο τυλιγμένο με μαύρο πανί και πάνω του ένα στεφάνι από δάφνη.
-Ωρέ Έλληνες! βάζει φωνή βγαίνοντας απ’την εκκλησιά ο Κολοκοτρώνης, ντουφεκάτε τρεις στη μνήμη του Καραϊσκάκη! Κι οι αγωνιστές αδειάζουνε τα καριοφίλια τους στον αέρα και δάκρυα τρέχουν απ’τα μάτια τους. Ποτέ σ’όλο το Εικοσιένα δε θρηνήσανε πολεμιστές και λαός άλλον ήρωα όπως αυτόν.
Κι εσύ Γιώργη Καραϊσκάκη, γιε της καλογριάς, Αρχιστράτηγε Γεώργιε Καραϊσκάκη, ευδαίμων Καραϊσκάκη! ορκιζόμενος να ζήσεις ή να αποθάνεις λεύτερος, φύλαξες τον όρκο σου ως χρηστός πολίτης, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τέτοιος μάρτυρας της ελευθερίας, στεφανωμένος με δάφνες δόξας και αθανασίας πέταξες τα εγκόσμια για να ενδυθείς τα άυλα και θεϊκά ρούχα που φορούν όσοι πέθαναν για τα δίκαια της Πατρίδος. Η ακτινοβόλος σου σκιά, Αρχιστράτηγε, φωτίζει στην αιώνια μακαριότητα τους Έλληνες και αναπέμπει στους αιώνες την ατσάλινη, φιλόπατρη, αγνή καθόλα ψυχή σου!
Αιωνία σου η μνήμη, Αρχιστράτηγε!
 
Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ, αποσπάσμα από την Προκήρυξη της Κυβέρνησης για τον θάνατο του Καραΐσκάκη