Το Δομένικο Ελασσόνας είναι ένα μικρό χωριό στη Θεσσαλία. Είναι όμως και ένα από τα χωριά που έγιναν ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια της τριπλής ξενικής κατοχής το 1941-44. Η μόνη διαφοροποίηση σε σχέση με άλλα παρόμοια εγκλήματα είναι το εν λόγω το διέπραξαν οι «καλοί» Ιταλοί.
Στη Ελλάδα έχει, λανθασμένα, επικρατήσει η άποψη ότι οι Ιταλοί υπήρξαν οι πλέον «καλοί» εκ των τριών κατακτητών (Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι). Και όμως υπήρξαν εξίσου σκληροί εγκληματίες όπως και οι τότε σύμμαχοί τους.
Αφορμή και έγκλημα
Στις 16 Φεβρουαρίου 1943 αντάρτες του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν σε μικρό τμήμα Ιταλών και ρουμανιζόντων «λεγεωνάριων». Ο ΕΛΑΣ έστησε ενέδρα στην εχθρική φάλαγγα στη θέση Μαυρίτσα, σε απόστασή 2 χλμ. από το Δομένικο. Οι αντάρτες έπληξαν την ιταλική φάλαγγα αλλά όσοι Ιταλοί γλίτωσαν επέστρεψαν στο χωριό Μεσοχώρι όπου στάθμευαν επιπλέον δυνάμεις τους. Στην ενέδρα σκοτώθηκαν εννέα Ιταλοί και ένας αξιωματικός τραυματίσθηκε.
Η διοίκηση της 24ης Μεραρχίας Πεζικού «Πινερόλο» αποφάσισε να εκδικηθεί. Προφανής στόχος ήταν το Δομένικο. Πράγματι οι Ιταλοί πλησίασαν στο χωριό και σε πρώτη φάση διέταξαν τους κατοίκους να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Οι κάτοικοι υπάκουσαν καθώς δεν είχαν καμία συμμετοχή στη ενέδρα και δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα ακολουθούσε.
Σε λίγο αφίχθησαν στο χωριό 40 ιταλικά οχήματα. Οι Ιταλοί μαζί με τους «λεγεωνάριους» συνεργάτες τους οδήγησαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία. Ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισε ο ρουμανίζων, δοσίλογος, δοτός δήμαρχος του χωριού Νίκος Χώτος, που βοήθησε τους Ιταλούς. Στην πλατεία οι Ιταλοί ξεχώρισαν τις γυναίκες και τα παιδιά, πλην των άνω των 14 ετών αγοριών και με τη βία τις μετέφεραν στο χωριό Αμούρι.
Οι άνδρες και τα αγόρια άνω των 14 παρέμειναν στο χωριό που ήδη καιγόταν. Οι Ιταλοί τους είπαν ότι θα τους μετέφεραν σε στρατόπεδο στη Λάρισα. Σύντομα οι Ιταλοί μετέφεραν στο Δομένικο και άνδρες από τα γύρω χωριά, το Μεσοχώρι, το Δαμάσι, το Αμούρι. Κατόπιν η φάλαγγα των μελλοθανάτων οδηγήθηκε στο Μεσοχώρι.
Και αυτό το χωριό πυρπολήθηκε ενώ 12 άνδρες του χωριού ήδη δολοφονήθηκαν. Το βράδυ, καθώς η φάλαγγα είχε πλησιάσει την περιοχή Καυκάκι, με εντολή του διοικητή της Πινερόλο, στρατηγού Μπενέλι, υπό την επίβλεψη του αντισυνταγματάρχη Αντόνιο ντι Πάουλα, οι Έλληνες δολοφονήθηκαν όλοι.
Τα θύματα εκτελούντο ανά επτά. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν μέχρι το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου. Εκτελέστηκαν 194 Έλληνες από το Δομένικο και άλλοι από τα γύρω χωριά. Μόλις έξι γλίτωσαν, ένας ξεφεύγοντας πυροβολούμενος και άλλοι πέντε κρυμμένοι κάτω από τον σορό των πτωμάτων.
Τραγικό θάνατο βρήκε ο ιερέας του χωριού πατήρ Δημήτριος, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τους Ιταλούς ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν αμέτοχοι στην ενέδρα. Τον άρπαξε όμως ένας Ιταλός και άρχισε να του ξεριζώνει τη γενειάδα. Στη συνέχεια του έβαλε φωτιά.
Η πρώτη αντίδραση στο έγκλημα προήλθε από τον μοίραρχο της Χωροφυλακής Νικόλαο Μπάμπαλη, ο οποίος στις 19 Φεβρουαρίου, έστειλε δύο αναφορές στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Ο Μπάμπαλης συνελήφθη άμεσα από τους Ιταλούς και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εντελώς τυχαία επέζησε.
Σύμφωνα με την Ιταλίδα ιστορικό Λίντια Σανταρέλι, η διαταγή σκλήρυνσης της στάσης των Ιταλών έναντι των Ελλήνων προήλθε από τον Ιταλό διοικητή στην Ελλάδα στρατηγό Κάρλο Τζελόζο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μεραρχία Πινερόλο, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943, ενώθηκε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.