Ὁ Ματρόζος

Περὶ τοῦ ποιήματος: Ὁ Ματρόζος, Σπετσιώτης ἀγωνιστής, ποὺ χάρισε ἀφειδώλευτα τὰ πάντα στὴν πατρίδα, τελείωνε τώρα τὴν ζωή του φτωχὸς καὶ ἀγνοημένος, ἐνῷ οἱ πρώην ναῦτες του εἶχαν γίνει καπεταναῖοι στὰ βασιλικὰ καράβια καὶ ὁ παλιὸς συμπολεμιστής του Κωνσταντῖνος Κανάρης ἦταν πρῶτος ὑπουργός. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν Κανάρη -τοῦ ὁποίου τὴν ζωὴ εἶχε γλυτώσει κοντὰ στὴν Τένεδο- πηγαίνει νὰ συναντήσει ὁ γερο-Ματρόζος στὴν Ἀθήνα.

Ἕνας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια,
μὲ κάτασπρα μακριὰ μαλλιά, μὲ πύρινη ματιά,
σὰν πλάτανος θεόρατος γυρμένος ἀπ᾿ τὰ χιόνια,
περνοῦσε πάντα στὸ νησὶ τὰ μαῦρα γηρατειά.
Εἶναι ἀπὸ κείνη τὴ γενιὰ κι ὁ γερο-καπετάνος
ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο του τὴν ἔτρεμε ὁ Σουλτάνος.

Εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ ἀθάνατό τους αἷμα,
ἀπὸ τοὺς χίλιους ποὺ ἔβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ ἔβαλαν στὴν κεφαλή σου στέμμα
καὶ ἄγνωστοι σβηστήκανε στὸ δοξαστὸ νησί.
Εἶχες ἀστέρια ὁλόλαμπρα στὸν οὐρανό σου κι ἄλλα,
μὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔλαμψαν ἤσανε πιὸ μεγάλα.

Σὰν ἔγραψαν μὲ τὸ δαυλὸ τῆς ἱστορίας μόνοι,
χωρὶς γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες μία λέξη αὐτὴ νὰ πεῖ,
μὲ τὴν πληγή τους γιὰ σταυρὸ κι ἀτίμητο γαλόνι,
ἄλλοι στὰ δίχτυα ἐγύριζαν καὶ ἄλλοι στὸ κουπί.
Κι οἱ στολοκάφτες τῶν Σπετσῶν, τ᾿ ἀτρόμητα λιοντάρια,
μὲ τὶς βαρκοῦλες ἔπιαναν στὸ περιγιάλι ψάρια.

Ὁ γέρος μας παράπονο ποτὲ δὲ λέει κανένα,
μὰ καπετάνους σὰν ἰδεῖ μὲς στὰ βασιλικά,
ἐκείνους πού ῾χε ναῦτες του μὲ μάτια βουρκωμένα
στὰ περασμένα ἐγύριζε καὶ στὰ πυρπολικά,
καὶ ξαπλωμένος δίπλα μου, μοῦ ῾λεγε ἐκεῖ στὴν ἄμμο
πόσα καράβια ἐκάψανε στὴν Τένεδο, στὴ Σάμο.

«Παιδί μου, τώρα ἐγέρασα, παιδί μου θ᾿ ἀποθάνω»,
στὸ τέλος πάντα μοῦ ῾λεγε μ᾿ ἕν᾿ ἀναστεναγμό,
«Ἕνας Ματρόζος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ζητιάνο,
μὰ νὰ βαστάξω δὲν μπορῶ τῆς πείνας τὸν καημό.
Κλαίω ποὺ ἀφήνω τὸ νησί, θὰ πάω στὴν Ἀθήνα,
πρὶν πεθαμένο μ᾿ εὕρετε μία μέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα…

Μοῦ λέν, ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς, ἀπ᾿ τὰ Ψαρὰ κεῖ πέρα,
πὼς ὑπουργὸς ἐγίνηκε μεγάλος καὶ τρανός,
κι ἂν θυμηθῇ πὼς τὴ ζωή του ἔσωσα μία μέρα
ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, μποροῦσε ὁ Ψαριανὸς
νὰ κάνει τίποτε γιὰ μὲ κι ἴσως νὰ δώσουν κάτι
σ᾿ ἐκεῖνον πού ῾χε τάλαρα τὴ στέρνα του γεμάτη».

Πέντε ἕξι ἡμέρες ὕστερα ἐμπῆκε στὸ βαπόρι
κι ἀκουμπιστὸς περίλυπος ἐπάνω στὸ ραβδί,
ὡς ποὺ στὴν Ὕδρα ἔφθασε, ἐγύριζε στὴν πλώρη
τὸ λατρευτό του τὸ νησὶ ὁ γέροντας νὰ δεῖ.
Καὶ σκύβοντας τὰ κύματα δακρύβρεχτος ἐρῶτα,
πῶς φεύγει τώρ᾿ ἀπ᾿ τὸ νησὶ καὶ πῶς ἐρχόταν πρῶτα.

«Ἐδῶ τί θέλεις, γέροντα;» ρωτᾷ τὸν καπετάνο
στὸ ὑπουργεῖον ἐμπροστὰ κάποιος θαλασσινὸς
ντυμένος στὰ χρυσά. «Παιδί μου, εἶναι πάνω
ὁ Κωνσταντής;». «Ποιὸς Κωνσταντής;». «Αὐτός… ὁ Ψαριανός».
«Δὲ λὲν κανένα Ψαριανό, ἐδῶ εἶναι Ὑπουργεῖο,
νὰ ζητιανέψῃς πήγαινε μὲς στὸ φτωχοκομεῖο!».

Ὁ γέρος ἀνασήκωσε τὸ κάτασπρο κεφάλι
καὶ τὰ μαλλιά του ἐσάλεψαν σὰν χαίτη λιονταριοῦ
καὶ μὲ σπιθόβολη ματιὰ μὲς ἀπ᾿ τὰ στήθια βγάνει
μὲ στεναγμὸ βαρύγνωμο φωνὴ παλληκαριοῦ:
«Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!»

Τότε ὁ Κανάρης ποὺ ἄκουσε φιλονικία κάτου,
στὸ παραθύρι πρόβαλε νὰ δεῖ ποιὸς τὸν ζητεῖ
καὶ τὸ νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε ἡ καρδιά του
καὶ νά ῾ρθει ἐπάνω διέταξε μὲ τὸν ὑπασπιστή.
Κάτι ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα τοῦ ἐξύπνησε στὰ στήθη,
κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ὄνειρο μαζὶ καὶ παραμύθι.

Τὸν κοίταξε τὰ μάτια του μὲς στὰ μακριά του φρύδια,
Ποὺ μοιάζανε σὰν ἀετοὺς κρυμμένους στὴ φωλιά,
στὸν καπετάνο ἐφάνηκαν μὲ τὴν φωτιὰ τὴν ἴδια,
ὅταν τὰ ἐφώτιζε ὁ δαυλὸς τὰ χρόνια τὰ παλιά.
Κι ἕνας τὸν ἄλλο κοίταζε κατάματα οἱ δυὸ γέροι,
ὁ ἡμίθεος τὸν γίγαντα, ὁ ἥλιος τὸ ἀστέρι.

«Δὲν μὲ θυμᾶσαι, Κωνσταντή;» σὲ λίγο τοῦ φωνάζει,
«γρήγορα σὺ μὲ ξέχασες, μὰ σὲ θυμᾶμαι ἐγώ!…».
«Ποιὸς τό ῾λπιζε νὰ δεῖ ποτές», ὁ γέροντας στενάζει,
«τὸν καπετάνο ζήτουλα, τὸ ναύτη ὑπουργό!…».
Καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὰ διάπλατά του στήθη,
τὴ φτώχεια του ἐλησμόνησε, τὴ δόξα του ἐθυμήθη.

«Ποιὸς εἶσαι, καπετάνο μου; Καὶ ποιό ῾ναι τὸ νησί σου;»,
ὁ Ψαριανὸς τὸν ἐρωτᾷ μὲ πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μιὰ ζωή, περάσανε, θυμήσου
ἀπ᾿ τῆς καλῆς μου ἐποχῆς, ἐκείνης τὸν καιρό.
Μήπως στὴν Σάμο ἤσουνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη;
Στὴν Κῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Χῖο, στὴ Μυτιλήνη;»

Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο …πενήντα πέντε χρόνια
ἐπέρασαν ἀπ᾿ τὴν στιγμὴν ἐκείνη, σὰν φτερό.
Σὰν νὰ σὲ βλέπω Κωνσταντή, δὲ θὰ ξεχάσω αἰώνια…
Ἀκόμα στὸ μπουρλότο σου καβάλα σὲ θωρῶ…
Χρόνος δὲν ἦταν πού ῾καψες στὴ Χιὸ τὴ ναυαρχίδα
κι ἦταν ἡ πρώτη μου φορὰ ἐκείνη ποὺ σὲ εἶδα…

Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; Μιὰ φρεγάδα
σ᾿ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾿ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα
μ᾿ ὀχτὼ βατσέλα πίσω της ἐμοιᾶζαν περιστέρια
κι ἐσὺ γεράκι γύρω τους… ἐπάνω στὸ μπουρλότο,
ποὺ τὴν κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ᾿ ἀστέρια,
σὰν δαίμονας μὲς στὸν καπνὸ γλυστροῦσες καὶ στὸν κρότο.

Σὲ καμαρώνω ἀπὸ μακριά… κι οἱ ναῦτες κι ὁ λοστρόμος
μ᾿ ἐξώρκιζαν νὰ φύγουμε τοὺς εἶχε πιάσει τρόμος,
γιατὶ ἡ ἁρμάδα ζύγωνε ἐπάνω στὸ τιμόνι
θάρρος στοὺς ναῦτες σου ἔδινες… δὲν βάσταξε ἡ καρδιά μου,
σὲ μιὰ στιγμὴ χανόσουνα, σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ μόνη
καὶ «ὄρτσα! μάϊνα τὰ πανιά!» φωνάζω στὰ παιδιά μου.

Στὸ στρίψιμο τοῦ τιμονιοῦ μᾶς σίμωσες… μ᾿ ἀντάρα,
ὁ Τοῦρκος κοντοζύγωνε ἡ μαύρη μου καμπάρα
ἀστροπελέκια καὶ φωτιὲς καὶ κεραυνοὺς πετοῦσε,
μὰ σὰν δελφίνι γρήγορα κι ἐκεῖνος ἐγλιστροῦσε.
Οἱ ναῦτες μου φωνάζανε: «Τί κάνεις καπετάνο;»
Κι ἐγὼ τοὺς λέω: «Τὸν Ψαριανὸ νὰ σώσω κι ἂς πεθάνω…».

Καὶ σοῦ πετῶ τὴ γούμενα… καὶ δένεις τὸ μπουρλότο…
κάνω τιμόνι δεξιά… τὸ φλογερὸ τὸ χνῶτο
τοῦ Τούρκου θὰ σὲ βούλιαζε – θυμᾶσαι; Σοῦ φωνάζω,
«Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ν᾿ ἀνεβεῖς», μὰ δὲν μ᾿ ἀκοῦς κι ἀφήνεις
ἄλλοι ν᾿ ἀνέβουν… ἔσκυψα κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ σ᾿ ἀδράζω,
καὶ σ᾿ ἔσωσα κι ἐφύγαμε… μὰ δάκρυα βλέπω χύνεις!…».

«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ὁ Κωνσταντὴς φωνάζει
καὶ μὲς στὰ στήθη τὰ πλατιὰ σφιχτὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
Κι ἐνῷ οἱ δυὸ γίγαντες μὲ τὰ λευκὰ κεφάλια
στ᾿ ἄσπρα τους γένεια δάκρυα κυλοῦσαν σὰν κρυστάλλια,
δυὸ κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα ἀπὸ τὸ χιόνι,
ὅταν τοῦ ἥλιου τὸ φιλὶ τὴν ἄνοιξη τὸ λειώνει.-