Ἐξόδιος δι’ ὀλίγους

Ἀρχιμανδρίτου Χριστοδούλου Κοκλιώτη

Ἐφημερίου Ἁγίου Μηνᾶ Σαλαμῖνος

Διάβασα τοῦτες τίς μέρες πώς, στά πλαίσια τῶν ἐκτάκτων μέτρων πού ἔλαβε ἡ πολιτεία γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας, ἐπιτρέπει τήν τέλεση κηδειῶν μέ τήν παρουσία μόνο τῆς οἰκογένειας τοῦ κεκοιμημένου, μέ ἀνώτατο ὅριο τά 10 ἄτομα.

Ἐννοεῖται πώς θά ὑπακούσουμε, ἀφοῦ εἶναι μέτρο προστασίας τῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν.

Ὅμως, ὅπως καί νά τό κάνουμε, εἶναι στενόχωρο! Νά κηδεύεται ὁ συγγενής, ὁ γείτονας, ὁ φίλος καί νά μήν μπορῇς νά πᾶς ν’ ἀνάψῃς ἕνα κερί, νά τοῦ δώσῃς τόν τελευταῖο ἀσπασμό, νά σφίξῃς τό χέρι στούς συγγενεῖς καί νά τούς συλλυπηθῇς.

«Λύπη μοιρασμένη, μισή λύπη. Χαρά μοιρασμένη, διπλή χαρά», λέει μιά παροιμία τοῦ λαοῦ μας. Καί ἔτσι εἶναι.

Βέβαια μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε ἀπ’ τό σπίτι. Τό ἴδιο δέν εἶναι; Ό Θεός εἶναι παντοῦ καί μᾶς ἀκούει!

Ἐδῶ κάνω μιά παρένθεση γιά νά πῶ ὅτι αὐτὸ τό ἐπιχείρημα, ὅτι δηλαδή «Ὁ Θεός εἶναι παντοῦ», πού ἀκούγεται κατά κόρον ἀπό ἀρχιερατικά καί ἱερατικά χείλη αὐτήν τήν περίοδο, πολύ σύντομα θά στραφῇ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Θά τό χρησιμοποιήσουν οἱ κατ’ εὐφημισμόν χριστιανοί, ὅταν θά τούς ἐλέγξῃ λ.χ. ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας τους γιατί δέν πᾶνε στήν Ἐκκλησία.

-Πάτερ ὁ Θεός εἶναι παντοῦ! Ἐσεῖς δέν μας τό λέγατε, ὅταν ἦταν σέ ἔξαρση ἡ ἐπιδημία;

Εἶναι, γιά νά ἐπανέλθουμε, μία λύση ἀνάγκης. Θά προσευχηθοῦμε ἀπ’ τό σπίτι γιά τήν ψυχή τοῦ κοιμηθέντος, θά ἀνάψουμε ἴσως ἕνα κεράκι καί ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσῃ. Δέν εἶναι ὅμως τό ἴδιο. Ἄν ἦταν τό ἴδιο, δέν θά πηγαίναμε στήν κηδεία κανενός. Θά πήγαινε μόνο ἡ οἰκογένεια.

Καθώς βασάνιζα τόν λογισμό μου μέ τίς κηδεῖες “δι’ ὀλίγους”, ἦρθε στήν θύμησή μου ἕνα γεγονός πού συνέβη πρίν ἀρκετά χρόνια. Σίγουρα πάνω ἀπό δέκα. Ἕνα πρωί χτύπησε τό τηλέφωνό μου. Ἦταν ὁ ὑπεύθυνος ἑνός γραφείου τελετῶν.

-Πάτερ μπορεῖτε αὔριο νά ἔρθετε στόν Ναό τοῦ κοιμητηρίου νά κάνουμε μιά κηδεία; -Ἔχει πεθάνει μιά γυναῖκα. Εἶναι κάπως ἰδιαίτερη περίπτωση!

Ἀπάντησα ἀμέσως θετικά, καί τήν ἑπομένη πῆρα μαζί μου τόν πάντα πρόθυμο ἱεροψάλτη καί πήγαμε.

Μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία, μέ ἔπιασε ἕνα μούδιασμα. Τό ἴδιο καί τόν ψάλτη. Στό μέσον τοῦ Ναοῦ ἕνα ἀπέριττο φέρετρο μέ τήν νεκρή καί στό προσκεφάλι της ὄρθιος ὁ σύζυγός της. Τόν θυμᾶμαι σάν τώρα. Ἕνα κοντό, ξερακιανό γεροντάκι. Κανείς ἄλλος. Οὔτε ἕνας!

Μπήκαμε στό Ἱερό καί μοῦ λέει ὁ ψάλτης: -Παπᾶ, κανένας δέν ἔχει ἔρθει στήν ἔρημη. Μόνο ὁ ἄντρας της. Τό συζητήσαμε λίγο καί εἴπαμε ἀπό κοινοῦ νά ψάλουμε τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία μέ ὅσο πιό ἐπίσημο τρόπο γίνεται. Σάν κηδεία Μητροπολίτου! Ὅπερ καί ἐγένετο.

Καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς Ἀκολουθίας μου ἀνεβοκατέβαινε ἕνας κόμπος στόν λαιμό καί μέ ἔπνιγαν οἱ λογισμοί.

-Οὔτε ἕνας Χριστέ μου; Γιατί;

Δέν τήν ἤξερα. Ἀλλά, ἄν ἦταν καλός ἄνθρωπος, δέν ἔπρεπε νά τήν συνοδεύσουν οἱ συγγενεῖς, οἱ γείτονες; Ἔστω καί λίγοι. Ἄν πάλι ἦταν κακός ἄνθρωπος, δέν ἔπρεπε νά εἶναι ἐδῶ γιά νά ποῦν ἕνα: «Θεός συγχώρεσ’ την»;

Μέ τόν ψάλτη ἀνταλλάξαμε μιά-δυό ματιές ἀλλά μᾶς ἐρχόταν καί στούς δυό ἕνας λυγμός. Ἦταν, βλέπεις καί ἡ εἰκόνα τοῦ συζύγου της πού σέ διέλυε. Ποτέ μέχρι σήμερα δέν ἔχω νοιώσει μεγαλύτερη συγκίνηση σέ κηδεία ἀπό αὐτήν.

Μέσα σ’ αὐτήν τήν ζόφωση τῶν λογισμῶν τελείωσε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία καί ἡ ταφή.

Μετά ἀπό πολύ καιρό εὑρισκόμενος στό κοιμητήριο γιά ἕνα τρισάγιο, πέρασα κατά σύμπτωσιν μπροστά ἀπ’ τόν τάφο της. Ἦταν κι αὐτός ὅπως ἡ κηδεία της. Μόνο χῶμα, χορτάρια παντοῦ καί ἕνας μικρός ξύλινος σταυρός.

Πῆγα νά στενοχωρηθῶ, ἀλλά τό ἔδιωξα. Σκέφτηκα πώς αὐτό πού μετράει εἶναι μόνο ἡ ἀλάνθαστη κρίση Τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κατά τ’ ἄλλα, ὅ,τι κρύβουν οἱ πολυτελεῖς τάφοι, ἔκρυβε καί ὁ φτωχικός.

Καί οἱ πλούσιοι καί οἱ φτωχοί προαπελθόντες χριστιανοί ἀναμένουν τό ἐγερτήριο σάλπισμα τοῦ Ἀρχαγγέλου.

«Τά ὀστᾶ τά ξηρά ἀκούσατε λόγον Κυρίου». (Ἰεζεκιήλ 34,4).

Τήν θυμόμουν ἀρκετό καιρό στήν Ἁγία Προσκομιδή. Μετά ἀτόνησε στήν μνήμη μου. Τώρα πού γράφω αὐτές τίς σκέψεις, βάζω κανόνα στόν ἑαυτό μου νά τήν μνημονεύω.

Δέν ξέχασα τό ὄνομά της. Εἶναι σπάνιο, βλέπεις, καί δέν ξεχνιέται..

Μελετίτσα τήν ἔλεγαν…

Θυμηθεῖτε την!