Ἀρχιμ. Χρίστου Κυριαζόπουλου
Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Μ. Α. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
πρ. σχολικοῦ συμβούλου φιλολόγων
Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης
Ἐσχάτως ἐν μέσῃ καί βαθυτάτῃ κρίσει, βρεθήκαμε οἱ Νεοέλληνες ἐνώπιον ἑνός νέου προβλήματος. Κάποιες φωνές, μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ζητοῦν ἐπιμόνως καί ἐπειγόντως νά τελῆται ἡ θεία Λειτουργία στήν καθομιλουμένη γλῶσσα. Πιστεύουν μᾶλλον πώς ἄν αὐτό συμβῆ, θά γεμίσουν οἱ ναοί ἀπό κόσμο καί ἰδιαίτερα ἀπό νέους ἀνθρώπους. Σέ ὧρες πού ἡ ἐθνική σύμπνοια εἶναι ἀναγκαία ὅσο ποτέ, ἀνοίγουν ἕνα ἐσωτερικό μέτωπο ἐντάσεων καί συγκρούσεων.
Γιά τό θέμα τῆς τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν ἀπό μετάφραση, θά ἐκθέσουμε ταπεινά ἐλάχιστες σκέψεις. Εἶναι εὔλογο τέτοιες προτάσεις νά βρίσκουν ἀπήχηση σέ πολλούς καλοπροαιρέτους πιστούς. Ποιός δέν θά ἤθελε νά κατανοῆ ὅλα ὅσα ἀκούει στήν ἐκκλησία! Ὅμως εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό ὅτι ἡ μετάφραση δέν ὁδηγεῖ αὐτομάτως στήν κατανόηση κανενός κειμένου, πολλῷ μᾶλλον κειμένων λειτουργικῶν, μέ βαθύτητα θεολογική καί λεπτές δογματικές διατυπώσεις. Οἱ παλαιώτεροι θά θυμοῦνται τίς πολύωρες ἀναλύσεις τῶν λογοτεχνικῶν κειμένων στό σχολεῖο καί οἱ νεώτεροι γνωρίζουν ὅτι στό μάθημα τῆς λογοτεχνίας Γυμνασίου καί Λυκείου οἱ περισσότερες ἐρωτήσεις τῶν ἐξετάσεων, προφορικῶν καί γραπτῶν, ἐλέγχουν τήν κατανόηση τῶν κειμένων. Κειμένων φυσικά γραμμένων στήν δημοτική γλῶσσα.
Οἱ φιλόλογοι μποροῦν νά μᾶς βεβαιώσουν πόσο δυσκολεύονται σήμερα οἱ περισσότεροι μαθητές τῆς Γ΄ Λυκείου στήν κατανόηση ἑνός κάπως δύσκολου δοκιμίου, κι ἄς εἶναι γραμμένο σέ ἁπλούστατη δημοτική. Ἡ ἑρμηνεία καί ἡ κατανόηση τῶν ἁγιογραφικῶν καί λειτουργικῶν κειμένων εἶναι, κατά μείζονα λόγο, πάντοτε ἀναγκαία. Σ᾿ αὐτήν στοχεύουν τά ἑρμηνευτικά βιβλία πού, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν ἐν ἀφθονίᾳ καί ὁλοένα κυκλοφοροῦν καινούργια. Ἀρκεῖ νά τά μελετοῦμε. Σ᾿ αὐτήν ἀποβλέπει καί τό κήρυγμα καί ὁ ἐν γένει ποικιλότροπος διδακτικός λόγος τῆς Ἐκκλησίας.
Τά Εὐαγγέλια εἶναι γραμμένα σέ πολύ ἁπλά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὅταν στήν θεία Λειτουργία διαβάζονται χωρίς κανένα
ἀπολύτως λάθος καί εὐκρινῶς, πιστεύουμε πώς εἶναι κατανοητά ἀπό ὅλους. Ἡ ἑλληνιστική κοινή, τῆς ὁποίας, ὡς γνωστόν, ἡ Καινή Διαθήκη ἀποτελεῖ τήν ἁπλούστερη μορφή, ἀγαπήθηκε καί μιλήθηκε μέσα σέ λιγώτερα ἀπό σαράντα χρόνια ἀπό τόν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου –ἔργο βέβαια τῆς θείας Προνοίας– ἀπό μυρίους ἀλλογλώσσους
λαούς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Μεσογείου ὡς καθημερινή τους γλῶσσα. Ὡρισμένοι φρονοῦν πώς οἱ Νεοέλληνες οὔτε τήν ἀγαποῦμε, οὔτε εἶναι γλῶσσα μας. Κάνουν τραγικό λάθος!
Στήν ἴδια ἁπλή σχετικά γλῶσσα εἶναι διατυπωμένα τά εἰρηνικά, οἱ συναπτές, ἡ ἐκτενής, τά πληρωτικά. Ἡ ἐπανάληψη τά καθιστᾶ πιό προσιτά. Οἱ εὐχές πλουσιώτατες σέ νοήματα, θά ἄξιζε νά ἀναλύωνται ἀπό τούς ἁρμοδίους. Ἡ ὑποβολή καί ἡ ποιητική χροιά εἶναι σ᾿ αὐτές ἰδιαίτερα ἔντονη, γεγονός πού δυσκολεύει τήν μετάφρασή τους. Τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα εἶναι ἐπίσης εὐκολονόητα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀπαγγέλλονται βέβαια ἐμμελῶς, ἴσως κάπως περισσότερο ἀπό τά Εὐαγγέλια, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ἀναγνώσματα. Αὐτό δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦν οἱ ἱεροψάλτες μας, οἱ ὁποῖοι μάλιστα πρίν τά διαβάσουν θά πρέπη νά εἶναι ἄριστα προετοιμασμένοι, ὥστε νά μήν κάνουν, εἰ δυνατόν, κανένα λάθος.
Θεωροῦμε ἐντελῶς περιττή τήν ἀναφορά σέ μία πιθανή μετάφραση τῶν ὑμνογραφικῶν κειμένων. Αὐτά εἶναι ποιήματα, μέσα στά ὁποῖα συμπλέκονται μέλος, δύσκολη μετρική καί ὑψηλή δογματική θεολογία, τῆς ὁποίας ἡ ἀκρίβεια θά κινδυνεύση μέ τήν μετάφραση νά διακυβευθῆ. Ἐδῶ δέν νομίζουμε πώς μπορεῖ κἄν νά τεθῆ θέμα συζητήσεως. Δέν ἀποτελεῖ ἐξ ἄλλου ἀξιόπιστο ἐπιχείρημα τό γεγονός ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες μετέφρασαν κάποτε στήν Σλαβική τά ἐκκλησιαστικά κείμενα καί τά μεταφράζουν καί σήμερα στίς γλῶσσες τῶν λαῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων δραστηριοποιοῦνται ἱεραποστολικά. Γιά τούς λαούς αὐτούς ἡ ἑλληνική ἦταν καί εἶναι μία ξένη γλῶσσα.
Γιά μᾶς προφανῶς καί δέν εἶναι! Νά προσθέσουμε ἐν παρενθέσει ὅτι θά ἄξιζε τόν κόπο οἱ τοπικές Ἐκκλησίες νά ἐλέγξουν τήν ὀρθότητα καί τήν ποιότητα τῶν μεταφράσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων στίς σύγχρονες γλῶσσες τους, καί δή τῶν κειμένων τῆς Λατρείας. Ἴσως βρεθοῦν πρό ἐκπλήξεων! Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες τῶν ὑστεροβυζαντινῶν χρόνων, καθώς καί τῶν ὕστερων χρόνων τῆς τουρκοκρατίας δέν μετέφρασαν τά ἱερά κείμενα γιά λατρευτική χρήση –ἄν καί θά τούς ἦταν εὔκολο– κι ἄς ἦταν καί τότε δυσνόητα γιά τούς πολλούς. Μόνον τά ἑρμήνευσαν. Καί οἱ ἑρμηνεῖες τους εἶναι πολύτιμες καί αὐθεντικές.
Τά λειτουργικά, ἀλλά καί ἄλλα κείμενα πού ἀναγινώσκονται συχνά στήν Ἐκκλησία, οἱ τακτικά ἐκκλησιαζόμενοι ἄνθρωποι, κι ὅταν ἀκόμη εἶναι ὀλιγογράμματοι, δέν ἀδυνατοῦν νά τά κατανοήσουν, ἰδιαίτερα ὅσοι μελετοῦν στό σπίτι τους τήν Ἁγία Γραφή καί προσεύχονται μέ τίς γνωστές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπανάληψή τους καί ὁ συνδυασμός τους μέ ἄλλα παρεμφερῆ ἀκούσματα τούς βοηθοῦν νά συλλάβουν τό γενικό νόημα. (Ἔτσι δέν συμβαίνει κι ὅταν κάποιος γλωσσομαθής διαβάζει ἕνα ξενόγλωσσο κείμενο δυσκολώτερο ἀπό τίς δυνατότητές του;). Οἱ μοναχοί μάλιστα καί οἱ φωτισμένοι ἄνθρωποι εἶναι πολύ συχνά σέ θέση νά ἐμβαθύνουν καί σέ δύσκολα νοήματά τους, κι ἄς μήν εἶναι ἐγγράμματοι, κάτι πού εἶναι δύσκολο σέ μή ἐκκλησιαζομένους μορφωμένους.
Ὅποιος ἀμφιβάλλει περί αὐτοῦ, μπορεῖ νά κάνη μία μικρή σχετική ἔρευνα καί εἴμαστε βέβαιοι πώς θά πεισθῆ. Οἱ ἱερεῖς μποροῦν νά βεβαιώσουν ὅτι κατά τίς ἱεροπραξίες, εὐσεβεῖς ἄνθρωποι ὀλίγων γραμμάτων διαβάζουν τούς ἀποστόλους καί κατανοοῦν τά ἄλλα ἀναγνώσματα πολύ καλύτερα ἀπό τούς πολύ μορφωμένους, οἱ ὁποῖοι δέν ἐκκλησιάζονται καί γι᾿ αὐτό τούς λείπει ἡ ἐξοικείωση καί ἡ σχετική ἐν τῇ πράξει παιδεία. Ὅλοι ἐπίσης γνωρίζουμε πώς τά νήπια καί τά βρέφη πού οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς τους τά παίρνουν μαζί τους κάθε Κυριακή στήν Ἐκκλησία, ἀπολαμβάνουν φρόνιμα καί μέ συναίσθηση τήν θεία Λειτουργία.
Ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι ἁπλά καί μόνο μία τελετή στήν ὁποία παριστάμεθα καί προσπαθοῦμε λογικῶς νά κατανοήσουμε. Εἶναι περιοχή μυστηρίου τό ὁποῖο, χάριτι Θεοῦ, βιώνουμε. Ἔχουμε συνηθίσει οἱ Ἕλληνες τήν γλῶσσα της καί μᾶς ἀρέσει καί μᾶς ἀνεβάζει πνευματικά. Τήν θεωροῦμε κάπως, καί τήν αἰσθανόμαστε ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Λατρείας τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Καί στό κάτω–κάτω ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Λατρεία της εἶναι ὁ μόνος θεσμός πού συνεχίζει ἀκόμη νά μᾶς διδάσκη τίς διαχρονικές μορφές τῆς γλώσσας μας μέ τρόπο φυσικό καί ἀβίαστο καί εὔληπτο. Θά μπορούσαμε νά ἐπιχειρηματολογήσουμε ἐπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἄς μήν σχετικοποιοῦν οἱ διαφωνοῦντες, οὔτε ὑπερβολικά νά ὑποτιμοῦν τήν ἀξία τῆς γλώσσας τῆς Λατρείας μας, οὔτε νά τήν
εὐτελίζουν. Θά εἶναι πάντοτε πρωταρχικό στοιχεῖο ὄχι μόνο τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀλλά καί τοῦ πολιτισμοῦ ὅλων τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Μνημεῖο, ἐν τέλει, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος! Ἄς μᾶς ἀφήσουν ἐπί τέλους νά τήν χαιρώμαστε.
Ἔχουμε, γιά νά τό ποῦμε ἀπερίφραστα, τήν αἴσθηση πώς αὐτοί πού μέ πάθος καί ἔπαρση ὑποστηρίζουν τόν μονόδρομο τῆς μεταφράσεως τῶν ἱερῶν κειμένων, ἀκολουθοῦν τήν λογική ἐκείνων πού κατήργησαν ἐν μιᾷ νυκτί τό
πολυτονικό, ἀσκώντας τότε ἕνα δημόσιο καί βίαιο ἐξαναγκασμό πού κατήργησε μία ἱστορική παράδοση αἰώνων, καθώς καί ἐκείνων πού κάποτε καμάρωσαν πώς «ἔθαψαν» τήν καθαρεύουσα –ὡς δυνατότητα διδασκαλίας– «θάβοντας» μαζί της κι ἕνα θησαυροφυλάκιο λογοτεχνίας καί ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Εἶναι κρίμα πού στήν διδακτική πράξη ὁδεύουν πρός κατάργηση ὁ Κάλβος, ὁ Βιζυηνός, ὁ γλυκύτατος Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Θά ἦταν κρίμα μας μεγαλύτερο ἄν ὑπερφίαλοι ἐξοβελίζαμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί τήν ἐθνική μας ζωή τούς ἁγίους Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, Βασίλειο τόν μέγα, Γρηγόριο τόν θεολόγο, Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, Ρωμανό τόν μελωδό, Κοσμᾶ τόν μελωδό, Ἀνδρέα τόν Κρήτης, Κασσιανή τήν ὁσία καί τόσους ἄλλους κορυφαίους δημιουργούς μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν πνευματικά ἀναστήματα τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ.
Θά ἦταν σάν νά ἀπεμπολούσαμε οἱ Νεοέλληνες τόν ἑαυτό μας. Θεωροῦμε περισσότερο ἀπό βέβαιο πώς ἄν γίνη τό λάθος καί τεθῆ ἐπισήμως ἕνα τέτοιο θέμα πρός διάλογο, θά μπῆ ἡ Ἐκκλησία σ᾿ ἕνα φαῦλο κύκλο ἀτέρμονων συζητήσεων, προτάσεων, πειραματισμῶν, διαφωνιῶν καί ἀντεγκλήσεων καί θά προκύψουν πολλά, ἴσως καί τελείως ἀπρόβλεπτα προβλήματα, τά ὁποῖα δέν θά θέλαμε οὔτε νά φαντασθοῦμε. Θά πρέπη νά ἀναλογισθῆ ὁ καθένας πολύ σοβαρά τίς προσωπικές του εὐθύνες γιά τήν ἀπώλεια τῆς εἰρήνης τῶν ψυχῶν καί τόν σκανδαλισμό καί τήν διαίρεση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος, τῆς ὁποίας ἡ ἁρμοδιότητα εὐθέως τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση ἀπό ὁρισμένους ὑπέρμαχους τῆς ἀλλαγῆς, δέν θά ὑποκύψη στίς πιέσεις οἱ ὁποῖες τῆς ἀσκοῦνται.
Ἄς συνεχίσουμε νά ἐργαζώμαστε ὅλοι μαζί γιά τήν καλύτερη κατανόηση τῶν κειμένων τῆς Λατρείας ἀπό ὅλους τούς
πιστούς· πρωτίστως καί κατ᾿ ἀρχήν βέβαια ἀπό ὅλους τούς κληρικούς, τῶν ὁποίων ἡ ἐκπαίδευση –ἡ γλωσσική ἐν προκειμένῳ– πρέπει νά καταστῆ οὐσιαστική καί ἄκρως πρακτική. Τό ἐγχείρημα δέν εἶναι εὔκολο, ἀλλά ἀποτελεῖ πρωταρχικό χρέος τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά προφανῶς καί ὅλων τῶν ὄντως ἐγγραμμάτων κληρικῶν, τῶν λαϊκῶν θεολόγων, ὅλων τῶν μορφωμένων πιστῶν. Ὁ Κύριος θά βοηθήση πλούσια. Ὅταν πονᾶνε τά μάτια μας, δέν τά βγάζουμε. Πασχίζουμε νά τά θεραπεύσουμε. Ἄς ἀγαπήσουμε σάν τά μάτια μας τήν ἐκκλησιαστική μας γλωσσική παράδοση. Ὁ ἀσκός τοῦ Αἰόλου ἀνοίγει εὔκολα. Τό πρόβλημα εἶναι πώς δύσκολα κλείνει.