Βασιλείου Αθ. Τσίγκου
καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ.
Στήν πατερική γραμματεία, στίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀκόμη δέ καί σέ μεταγενέστερα μνημεῖα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ὅπως καί σέ μή σχολαστικῆς ἐπίδρασης νεότερα ἐγχειρίδια Δογματικῆς, δέν ὑπάρχει πλήρης καί ἀκριβής ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης στήν ὀγκωδέστατη Ἐκκλησιολογία του ἀποφεύγει νά δώσει πλήρη ὁρισμό τῆς Ἐκκλησίας καί κάνει λόγο γιά «ὠχράν καί ἀτελῆ τινα ἔκφρασιν καί ἑρμηνείαν τοῦ ἀνεκφράστου καί ἀνερμηνεύτου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας» [1].
Αὐτό ἐξηγεῖται εὔκολα, ἀπό τό ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦσαν ὀργανικά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ζοῦσαν τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν σαφέστατη ἀντίληψη γιά τό τί εἶναι πραγματικά ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή της. Ὡς ἐκ τούτου, δέν ἔνιωθαν τήν παραμικρή ἀνάγκη νά τήν ὁρίσουν καί νά τήν περιορίσουν σ’ ἕνα λογικό ὁρισμό, παρά μόνον ἀρκοῦνταν πρωτίστως σέ αὐτά πού ὁμολογοῦσαν διά τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως: Πιστεύω… εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν.
Πράγματι, στό Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως οἱ χριστιανοί ὁμολογοῦν τήν πίστη τους «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Οἱ θεοδίδακτοι Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ αὐτές τίς ἰδιότητες ἐπιχειροῦν νά προσεγγίσουν ἑρμηνευτικά, ὅσο εἶναι δυνατό, τό μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου, δέν θά μποροῦσαν νά ὁρίσουν τίς ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀναρίθμητες, διότι εἶναι ἰδιότητες τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί δι’ Αὐτοῦ τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Διότι ὅ,τι ἔχει ἡ κεφαλή (ὁ Χριστός) τό μεταδίδει καί στό σῶμα (τήν Ἐκκλησία).
Ἡ ἑνότητα, ἁγιότητα, καθολικότητα καί ἀποστολικότητα εἶναι ἰδιώματα, πού πηγάζουν ἀπό τήν ἴδια τή φύση τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τό σκοπό ὑπάρξεώς της, καθορίζουν πληρέστερα καί ἀκριβέστερα τό χαρακτῆρα καί τήν ταυτότητά της. Οἱ ἅγιοι ζοῦσαν τήν οἰκουμενικότητα, τήν καθολικότητα, τήν ἄκτιστη παγκοσμιότητα, τήν ἄχρονη καί ἀμετάκλητη διαχρονικότητα, ἀλλά καί τή μοναδικότητα καί ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτῶν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινη κοινωνία καί ἐν ταυτῷ ὡς σῶμα Χριστοῦ μέ χαρισματικές λειτουργίες ὅλων τῶν μελῶν της διακρίνεται ἀπό κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία, συσσωμάτωση, σύλλογο, θρησκευτική ὀργάνωση, φιλανθρωπικό σωματεῖο ἤ ἀκόμη φιλοσοφικό σύστημα, κοσμοθεωρία καί ἰδεολογία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, σέ μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα πίστεως καί ζωῆς, ὅπως αὐτά θεμελιώνονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί συνεχίζονται διά τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν διαδόχων τους. Σέ αὐτήν διαφυλάσσεται ἡ ὀρθή πίστη καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ ἴδια εἶναι «Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατηρεῖ μέχρι σήμερα ἀκαινοτόμητη τήν πίστη καί ἐμπειρία τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας ἤ, ἄλλως, τῆς πρώτης χιλιετίας τῆς ἱστορικοῦ της βίου πρίν ἀπὸ τό σχίσμα τῆς χριστιανοσύνης. Σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κοινή βάση τῆς πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά διεξάγεται ὁ διαχριστιανικός διάλογος.
Τό θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μία κεφαλή της ὁ Χριστός καί τό ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα πού τή συγκροτεῖ· «καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀπό τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Δοθέντος ὅτι τό σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἕνα καί μοναδικό σῶμα, δέν εἶναι δυνατό ἡ Ἐκκλησία νά διαιρεθεῖ. Γι’ αὐτό ὅ,τι ἔχει μέσα της εἶναι θεανθρώπινο καί ἀδιαίρετο, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἀλήθεια, τό Βάπτισμα, ἡ Εὐχαριστία καί γενικῶς ὁλόκληρη ἡ ζωή της.
Γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνδεδεμένη πρός τή μία κοινή πίστη. Στήν πίστη «ὡς πέτρα ἡ Ἐκκλησία ἐστήρικται” καί “ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστί». Πράγματι, «ἑνότης πίστεως τό μή διαφωνεῖν περί τά δόγματα. Τοῦτο γάρ ἐπίγνωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό μή διαφωνεῖν περί αὐτοῦ». Ἐπίσης ἡ ἑνότητα συνδέεται μέ τό ἕνα βάπτισμα στό ὁποῖο βαπτίζονται οἱ εἰσερχόμενοι σέ αὐτή καί τό ἕνα μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, διά τοῦ ὁποίου οἱ πιστοί συσσωματοῦνται στήν Ἐκκλησία. Οἱ Πατέρες τονίζουν ἰδιαιτέρως καί διά πολλῶν τή μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία συνδέουν μέ τή μοναδικότητα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀμφότερα διασφαλίζουν τή μοναδικότητα καί τήν ἑνότητα τοῦ ἑνός σώματος, τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Καί, ὅπως στόν ἄνθρωπο ἡ κεφαλή ἔχει ἕνα σῶμα, γιατί διαφορετικά θά ἦταν ἕνα τερατῶδες δημιούργημα, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἔχει ἕνα σῶμα, καί αὐτή εἶναι ἡ «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».
Ἡ Ἐκκλησία σημαίνει τήν ἕνωση τῶν διεστώτων, τή σύναξη καί ἐπισυναγωγή τοῦ διασκορπισμένου λαοῦ τοῦ Θεοῦ «ἐπί τό αὐτό», μέ ὁλόκληρη τήν κτίση ἔχοντας ὡς κέντρο καί σημεῖο ἀναφορᾶς τήν κεφαλή της, τόν Χριστό. Τό μυστήριο τῆς κοινωνίας, ἡ πραγματική καί οὐσιαστική ἑνότητα τῶν πιστῶν συντελεῖται μέ τή μετοχή ὅλων στήν ἴδια θεία Εὐχαριστία. Αὐτή εἶναι ἡ καρδιά πού ζωοποιεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μετέχοντας στόν ἴδιο «ἄρτο», ἑνώνονται ὅλοι σ’ ἕνα σῶμα, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πρωτίστως καί κυρίως στή θεία Εὐχαριστία, φανερώνεται καί συνάμα διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν μελῶν μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους.
Ἀπαραίτητος ὅρος λειτουργίας γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὕπαρξη καί φανέρωση τῆς ἑνότητας στήν πίστη καί ζωή της. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στή μία καί τήν αὐτή πίστη καί ἐμπειρία εἶναι ἔργο, χάρισμα καί καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο δόθηκε προκειμένου νά συνενώσει ὅλους ὅσους εἶναι χωρισμένοι κατά ποικίλους τρόπους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό, πού δημιουργεῖ τήν ἑνότητα καί συντελεῖ στήν ἑδραίωση καί περαιτέρω ἐμβάθυνσή της.
Ἡ ἑνότητα καί ἡ «κοινωνία» τῶν πιστῶν εἶναι συνδεδεμένες μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· εἶναι ἡ δωρεά του στή ζωή τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Σέ κάθε θεία Λειτουργία ἡ Ἐκκλησία εὔχεται νά ἑνωθοῦν μεταξύ τους οἱ πιστοί, δηλαδή ὅλοι αὐτοί πού θά μετάσχουν στό κοινό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, σέ μία κοινωνία πού διαπνέεται καί συγκρατεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλοι οἱ συνηγμένοι ἐπί τό αὐτό μποροῦν διά τῆς μετοχῆς τους στά μυστήρια νά συνδεθοῦν μεταξύ τους καί νά θωρακίσουν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητά τους ὡς μέλη τοῦ ἰδίου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Μέ τήν τριαδική συγκρότησή του πραγματώνεται ἐν αὐτῷ ἡ τῶν πάντων ἕνωσις, γιά τήν ἐπέκταση τῆς ὁποίας δέεται ὁλόκληρη ἡ λατρεύουσα σύναξη τῶν πιστῶν.
Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε θά παύσει νά εὔχεται λειτουργικά γιά ὅλους, «ὑπέρ παντός τοῦ λαοῦ», «ὑπέρ τῆς οἰκουμένης», «ὑπέρ τῆς ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» ἀκόμη καί γι’ αὐτούς πού δέν εἶναι ἀκόμη μέλη της. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει ἐξαρχῆς ἀκριβῆ προσέγγιση γιά τό πολυσυζητημένο θέμα τῆς ἑνότητας ὅλων τῶν χριστιανῶν. Ἡ ἕνωση αὐτή ἱερουργεῖται ἐντός τοῦ θεανθρωπίνου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ὡς λειτουργικό γεγονός. Στό ἕνα σῶμα, στήν Καθολική Ἐκκλησία, πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα, δηλαδή ὁμοφροσύνη καί ταύτιση ὅλων τῶν μελῶν της στή μία κοινή πίστη. Σέ κάθε περίπτωση, τήν εὐθύνη γιά τήν πρόσληψη τῆς χαρισματικῆς ἀλήθειας καί ζωῆς καί περαιτέρω γιά τήν περιφρούρηση τῆς ἑνότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως ἀναλαμβάνει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, σύμπας ὁ κλῆρος καί ὁ λαός, πρωτίστως καί κυρίως οἱ «ἐντεταλμένοι», οἱ προεστῶτες τῆς θείας εὐχαριστιακῆς συνάξεως, οἱ ἐπίσκοποι.
Στήν ὑπηρεσία τῆς φανέρωσης καί περιφρούρησης τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως καί ζωῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ὑπάρχουν καί λειτουργοῦν ὅλες οἱ θεσμικές καί χαρισματικές ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τά ἱερά μυστήρια (πρωτίστως ἡ θεία Εὐχαριστία), τά διάφορα χαρίσματα καί λειτουργήματα, ἡ ἱεραρχική διάρθρωση, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ συνοδικός θεσμός, ὁ μοναχισμός, ἡ ἱεραποστολή κ.ἄ. Στήν ἱστορία της ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Πατέρες, στό πλαίσιο τῆς ποιμαντικῆς τους διακονίας καί εὐθύνης, ἀπέδιδαν ὕψιστη σημασία στή διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καί θεωροῦσαν τή διάσπασή της ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, τό ὁποῖο παροργίζει τόν Θεό. Τό σχίσμα, ἡ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό μεγαλύτερο ἀσυγχώρητο καί πλέον ἀξιοκαάκριτο σφάλμα, πού μπορεῖ νά διαπράξει κάποιος εἰς βάρος της. Τά πολλά προβλήματα, πού δημιουργοῦν τά σχίσματα καί οἱ ἑτεροδιδασκαλίες, ἀναγκάζουν συχνά τόν ἱερό Χρυσόστομο νά ὑποστηρίζει ὅτι ἡ διαίρεση στήν Ἐκκλησία, εἶναι βαρύτατο ἁμάρτημα, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ οὔτε τό αἷμα μαρτυρίου νά τό ἐξαλείψει.
Χαρακτηρίζει ὡς «ἔγκλημα» καί μάλιστα ἀσυγχώρητο, ἄξιο καταδίκης καί πρόξενο μεγάλης τιμωρίας «τό σχίσαι τήν Ἐκκλησίαν» τό διαπληκτισμό, τή σπορά τῆς διχόνοιας καί τήν ἀποστέρηση τῶν πιστῶν ἀπό τή λειτουργική σύναξη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνο μία, ἀλλά καί μοναδική καί ἀδιαίρετη (ὅπως καί τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου) καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη. Ἀπό τή φύση καί τήν προέλευση τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ διαίρεσή της, οὔτε καί ὑπῆρξε ποτέ διαίρεση, παρά μόνο χωρισμός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ κατά καιρούς αἱρετικοί καί σχισματικοί ἀποκόπηκαν ἑκουσίως ὡς ἄκαρπα κλήματα ἀπό τήν «ἄμπελο τήν ἀληθινή», πού εἶναι ὁ Χριστός καί ἔπαυσαν νά εἶναι μέλη της. Ἀλλά καί ὅσοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τούς κόλπους της ἀναμένεται νά ἐπιστρέψουν καί νά ὁμολογήσουν τήν ἴδια πίστη, ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά ἔχουν κοινωνία μέ τήν Κεφαλή καί τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος. Γι’ αὐτόν τόν λόγο στή Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὑπάρχει ἡ προσευχητική αἴτηση «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Πάντως, διευκρινίζεται ὅτι ἡ ὕπαρξη ἐπί μέρους τοπικῶν Ἐκκλησιῶν δέν διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον αὐτές συνιστοῦν τή μία Ἐκκλησία πού ἔχει μία Κεφαλή της, τόν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία, γιατί ἔχει κεφαλή της τόν ἕνα καί μόνο ἅγιο καί ἀναμάρτητο Θεάνθρωπο, ἔχει ψυχή της τό Ἅγιο Πνεῦμα καί συνδέεται ἀρρήκτως μέ τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Δι’Αὐτῶν ὅλα ὅσα ἐμπεριέχονται στήν Ἐκκλησία εἶναι ἅγια: ἡ χάρις της, τό Εὐαγγέλιό της, ἡ πίστη της, τά μυστήριά της καί ὅλα αὐτά πού συντελοῦν στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί σωτηρία τῶν μελῶν της. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε» καί ἔγινε Ἐκκλησία. Μέ τόν Σταυρό του, τήν Ἀνάστασή του καί γενικῶς μέ ὅλη του τή ζωή ἁγίασε τήν Ἐκκλησία. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν Ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ, καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτήν ἑαυτῷ ἔνδοξον τήν Ἐκκλησίαν, μή ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ἦ ἁγία καί ἄμωμος».
Αὐτή ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας πορεύεται στήν ἱστορία. Ὅμως εἶναι γεγονός ὅτι στό ἐκκλησιαστικό σῶμα ὑπάρχουν καί πολλοί ἁμαρτωλοί καί ἀσθενεῖς, χωρίς αὐτό νά βλάπτει ἤ νά μειώνει στό ἐλάχιστο τήν ἁγιότητά της. Ἀντιθέτως, ὡς ἀληθινό θεραπευτήριο, δέχεται ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀποσκοπώντας ὅλους νά τούς θεραπεύσει, νά τούς ἁγιάσει καί νά τούς καταστήσει ἁγίους, κατά χάριν θεούς καί μετόχους στήν αἰώνια ζωή τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ πιστοί, ἤδη μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, λαμβάνουν τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀποκαλοῦνται ἅγιοι, ὅπως ἐμφαίνεται στή θεία Λειτουργία· «τά ἅγια τοῖς ἁγίοις». Μόνο οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί καί οἱ αἱρετικοί ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί τοῦτο γιά νά προστατεύεται καί νά διαφυλάσσεται ἡ πίστη καί ἡ ἐμπειρία, δηλαδή ἡ δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί σωτηρίας τῶν ἄλλων μελῶν της.
Ἡ ἴδια ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καθολική, διότι καθώς εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» περιέχει τά πάντα: ὁλόκληρητή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀκριβέστερα τή Θεία Οἰκονομία γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει καί τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο καί «τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε [εἰσί] θρόνοι, εἴτε ἀρχαί, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἐξουσίαι», διότι «τά πάντα δι’ αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ] καί εἰς αὐτόν [τόν Χριστό] ἔκτισται… καί συνέστηκε, καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς χῶρος παρουσίας καί δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατέχει ὅλα τά χαρίσματά Του, ὅπως τό χάρισμα τοῦ πληρώματος τῆς ἀλήθειας, τό χάρισμα τῆς «ζωῆς αἰωνίου», τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἐπισκοπῆς καί γενικά κάθε «χάρισμα πνευματικόν». Στήν ἐν Χριστῷ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζοῦν τό πλήρωμα τῆς ζωῆς, τήν καθολικότητα τῆς πίστεως καί ἐμπειρίας, πού ἀφορᾶ στή σωτηρία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι τό θεμέλιο καί ὁ κεντρικός ἄξονας τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσφυῶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Ὅπου ἄν ἦ Χριστός ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁλόκληρη πεπληρωμένη ἀπό τόν Χριστό, καθότι αὐτή εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Γι’ αὐτό στήν ὀρθόδοξη θεώρηση ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική σέ κάθε ἐπισκοπή της, σέ κάθε εὐχαριστιακή κοινότητά της, ὅπως καί σέ κάθε ἐπίσκοπό της καί σέ κάθε μέλος της, ἀκόμη καί στήν ἐλάχιστη μερίδα τῆς θείας κοινωνίας, τήν ὁποία μεταλαμβάνει ὁ πιστός, ἐφόσον σέ κάθε μικρό μαργαρίτη εἶναι ὁ ὅλος Χριστός.
Ἡ φύση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς εἶναι καθολική ἐκκλησιολογικῶς καί ἡ φύση κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἰκουμενική καθολικῶς. Ὁ κάθε ἕνας ζεῖ γιά τούς ἄλλους, γιά τούς πολλούς, ἀφοῦ ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος εἶναι εὐρύχωρος, συγχωρητικός, περιχωρητικός. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλοῦνται «παγκόσμιοι ἄνθρωποι». Ἐπιπλέον, ἀπό τήν ἴδια τή φύση της ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, καθώς ἐκτείνεται πέρα ἀπό τοπικούς καί χρονικούς περιορισμούς καί περιλαμβάνει τούς πάντες, περιχωρεῖ ἐν ἑαυτῇ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐνεργεῖ διά πάντων καί ἀποβλέπει ὄχι ἁπλῶς νά ἐμποδίσει τόν κόσμο νά γίνει κόλαση, ἀλλά νά τόν κάνει ὁλόκληρο Ἐκκλησία, φανέρωση τῆς εὐλογημένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία θεμελιωμένη ἀπό τόν πρῶτο Ἀπόστολο, τόν Ἰησοῦ Χριστό καί ἀπό τήν πίστη, τή ζωή τῶν Ἀποστόλων εἶναι καί ἀποστολική. Κάθε Ἀπόστολος εἶναι ὁ παρατεινόμενος Χριστός, ἀφοῦ κάθε ἕνας ἦταν ἑνωμένος μέ Αὐτόν. Ἡ ἀποστολικότητα παρατείνεται καθολικῶς καί σέ ὅλους τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, τούς ἐπισκόπους. Ὅμως, ἡ ἀποστολική διαδοχή δέν εἶναι μόνο μία σειρά διαδοχῶν τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας, ἀλλά συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς καί καθολικῆς πληρότητας πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὡς θρόνων διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, εἶναι καί αὐτοί μάρτυρες καί ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του.
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως ὁ ἀεί ζῶν Χριστός, ὁ πάντοτε παρών στήν Ἐκκλησία, ὡς κεφαλή της, καί ἀκολουθοῦν τό Εὐαγγέλιο τῶν Ἀποστόλων καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, ὅπως μαρτυρεῖται στήν κοινή πίστη καί ἐμπειρία πάντων τῶν ἁγίων της. Λέγοντας παράδοση ἐννοοῦμε ὅ,τι παραλαμβάνεται ἀπό τόν Χριστό καί διά μέσου τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων παραδίδεται ὡς ζωντανή ἐμπειρία ἀπό γενεά σέ γενεά ἀγράφως, πλήν ὅμως ἀναγνωρίζεται καί αὐτό ἐξίσου ὡς ἀξιόπιστο καί ἔγκυρο πρός τόν ἔγγραφο λόγο. Ἡ παράδοση εἶναι καί ἔνδειξη ὑγείας καί αὐξήσεως τοῦ ζῶντος ὀργανισμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Βιώνεται σέ κάθε ἐποχή καί, χωρίς νά ἀλλάζει στήν οὐσία της, ἀνανεώνεται καί ἐμπλουτίζεται ἀναζητώντας καί προσλαμβάνοντας μέ γόνιμο καί δημιουργικό τρόπο ὅ,τι καλό δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐν παντί τόπῳ καί χρόνῳ.
Ἡ παράδοση εἶναι μία ὁλοζώντανη καί ἀείποτε σύγχρονη πραγματικότητα, γιατί παραδόθηκε καί παραδίδεται ἀκαταπαύστως σ’ αὐτήν ἀπό τό ζωαρχικό καί καινοποιό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτό ἡ παράδοση «μένουσα ἐν ἑαυτῇ τά πάντα καινίζει καί ἀνακαινίζει». Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μία στατική, ἀπολιθωμένη θεώρηση τῆς παραδόσεως δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μ’ ἕνα ζωντανό Σῶμα τό ὁποῖο κοινωνεῖ τή Ζωή καί αὐτή εἶναι ὁ «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Ἡ καθολική συνείδηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας γιά τή θέση τῆς Παράδοσης στή ζωή της, συνοψίζεται στή διακήρυξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὅτι μέ ὅσα γράφει δέν σκοπεύει νά ἐκθέσει δικές του ἀπόψεις· «ἐρῶ ἐμόν οὐδέν».
Ὁ αὐτός πατήρἀπευθυνόμενος πρός τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, λέγει: «Διό, ἀδελφοί, στῶμεν ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως καί τῇ παραδόσει τῆς Ἐκκλησίας, μή μεταίροντες ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἡμῶν· μή διδόντες τόπον τοῖς βουλομένοις καινοτομεῖν, καί καταλύειν τήν οἰκοδομήν τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Εἰ γάρ δοθῇ ἄδεια παντί βουλομένῳ, κατά μικρόν ὅλον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καταλυθήσεται». Ὁλοκληρώντας τή συνοπτική ἀναφορά στίς ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεως, σημειώνουμε ὅτι αὐτές προσεγγίζονται καί ἑρμηνεύονται πλήρως καί ἐπακριβῶς στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἐκκλησία καί στήν Ἐκκλησία μέ ὅλα ὅσα συναπαρτίζουν τήν πίστη καί τή ζωή της.
Μέ τήν ἑνότητα, τήν ἁγιότητα, τήν καθολικότητα καί τήν ἀποστολικότητα, συνάπτεται καί τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὡς χαρισματικό σῶμα, ὅπως τήν συγκροτεῖ καί τήν κατευθύνει τό Ἅγιο Πνεῦμα,τήν καθιστᾶ ἀλάθητη. Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μία μαγική ἰδιότητα ἤ μία ἐξωγενής παρέμβαση, ἀλλά θεμελιώνεται στό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τίς χαρισματικές λειτουργίες ὅλων τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὅλον, ὡς χαρισματικό σῶμα ἀποτελούμενο ἀπό κλῆρο καί λαό, εἶναι ἀλάθητη, ἀφοῦ κατέχει τήν παραδοθεῖσα ἀπό τόν Χριστό καί τούς Ἀποστόλους ἀλήθεια, τήν ὁποία ἑρμηνεύει καί διδάσκει στά μέλη της ἀλαθήτως.
Ἡ Ἐκκλησία, κατέχουσα ἐξαρχῆς τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὡς ὅλον, δέν δύναται νά πλανηθεῖ, γιατί ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ἀλήθεια («ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»), καί συγκροτεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», τό ὁποῖο τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» καί πορεύεται μέσα στήν ἱστορία πνευματοκινήτως. Μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ τόν πρότυπο τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», μέσα ἀπό τή λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ἡ Ἐκκλησία διαμόρφωσε καί ὁριοθέτησε ἀλαθήτως καί ἀπλανῶς τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς της, τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς της. Τήν ἑρμηνεία καί τίς διαστάσεις τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας προσεγγίζει, μέ ἄκρως λιτή καί ἐν ταυτῷ ἀξιοθαύμαστη θεολογική ἀκριβολογία, ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνωδός· «Τῶν Ἀποστόλων τό κήρυγμα, καί τῶν Πατέρων τά δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τήν πίστιν ἐκράτυνεν· ἥ καί χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τό μέγα Μυστήριον». Αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέ ὅλες τίς χαρισματικές καί θεσμικές ἐκφάνσεις της τήν καθιστᾶ, ὡς ὅλον νοουμένη, ἀλάθητη. Δέν πρέπει νά διαφύγει τῆς προσοχῆς ὅτι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτό πού ἀποδέχεται τήν ἐγκυρότητα κάποιας Συνόδου, ἐφόσον οἱ ἀποφάσεις της ἐκφράζουν τή διαχρονική της πίστη. Ἡ κοινή πίστη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἡ λεγομένη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καί τό ἀσφαλές κριτήριο τῆς ὀρθότητας ἐπιμέρους δογμάτων τῆς πίστεως πού δέν ἔχουν καθορισθεῖ ἀπό ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας διευρύνεται, καθώς ἀναφέρεται σέ κάθε σωτηριώδη πτυχή τῆς πίστεώς της. Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός καί αὐτός, ὡς θεματοφύλακας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν ἐγκρίνει καμμία καινοτομία, ὅπως ἀπαντοῦν οἱ ὀρθόδοξοι πατριάρχες στήν παπική ἐγκύκλιο τοῦ Πίου Θ΄, τό 1848· «Ἔπειτα παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μία γρηγορούσα, ἐσωτερική καί καθολική συνείδηση στήν Ἐκκλησία. Ἑπομένως, τό ἀλάθητο ἤ καί ἡ αὐθεντία [2] στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ζωή δέν ἐντοπίζονται σ’ ἕνα μόνο ἤ περισσότερα πρόσωπα, ἤ ἀκόμη καί στό πλαίσιο ἑνός ἐξουσιαστικοῦ φορέα, ἀλλά στό σύνολο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ὡς ζωντανοῦ χαρισματικοῦ σώματος.
Ἐντός αὐτοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐλέγχεται καί πιστοποιεῖται κάθε ἑρμηνεία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἐφόσον ἐπιβεβαιώνεται καί συμπίπτει μέ τή διαχρονική ἐκκλησιαστική πίστη καί ἐμπειρία, δηλαδή μέ τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ πνευματολογική θεμελίωση εἶναι ἡ ὀρθή ἑρμηνευτική θεώρηση τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν κατακλεῖδι, ὅσα ἀναφέρθησαν δέν ὑπεισέρχονται στήν οὐσία ἤ στό βαθύτερο εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ὑπομνηματίζουν τό μέγα αὐτό μυστήριο. Ἐκεῖνο πού ἁπλῶς ἐπιχειρήθηκε ἦταν νά προσδιορισθοῦν, κατά τό δυνατόν ἀκριβέστερα, τά κυριότερα στοιχεῖα πού συναπαρτίζουν τήν ταυτότητά της, ὅπως γίνεται γνωστή στήν ἱστορική της πορεία καί βιωματικῶς προσεγγίζεται πρωτίστως ἀπό τά μέλη της.
1.Βλ. σχετικά Βασιλείου Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα» ἐκδ. Ccity Publish, Θεσσαλονίκη 2014, ὅπου καί οἱ παραπομπές ὅλων τῶν ὑποσημειώσεων, σ. 375 κ.ἑξ.
2.Περισσότερα περί ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας καί τῶν φορέων της, βλ. Βασιλείου Τσίγκου, Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Αὐθεντία καί πρωτεῖο, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 145-246.