Νηπιαγωγού
Για την ψυχική ορμή αναφέρεται: «Οὔτε δή παντελῶς ἐκκοπτέον(περιορισμένος) τῷ νέῳ αὐτόν(τόν θυμόν= ψυχική ορμή), οὔτε πανταχοῦ κεχρῆσθαι(να τον μεταχειρίζεται) συγχωρητέον». «Παιδεύομεν αὐτούς ἐκ πρώτης ἡλικίας, ὅταν μέν αὐτοί ἀδικῶνται, φέρειν(να το υπομένουν)» (Παράγραφος 51). Προξενεί ωστόσο απορία η ακόλουθη εντελώς αντιπαιδαγωγική άποψη, η οποία εξάλλου συγκρούεται με το γνώριμο χρυσοστομικό ύφος και τις συμβουλές τού ιερού Πατρός πάνω στο θέμα αυτό, που εντοπίζονται σε άλλα σημεία τού έργου του: «Καί ἔστωσαν αὐτῶν πολλοί πάντοθεν οἱ παροξύνοντες, ὥστε ἐγγυμνάζεσθαι καί μελετᾶν ἐν τοῖς οἰκείοις φέρειν τό πάθος» (Παράγραφος 53). Και μάλιστα όχι μόνο οι γονείς να το κάνουν αυτό αλλά και άλλοι, παρακινημένοι από αυτούς για το καλό των παιδιών, για να εξασκούνται στην πραότητα!
Αντίθετα με όλα αυτά, οι γονείς κάθε άλλο παρά πιεστικά και καταναγκαστικά πρέπει να λειτουργούν στη σχέση τους με το παιδί. Στην Ηθική του ο Μαντζαρίδης περιγράφει άψογα τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνουν τα σημερινά παιδιά, οι οποίες επιβάλλουν ξεχωριστή υπομονή στα ξεσπάσματά τους και εφευρετικότητα στους τρόπους που τα πλησιάζει κανείς: «Η υπερφόρτιση της εκπαίδευσης, η αποπροσωποποίηση της αγωγής οδηγούν σε πνευματική κόπωση. Οι πληθωρικές πληροφορήσεις και οι απεριόριστες προσφορές για διασκέδαση κάθε ποιότητας κάνουν το καθοδηγητικό έργο των γονέων, όπως και όλων των υπευθύνων για την αγωγή, ιδιαίτερα προβληματικό. Με τους όρους αυτούς η παραμικρή έλλειψη διακριτικότητας μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις και να προκαλέσει ολέθρια αποτελέσματα».[1]
«Πανταχοῦ τό τοῦ θυμοῦ χρήσιμον, ἐκεῖ δέ μόνον ἄχρηστον, ὅταν ἑαυτοῖς ἀμύνωμεν» (Παράγραφος 54). Με την ψυχική ορμή ας μάθει το παιδί να υπερασπίζει άλλους όταν αδικούνται, ποτέ όμως τον εαυτό του. Αν και ξενίζουν αρκετά, αυτές οι θέσεις δείχνουν και θετικές διαστάσεις όπως τον αλτρουισμό και την φιλαλληλία, αλλά και την αυτοκυριαρχία στα αισθήματα. «Ο χριστιανός δεν παρουσιάζεται ως παθητική προσωπικότητα, ευνουχισμένη συναισθηματικά: αντίθετα, κάνει ιδία-λελογισμένη- χρήση του θυμικού του. Κρίνει και αξιολογεί την περίπτωση, ελέγχει και κατευθύνει το συναίσθημα».[2]
«Ὥστε οὗτος αὐτῷ εἶς νόμος ἔστω: Μηδέποτε ἑαυτῷ ἀμύνειν ὑβριζομένῳ ἤ κακῶς πάσχοντι καί μηδέν ἕτερον περιορᾶν(να αδιαφορεί) τοῦτο ὑπομένοντα» (Παράγραφος 54). Άλλη μια θέση εδώ, που σε καμία περίπτωση δεν μετέχει τού πνεύματος κατανόησης για τις ιδιαιτερότητες της αναπτυσσόμενης παιδικής ψυχοσύνθεσης, που διάχυτο υπάρχει στα χρυσοστομικά κείμενα. Να σημειωθεί, ότι σ’ αυτή και στην προηγούμενη άποψη- να εκνευρίζονται τα παιδιά για να ασκηθούν στην πραότητα- στηρίζονται όσοι από τους μελετητές δεν υπερασπίζονται τη γνησιότητα της πραγματείας: «Ο συγγραφέας φαίνεται να αποκλίνει προς τους εξευτελισμούς, τους σκληρούς λόγους, αλλά και προς τα άκρως αυστηρά μέσα της αγωγής, ενώ ο Χρυσόστομος κηρύσσεται υπέρ τού μέτρου μεταξύ επιείκειας και αυστηρότητας». [3]
«Ἔσται δέ καί ὁ πατήρ πολλῷ βελτίων ἐν τῷ ταῦτα διδάσκειν καί ἑαυτόν ῥυθμίζων» (Παράγραφος 55). Εκτός από τα καλά που θα αποκομίσει το ίδιο το παιδί, μεγάλη ωφέλεια θα είναι και για τον πατέρα τον ίδιο, ο οποίος προσπαθώντας να διδάξει το παιδί του, διδάσκεται και αυτός, συμμορφώνει και καλυτερεύει τη ζωή του σύμφωνα με τους κανόνες που θέλει να εγκολπωθεί το παιδί του.
[1] Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική, σελ. 233
[2] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 113
[3] Δ. Μωραΐτης, Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα», σελ. 16