«Πάτερ, ἥμαρτον…»

Μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ ( ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ) 

Τρία πρόσωπα σκιαγραφοῦνται στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ: ὁ Ἄσωτος υἱός, ὁ πρεσβύτερος υἱός ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει ὅτι εἶναι ἄσωτος καί ὁ Πατέρας. Ὅλα ὅμως τά διαπερνᾶ ἡ μορφή τοῦ Πατέρα. 

Ἀπό μικρά μᾶς μάθανε νά λέμε τό «Πάτερ ἡμῶν». Τό ἀπαγγέλαμε ἀκόμα κι ἄν δέν καταλαβαίναμε πλήρως τήν ἔννοια τῶν λόγων. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε τήν μικρή αὐτή προσευχή. Ὁ Πατέρας εἶναι στά χείλη μας ἀπό τά μικράτα μας.

Καί, νομίζω, εἶναι καί στήν καρδιά μας ἀφοῦ ἡ ἀντίληψή μας γιά τόν Θεό εἶναι αὐτή πού περιγράφει ὁ Ἰησοῦς στήν παραβολή: ὁ εὔσπλαχνος, συγχωρητικός Πατέρας. Γι αὐτό καί στήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας κυριαρχεῖ ἡ αἴτηση γιά σπλάχνα οἰκτιρμῶν.

Τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα) ἔχουν τήν ἴδια οὐσία ἀλλά ὑπάρχει διάκριση ὑποστάσεων (ἐτερότητα). Ὁ Πατέρας ὅμως εἶναι τό μοναδικό αἴτιο τῶν ἄλλων δύο. Ὁ Πατέρας γεννᾶ αΐδίως τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Στήν τρισυπόστατη μονάδα ὑπάρχει ἕνωση καί διάκριση καί αὐτό εἶναι τό θεμέλιο τῆς κοινωνικότητας καί τῶν διαπροσωπικῶν τους σχέσεων. Τά τρία πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους μέ τήν τέλεια ἀγάπη καί αὐτό εἶναι κάτι πού σάν ἔνστικτο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος καί σέ αὐτό κατατείνει ἀκόμα κι ἄν τό ἀναζητεῖ σέ λανθασμένα σημεῖα. Τά τρία πρόσωπα ἀλληλοπεριχωροῦνται, γνώρισμα κι αὐτό τῆς ἄπειρης μεταξύ τους ἀγάπης, («ὁ Πατήρ μου ἐν ἐμοί ἐστί καγώ ἐν τῶ Πατρί» Ἰωαν. 14,10 ), εἶναι ἕνας Θεός («ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμέν» Ιωαν. 10, 30) γιατί ὑπάρχει ἕνα αἴτιο καί μιά οὐσία,  διατηροῦν ὅμως ἀσύγχητα τά ὑποστατικά τους ἰδιώματα (ἀγένητο, γενητό, ἐκπορευτό). 

Ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ» (Ιωαν. 14, 6). Ἄρα, θά πρέπει νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό προκειμένου νά ἔλθουμε πρός τόν Πατέρα. Αὐτό γίνεται τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κατ’ ἐξοχήν τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης: «ἐντολήν καινήν δίδωμι ἡμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωαν. 13, 34). Τότε: «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστί ὁ ἀγαπῶν με∙ ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ πατρός μου» Ιωαν. 14, 21). Ὦστε, ἡ πνευματική μας προσπάθεια ἔγκειται στό νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί ὄχι σάν ἐξαναγκασμό, κατ’ ἐξοχήν δέ, τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Αὐτός, λοιπόν, πού προσπαθεῖ νά ζεῖ κατά Χριστόν, αὐτός ἀληθινά τόν ἀγαπᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα τῶν ἀρετῶν, καί θά πρέπει νά ἔχουμε κατορθώσει τίς λοιπές ἀρετές προκειμένου νά ἀναχθοῦμε στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ὅμως, ὁ Θεός Πατήρ βλέπει τήν προσπάθειά μας καί τό πόθο τῆς ψυχῆς μας νά ζοῦμε κατά Χριστόν καί τότε ἔρχεται καί ζεῖ μέσα μας: «ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῶ ποιήσομεν» (Ιωαν. 14, 23) 

Ἡ ζωή μας, λοιπόν, εἶναι μιά προσπάθεια νά ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο, τήν κτίση ὁλόκληρη, τόν ἑαυτό μας. Ἡ πνευματική μας πορεία εἶναι μία πορεία πρός τήν ἀγάπη. Νά βγοῦμε ἀπό τήν φιλαυτία, τήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, νά ἀγαπήσουμε! Αὐτό χαρίζει ἡ «θέωση» στόν ἄνθρωπο: μιά ἀγαπῶσα καρδιά, σάν τοῦ Πατέρα στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου, ἕνα σημεῖο ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα μας. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται Θεοφόροι, ἐπειδή εἶχαν γίνει κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Ἡ ζωή μακρυά ἀπό τόν Πατέρα εἶναι θάνατος. Κατά τόν Παῦλο «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος». Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Πατέρας ἀναφωνεῖ δύο φορές περιχαρής στήν παραβολή ὅτι ὁ Ἄσωτος: «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλός ἦν καί εὑρέθη». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐνυπόστατη Ζωή («ἐγώ εἰμί ἡ ζωή» Ιωαν. 14,6) καί ζωή στήν ἁμαρτία εἶναι χωρισμός ἀπό τήν Ζωή. Ἡ ἁμαρτία λοιπόν εἶναι ἕνα ὀντολογικό γεγονός. Ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος κατά τό βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, ὁ θάνατος τῆς ἀμετανόητης ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, πού ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Πατέρα Θεό, γίνεται σκλάβος τοῦ διαβόλου, ὑποβιβάζεται σέ ζωώδη κατάσταση, (τρέφεται μέ τήν τροφή τῶν χοίρων) καί εἶναι δυστυχισμένος ἀκόμη κι ἄν κατεῖχε πολλά ἀγαθά. Ὁ πλοῦτος εἶναι στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό χαρά γιά τήν ἐπιστροφή μας, στή χαρά πού γίνεται «ἐν τῶ οὐρανῶ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι», στήν «ἀνέκφραστη εὐφροσύνη τῶν καθορώντων τό ἄρρητο κάλλος τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ».  

Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα ”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ” ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια, Θεσσαλονίκη, 2015