Ο ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ

ORTHODOXIA

Ἰωάννη Θ. Μπάκα

 Λέκτορος ΑΠΘ

 

ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΟ 1872

 

Ὁ 19ος αἰώνας ὑπῆρξε ἐποχή ἐξαιρετικά ἐντόνων ἐθνικῶν ἀνταγωνισμῶν στό χῶρο τῆς Βαλκανικῆς, οἱ ὁποῖοι προκάλεσαν διαιρέσεις, ἀντιπαραθέσεις καί ἔνοπλες συγκρούσεις. Ἀπό τήν ἀνώμαλη αὐτή κατάσταση, τήν ὁποία προκάλεσε ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐθνικισμοῦ στήν περιοχή, δέν ξέφυγε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κάτω ἀπό τήν πνευματική σκέπη τοῦ ὁποίου βρίσκονταν ἕως τότε, λόγῳ τῆς Ὀθωμανικῆς κατάκτησης, ὅλοι σχεδόν οἱ λαοί τῆς Βαλκανικῆς, εἶδε τό πολυφυλετικό καί πολύγλωσσο ποίμνιό του νά διαιρεῖται καί νά σπαράζεται.

Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνικοτήτων στή Νοτιανατολική Εὐρώπη, κατά τόν 19ο αἰώνα, φυσικό ἦταν νά ἔχει ἄμεση ἐπίδραση καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο, προκαλώντας διαιρέσεις στό ἑνιαῖο, ἕως ἐκείνη τήν ὥρα, κάτω ἀπό τήν ἔννοια τοῦ Γένους καί τῆς Ρωμιοσύνης, ὀρθόδοξο ποίμνιο. Σταδιακά ἐμφανίστηκαν, ἕως τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὁ σερβικός, ὁ ἑλληνικός, ὁ βουλγαρικός, ὁ ρουμανικός, ὁ ἀραβικός καί τέλος ὁ ἀλβανικός ἐθνικισμός. Μέσα σέ μία χρονική περίοδο μισοῦ περίπου αἰώνα, μέλη τοῦ ὀρθοδόξου γένους, τοῦ ρωμαίικου μιλέτ, ἔλαβαν ἐθνικό προσανατολισμό, πολλές φορές μέ τήν ἐπίδραση ξένων παραγόντων (πανσλαβισμοῦ) καί ζήτησαν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν κανονική τους ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία, πού δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο[1].

Ἔτσι, ὁ 19ος αἰώνας, ὁ αἰώνας τῆς πλήρους ἀνάπτυξης τῆς ὀρθόδοξης ρωμιοσύνης σέ κάθε ἐπίπεδο, πολιτικό, κοινωνικό, πνευματικό, οἰκονομικό ὑπῆρξε καί ὁ αἰώνας τῆς διάσπασής της. Ἡ ἐθνική ἰδεολογία κατά τόν μητροπολίτη Ἀνδρέα Νανάκη κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ δημιουργεῖ καί στή βαλκανική ἐθνικές ὁμάδες. Στήν Αὐστροουγγαρία οἱ Σέρβοι, στίς κοινότητες τῆς εὐρωπαϊκῆς διασπορᾶς, οἱ Ἕλληνες καί ἀκολουθοῦν οἱ Βούλγαροι. Οἱ ἐθνικές ἐπαναστάσεις δημιουργοῦν ἐθνικά κέντρα Βελιγράδι, Ἀθήνα, Σόφια, Βουκουρέστι. Ἡ διάσπαση τοῦ ὀρθόδοξου Γένους, τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι πλέον γεγονός[2].

Ἡ βίαιη καί ἀντικανονική ἀπόσχιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τήν ἀπελευθέρωση, ἦταν δυστυχῶς τό πρῶτο θλιβερό παράδειγμα τό ὁποῖο στή συνέχεια μιμήθηκαν οἱ ὑπόλοιπες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού ἀποσχίσθηκαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.  Κατά τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό τό ἑλληνικό ἐκκλησιαστικό σχίσμα ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἐκδήλωση-μορφή ἐκκλησιαστικοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί ὅταν ἀργότερα θά ἰσχυροποιηθεῖ ἡ ἐθνικιστική ἰδεολογία καί στά ὑπόλοιπα Βαλκανικά κράτη, οἱ ἐθνικές Ἐκκλησίες θά μιμηθοῦν τό παράδειγμα τῆς Ἑλλαδικῆς καί θά κηρύ­ξουν κι αὐτές τήν «αὐτογνώμονα» αὐτοκεφαλία τους[3].

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο τόνιζε πάντα τόν οἰκουμενικό καί ὑπερεθνικό χριστιανικό χαρακτήρα του, βρέθηκε σέ ἐξαιρετικά δύσκολη θέση, βλέποντας τό ποίμνιό του ὄχι μόνο νά διαιρεῖται ἀλλά καί νά συγκρούεται. Χωρίς νά εἶναι ἀντίθετο στήν ἐθνική καί πατριωτική ἔκφραση κάθε πιστοῦ, τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνθαρρύνει καί ἐπιδοκιμάζει, τέθηκε ἐνάντιο σέ κάθε μορφή ἄκρατου ἐθνικισμοῦ τόν ὁποῖο θεώρησε ὡς ἐχθρό τῆς ἑνότητας καί τῆς εἰρήνης στήν Ἐκκλησία[4].

Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ διαίρεση τῶν πιστῶν σέ συγ­κρουόμενες ὁμάδες, ἐμπίπτει στήν αἵρεση, καθώς: «πᾶς ὁ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστι, καί οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωήν αἰώνιον ἐν ἐαυτῷ μένουσαν» (Α΄ Ἰωάννου 3,15). Τό θλιβερό στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιήθηκε γιά τήν ἔξαρση καί ἀνάπτυξη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ. Αὐτό εἶναι φοβερό ἄν σκεφτεῖ κανείς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐθνική μέ τήν ἄποψη τοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι ὑπερεθνική.

Πρώτη φορά δόθηκε ἐπίσημος ὁρισμός καί περιγραφή τοῦ ἐθνοφυλετικοῦ φαινομένου ἔναντι τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, τό 1872, στήν Κωνσταντινούπολη, στή Μεγάλη Τοπική Σύνοδο πού συγκλήθηκε ἐκεῖ ἐξαιτίας τοῦ Βουλγαρικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος[5]. Ἡ Σύνοδος αὐτή στήν ὁποία συμμετεῖχαν πέντε προκαθήμενοι (Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος Στ΄, Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος, Ἀντιοχείας Ιερόθεος, Ἱεροσολύμων Κύριλλος καί Κύπρου Σωφρόνιος), δύο πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (Γρηγόριος Στ΄ και Ιωακείμ Β΄) καί 25 μητροπολίτες ἀντιμετώπισε τόν ἐθνοφυλετισμό (ἐθνικισμό) ὡς αἵρεση, ὡς διδασκαλία «ἑτέρα» πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη[6]. Ὁ μητροπολίτης Ἀνδρέας σημειώνει καί πάλι: Ἡ παλαιά γενιά τῶν ἀρχιερέων, ἐκφραστές τῆς ἐθναρχικῆς συνείδησης καί τῆς ὀρθόδοξης ἑνότητας, μέ τή νέα γενιά τῶν ἀρχιερέων πού κατανοοῦν τό ἀναπόφευκτο καί τήν πραγματικότητα τοῦ νέου κόσμου καί τῶν ἐθνικῶν κρατῶν καί τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τό 1872 καταδικάζουν ἀπό κοινοῦ τόν ἐθνοφυλετισμό[7].

Μέ ἀφορμή τό βουλγαρικό ζήτημα, δηλαδή τήν ἀντικανονική ἵδρυση μέ σουλτανικό φιρμάνι, τό 1870, τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας καί τή διαίρεση πού προκάλεσε στόν ὀρθόδοξο πληθυσμό τῆς βαλκανικῆς, ὁ ἐθνοφυλετισμός χαρακτηρίζεται ἀπό τή Σύνοδο ἀσυμβίβαστος μέ τήν Ὀρθοδοξία, ὡς προβολή τῆς φυλῆς καί τοῦ ἔθνους σέ βάρος τῆς πίστης καί κυρίως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τή Σύνοδο προέκυψαν δύο κείμενα: α) ἡ «Ἔκθεσις διαφωτίζουσα τήν ἐτεροδιδασκαλίαν τοῦ φυλετισμοῦ» καί β) ὁ «Ὅρος τῆς Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1872».

Ἡ «Ἔκθεση» διακρίνει τόν ἐθνοφυλετισμό σέ ἐθνικό-πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό. Ὁρίζει τόν ἐθνικό-πολιτικό φυλετισμό ὡς λόγῳ διαφόρου φυλετικῆς καταγωγῆς καί γλώσσης διάκρισιν καί διεκδίκησιν ἤ ἐξάσκησιν ἀποκλειστικῶς δικαιωμάτων πάρ΄ ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἀνθρώπων ὁμοχώρων τέ καί ὁμοταγῶν. Ἡ Σύνοδος καταδικάζει τόν παραπάνω φυλετισμό γιατί προκαλεῖ διακρίσεις, ἐθνικές ἔριδες καί διχοστασίες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, περισσότερο ὅμως τήν ἀπασχολεῖ ἡ περίπτωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φυλετισμοῦ. Ὁ φυλετισμός αὐτός εἶναι ἡ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ συγκρότησις ἰδίων φυλετικῶν Ἐκκλησιῶν, πάντας μέν τούς ὁμοφύλους ἀποδεχομένων, πάντας δέ τούς ἑτεροφύλους ἀποκλειουσῶν καί ὑπό μόνον ὁμοφύλων ποιμένων διοικουμένων[8].  Ὁ ἐθνοφυλετισμός (ἐθνικισμός) καταδικάζεται ὡς «καινή δόξα», «ξένος» πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί «νεωτερική λύμη». Ἡ Σύνοδος  ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός ὄχι μόνο ἀντιβαίνει στήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλά καί ἄγνωστος ἐστίν ἐν τῷ πολιτεύματι καί τῇ ἱερᾷ τῆς Ἐκκλησίας θεσμοθεσίᾳ[9].

Ἀναφερόμενος στήν καταδίκη του ἐθνοφυλετισμοῦ ὁ μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος ἀναφέρει: διά τοῦτο ὁ οἰκουμενικός Θρόνος, ἐν βαθείᾳ συ­ναισθήσει τῶν εὐθυνῶν αὐτοῦ, ὡς πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας, ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας ἔλαβεν, ἀδιάφορον ὑπό ποίας συνθήκας, θέσιν ἔναντι τοῦ σημαντικωτάτου τούτου φαινομένου, ἐπικρίνας τούς ἕλληνας (1833-1850) καί καταδικάσας ἐν τῇ συγκληθείσῃ ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐν ἔτει 1872 Μεγάλη Τοπική Συνόδῳ τόν ἐθνοφυλετισμόν, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀποτελεῖ παρέκκλισιν τῆς ὑγιοῦς ἀγάπης πρός τό ἔθνος καί τό κράτος, ἀλλά εἶναι καί πραγματικόν ἐμπόδιον  εἰς τήν συνεργασίαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ κόσμῳ καί ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός της ἑνότητος τῆς κάτ΄ Ἀνατολᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας..[10].

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ  προκάλεσε ἀλυσιδωτά γεγονότα. Τῆς ἱστορικῆς ἀπόφασης γιά την καταδίκη τοῦ ἐθνοφυλετι­σμοῦ, τό 1872, προηγήθηκαν ἡ σερβική καί ἡ ἐλληνική ἐπανάσταση, ἡ σχισματική ἀπόσχιση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς ἐξαρχίας. Στή συνέχεια οἱ ἰδεολογικές αὐτές θέσεις ὁδήγησαν στήν ἔξαρση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ στήν Παλαιστίνη καί τή Συρία καθώς καί στήν κατάληψη τοῦ Πρεσβυγενοῦς Πατριαρχείου τῆς Ἀντιόχειας ἀπό τούς Ἄραβες, μετά τήν ὑποδαύλιση τοῦ ἀραβικοῦ ἐθνικισμοῦ ἀπό τόν ρωσικό παράγοντα. Τέλος, στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα τά ἴδια συμπτώματα παρουσιάστηκαν  μέ τίς κατά καιρούς ἀξιώσεις γιά τοποθετήσεις Σέρβων καί βλαχοφώνων ἐπισκόπων σέ μητροπόλεις τῆς Μακεδονίας καθώς καί μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἀλβανικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ὡστόσο, ἡ ἀφορμή γιά τή διατύπωση τῆς ἐπίσημης θέσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό ζήτημα δόθηκε ἀπό τό ὀξύτερο ἲσως φαινόμενο ἐθνικισμοῦ, πού ἀναπτύχθηκε τόν 19ο αἰώνα στή βαλκανική, τόν βουλγαρικό. Ὁ ἐθνικισμός αὐτός ἐκφράστηκε, στό ἐκκλησιαστικό του μέρος, μέ τήν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας τό 1870 καί μέ ὅσα τήν ἀκολούθησαν, μέ κυριότερο τόν ἑλληνοβουλγαρικό ἐθνικό ἀνταγωνισμό καί τήν ἔνοπλη σύγκρουση μεταξύ τῶν δύο ἐθνῶν σέ Μακεδονία καί Θράκη (Μακεδονικός Ἀγώνας).

Τό ἀντικανονικό τῶν βουλγαρικῶν ἀξιώσεων στηρίζεται στό ὅτι ἀπαίτησαν τήν ἵδρυση νέας αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας ὄχι ἐξαιτίας κάποιας πολιτικῆς διαίρεσης ἤ κρατικῆς ὑπόστασης, ἀλλά ἀποκλειστικά γιά λόγους ἐθνικῆς καί γλωσσικῆς διαφορᾶς τήν ὁποία ἡ Μεγάλη Τοπική Σύνοδος τοῦ 1872 χαρα­κτηρίζει ὡς «ἐθνοφυλετισμό» καί τήν καταδικάζει[11].

Ὁ μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, ἀναφερόμενος καί πάλι στό θέμα αὐτό γράφει ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ χριστιανικές Ἐκκλησίες ἦσαν τοπικές καί περιελάμβαναν τούς πιστούς ὁρισμένης πόλεως καί ὁρισμένης τοπικῆς περιφερείας, ἄνευ φυλετικῆς διακρίσεως… διό καί ἀπό τῆς πόλεως συνήθως ἤ τῆς χώρας, οὐχί δέ ἀπό τῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς τοῦ πληρώματος αὐτῶν προσωνυμοῦνται. Καί καταλήγει: Οὕτω δέ καί αἵ μέχρι τοῦδε, χάριτι θείᾳ, διατηρούμεναι ἐκκλησίαι τῶν πατριαρχικῶν θρόνων Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί ἡ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, ἀπό τῆς συστάσεως αὐτῶν εἶναι ἐκκλησίαι τοπικαί, δηλαδή ἐντός γεωγραφικῶν ὁρίων περιλαμβανόμεναι καί οὐχί ἐθνικαί· διό καί προσωνυμοῦνται οὐχί ἀπό τῶν ἀποτελούντων αὐτᾶς παντοδαπῶν ἐθνῶν, ἑλλήνων, φέρ’ εἰπεῖν, αἰγυπτίων, συρίων, ἀράβων, βλάχων, μολδαυῶν, σέρβων, βουλγάρων καί λοιπῶν, τῶν συνήθως ἀναμίξ ἐν τοῖς κλίμασι τῶν ἐκκλησιῶν τούτων κατοικούντων, ἀλλ’ ἐκ τῆς πρωτευούσης πόλεως[12].

Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός εἴτε εἶναι σερβικός, ἑλληνικός, βουλγαρικός, ἀραβικός ἤ ἀλβανικός ἀλλά καί οἱοσδήποτε ἄλλος γιά νά μήν περιοριστοῦμε μόνο στή Νοτιοανατολική Εὐρώπη, ἀποτελεῖ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων, δηλαδή τοῦ Γένους καί αἵρεση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι δυνατό ἡ φυλή νά τίθεται ὑπεράνω τῆς ἑνότητας τήν ὁποία παρέχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἰκουμενική, καθολική, θεανθρώπινη, αἰώνια, γι’ αὐτό ἀποτελεῖ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά μετατρέπεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σέ ἕνα ἐθνικό ἵδρυμα, νά περιορίζεται μέχρι τῶν μικρῶν, πεπερασμένων χρονικῶν ἐθνικῶν σκοπῶν καί μεθόδων (π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).

Σέ ὅ,τι δέ ἀφορᾶ τή διοικητική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκλειστικό κριτήριο συστάσεως καί ὑπάρξεως μίας «κατά τόπον Ἐκκλησίας», ἦταν ἡ ἐδαφικότητα καί μόνο[13]. Ἡ καταδίκη του ἐθνοφυλετισμοῦ ἔγινε μέ ἀφορμή τίς ἐθνοφυλετικές διεκδικήσεις τῶν Βουλγάρων οἱ ὁποῖοι θέλησαν νά ἱδρύσουν μία ἐθνική αὐτοκέφαλη Βουλγαρική Ἐκκλησία, ὄχι τοπική (Βουλγαρία), ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πού θά περιλάμβανε ὅλους τούς Βούλγαρους πού ζοῦσαν  καί ἐντός της ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀποτέλεσμα τῆς κίνησης αὐτῆς ἦταν νά διαμορφωθεῖ μία νέα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐντός τῶν ὁρίων μίας ἄλλης.

Ἡ καταδίκη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό 1872, ἔσωσε τήν ἀξιοπρέπεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί διδασκαλίας πού δέν δέχεται διακρίσεις, βασισμένη στά λόγια του Παύλου «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἰς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλάτας, 3,28) καί «Παρακαλῶ δέ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἴνα τό αὐτό λέγητε πάντες, καί μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δέ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α΄ Κορινθίους, 1,10).

 

Σημειώσεις

 



[1] Βλέπε στό Παρασκευᾶς Ματάλας, Ἒθνος καί ὀρθοδοξία : οἱ περιπέτειες μιᾶς σχέσης ἀπό τό “ἑλλαδικό” στό βουλγαρικό σχίσμα, Ἡράκλειο  (Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης) 22003.

[2] Ἀνδρέας Νανάκης, μητρ. Ἀρκαλοχωρίου, «Ἐθναρχική καί ἐθνική συνείδηση σέ σχέση μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», Πρακτικά Ἐπιστημονικῆς Διημερίδας «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἡ οἰκονομία τοῦ Γένους, Ἀθήνα (Ἀδελφότης ὀφφικιάλων τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου) 2007, σ. 414.

[3] Γεώργιος Μεταλληνός, Παράδοση καί ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα (Δόμος) 42001,  σ. 255.

[4] Μάξιμος, μητρ. Σάρδεων, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη  (Ἳδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν) 21989, σ. 320-322.

[5] Ἀθανάσιος Ἀγγελόπουλος, «Ἡ ἑτεροδιδασκαλία τοῦ Φυλετισμοῦ. Ἐπίκαιρες ἐπισημάνσεις», Προβληματισμοί ἐθνικοί καί θρησκευτικοί ἐπίκαιροι Α΄, Θεσσαλονίκη (Ἵδρυμα Ἐθνικοῦ καί Θρησκευτικοῦ Προβληματισμοῦ-«Καρίπειον Μέλαθρον») 1997, σ. 149.

[6] Βασίλειος Μουστάκης, «Βουλγαρική Ἐκκλησία», Θρησκευτική καί Ἡθική Ἐγκυκλοπαίδεια, σ. 1009.

[7] Ἀνδρέας Νανάκης, μητρ. Ἀρκαλοχωρίου, σ. 415.

[8] Ἀθ. Ἀγγελόπουλος, σ. 153-154.

[9] Ἀθ. Ἀγγελόπουλος, σ. 156.

[10] Μάξιμος Σάρδεων, σ. 323.

[11] Βασίλειος Στεφανίδης, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθήνα (Παπαδημητρίου) 61998, σ. 739.

[12] Μάξιμος Σάρδεων, σ. 323-325.

[13] Οἱ «ὀπαδοί» τοῦ φυλετισμοῦ στηρίζουν τίς θέσεις τους στό 34ο ἀποστολικό κανόνα, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι τόν αὐτοῖς πρῶτον καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν δίνοντας στήν ἔννοια ἔθνος τή σημασία τῆς φυλῆς. Ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους ὅμως εἶναι φανερό ὅτι ἀναφέρεται σέ ἐπισκόπους τοπικῶν καί ὄχι ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ 8ος  κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν ἐπιτρέπει στήν ἴδια πόλη νά βρίσκονται δύο ἐπίσκοποι, οὔτε στήν ἴδια ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία δύο Μητροπολῖτες.

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011