της Μαρίας Κορνάρου
Οι Ορθόδοξοι του Δυτικού κόσμου έχουμε καιρό να βιώσουμε ένοπλο διωγμό της πίστης. Ζούμε σε περιβάλλον το οποίο είναι αν όχι θετικό, τουλάχιστον ανεκτικό προς τη θρησκεία. Παρουσιάζεται κάποτε και ως Χριστιανικό. Ιδίως στην Ελλάδα των παλαιότερων εποχών, η ιδιότητα του θεοσεβούμενου μπορούσε να ανοίξει πολλές πόρτες. Οι ιερείς και οι μοναχοί απολάμβαναν τον σεβασμό του κοινωνικού συνόλου. Ακόμη και αν σήμερα οι λοιδορίες κατά της πίστεως έχουν κερδίσει έδαφος, ένα κομμάτι αυτού του αυθόρμητου σεβασμού παραμένει. Μπορούμε να πούμε, όμως, ότι ζούμε σε ένα κόσμο αληθινά Χριστιανικό; Σαφώς και όχι. Αυτό δεν το αποδεικνύει μόνο η αδικία που θεριεύει γύρω μας και η απιστία που έχει αναδειχθεί σε επίσημη ιδεολογία. Είναι από μόνο του κάτι ουτοπικό, άπιαστο. Η Εκκλησία στον κόσμο είναι πάντοτε σε διωγμό, και ο διωγμός αυτός είναι δύο ειδών, είτε φανερός με τον ενεργό πόλεμο κατά της πίστεως και των χριστιανών από τους εχθρικούς άρχοντες του κόσμου τούτου, είτε αφανής. Ο αφανής διωγμός ξεσπά εντός της Εκκλησίας, δια της εκκοσμικεύσεως του φρονήματος.
Η αληθινά Χριστιανική, η αγία κοινωνία, δεν επετεύχθη ούτε στα ενδοξότερα χρόνια του Βυζαντίου. Ο αρχικός μαζικός εκχριστιανισμός του πληθυσμού, προ του Βυζαντίου ακόμη, έγινε μάλιστα αφορμή για την ίδρυση του μοναχισμού, από ανθρώπους αφοσιωμένους στο Θεό που επιζητούσαν να χτίσουν μία αληθινά χριστιανική κοινωνία. Ο μόνος τρόπος ήταν η φυγή από την κατ’ όνομα «χριστιανική» κοινωνία του κόσμου. Στη Χριστιανική αυτοκρατορία έγινε αντιληπτό ότι παρά τα Ορθοδόξου πνεύματος νομοθετήματα και τη μεγάλη κοσμική δύναμη της Εκκλησίας, παρά την πληθώρα αγίων που αναδείχθηκαν, ακόμη και αγίων αυτοκρατόρων, δεν ήταν δυνατό να εκλείψει το κακό από αυτό τον κόσμο. Η αμαρτία είναι μία πραγματικότητα του κόσμου της φθοράς η οποία θα εξαλειφθεί ολοκληρωτικά μονάχα στον μέλλοντα αιώνα. Σε πείσμα αυτής της πραγματικότητας αναπτύσσεται η ανυπομονησία του ανθρώπου, η υπερηφάνεια του που απαιτεί να πιστέψει σε αυτό που βλέπει εδώ και τώρα και όχι να εναποθέσει τις ελπίδες στο αβέβαιο, και η απιστία στις επαγγελίες του Θεού. Εδώ βρίσκεται η ρίζα πληθώρας ιδεολογιών πολιτικών και φιλοσοφικών, οι οποίες επιμένουν να παρουσιάζουν διάφορα μοντέλα που θα φέρουν τον παράδεισο στη γη, θα εξαλείψουν δηλαδή κάθε αδικία και κακή περίσταση στον παρόντα αιώνα. Χωρίς να αναλογίζονται ότι ακόμη και αν τα άπιαστα όνειρά τους ήταν πραγματοποιήσιμα, όμως πάλι δε θα καταργούταν ο θάνατος…
Ο κίνδυνος να επηρεαστούμε και εμείς, οι πιστοί, από την επαγγελία των παρόντων και όχι των «μελλόντων αγαθών», είναι μεγάλος. Μέσα στην Εκκλησία αυτή η ροπή της ανθρώπινης ψυχής εκφράζεται με την εκκοσμίκευση. Η εκκοσμίκευση είναι η συμφιλίωση της Εκκλησίας με τον κόσμο, η πλήρης αποδοχή του ως καλοπροαίρετου, φιλικού, Χριστιανικού, αγίου ακόμη. Έτσι, πολλές από τις κακοδοξίες και τις παθογενείς καταστάσεις του κόσμου βρίσκουν τον τρόπο να εισέλθουν στην Εκκλησία και να αλλοιώσουν το φρόνημα των πιστών. Κάποιες αλλά όχι όλες από αυτές τις καταστάσεις, που παρατηρούμε καθημερινά, είναι ο υλισμός, η φιλοδοξία, η ασέβεια, η οκνηρία, η αγνωμοσύνη, η ανυπακοή και πολλές άλλες ψυχικές διαθέσεις που δεν έχουν θέση στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Οι διαθέσεις αυτές οδηγούν τελικά και στην αλλοίωση της λατρείας, της εκκλησιαστικής οργάνωσης, της εφαρμογής των ιερών κανόνων και σε πολλές ακόμη παθογένειες. Το φαινόμενο εντείνεται όταν μέσω της εκκοσμικεύσεως βρίσκουν το δρόμο τους εντός του εκκλησιαστικού σώματος διάφορες πολιτικές και ηθικές ιδεολογίες παντελώς ξένες προς το Ευαγγέλιο, οι οποίες θέλουν σώνει και καλά να συνταιριάξουν μαζί του και να προβάλλουν συμπεράσματα τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν αιρετικά. Ακόμη χειρότερα, οι πιστοί θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε τέτοιες ιδεολογίες για να γεμίσουν την πίστη μας, χωρίς να είμαστε ενήμεροι για το κοινωνικό περιεχόμενο της Πατερικής διδασκαλίας. Στον κίνδυνο της εκκοσμικεύσεως είναι εκτεθειμένος ο καθένας από εμάς, από τη στιγμή που θα αρχίσει να επαναπαύεται και να νιώθει πλήρης από τα αγαθά του κόσμου, παύοντας να αναζητεί τη χαρά σε αυτά που είναι πέρα και πάνω από αυτό τον κόσμο, στη Χάρη του Θεού και την επικοινωνία μαζί Του.
Ο σημερινός διωγμός στην Εκκλησία φαίνεται να εκφράζεται μέσα από το πνεύμα του ορθολογισμού που κυβερνά τα πάντα στον κόσμο μας. Όποιος αρνείται την πειθήνια υπακοή στις εντολές του ορθολογισμού, και του ανθρωποκεντρισμού που αυτός συνεπάγεται, είναι το «μαύρο πρόβατο» του ποιμνίου! Ειδικά τώρα, που τα μέτρα του κορωνοϊού έχουν αναδείξει το ήδη υπάρχον μείζον πρόβλημα εντός του εκκλησιαστικού σώματος, η «εξορία» των πιστών που αναγνωρίζουν τη μεταφυσική πλευρά της πίστεως είναι εντονότερη. «Εξορία» τόσο μεταφορική, μέσα από τον οιονεί εξοστρακισμό τους ως επικίνδυνων, όσο και κυριολεκτική, στις περιπτώσεις όπου τους απαγορεύεται η είσοδος σε ναούς!… Θα έπρεπε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, το γεγονός ότι σε αυτό τον κόσμο όπου ο Χριστός μας δεν είχε «που την κεφαλήν κλίναι», εμείς απομονώνουμε τους εν Χριστώ αδελφούς μας, χάριν της «λατρείας» στις οδηγίες των «ειδικών» του κόσμου. Όμως εν τέλει, οι απομονωμένοι αδελφοί, όσοι επιφυλάσσονται να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα την κάθε εντολή του «Καίσαρος» – εν όψει και ενός πιθανού νέου lockdown με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την λειτουργία των ιερών ναών – τελικά βλέπουν να επαληθεύεται στη ζωή τους ο λόγος του Χριστού: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμο»!