Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ*

Ὁ Πατροκοσμᾶς δημιούργησε ἐπί Τουρκοκρατίας 200 Σχολεῖα

 

π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

 

Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ συ­νέ­πε­σε μέ μιά κρι­σι­μό­τα­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ἐ­θνι­κῆς μας ἱ­στο­ρί­ας. Τό ἀ­πο­πνι­κτι­κό σκο­τά­δι τῆς τουρ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας κρα­τοῦ­σε τό Γέ­νος στή φρι­κα­λε­ό­τη­τα μιᾶς ἀ­τέ­λει­ω­της νύ­κτας.

Τόν 18ο αἰ. ἄρ­χι­σε νά ἀ­πει­λεῖ­ται καί πά­λι ἡ ἐθνι­κή ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ὄ­χι ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λή αὐ­τή τή φο­ρά, ἀλλά ἀ­πό τή Δύ­ση. Συν­τε­λεῖ­ται ἡ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ μέ τόν δυ­τι­κό Δι­α­φω­τι­σμό. Πα­ρά τίς ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τες θε­τι­κές του πλευ­ρές ὁ Δι­α­φω­τι­σμός με­τα­κέ­νω­σε στήν ἐθνι­κή μας συ­νεί­δη­ση καί στοι­χεῖ­α κα­τα­λυ­τι­κά τῆς οὐ­σί­ας της, π.χ. τή θρη­σκευ­τι­κή ἀ­δι­α­φο­ρί­α ἤ μί­α ἀλ­λοι­ω­μέ­νη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ὁ­λό­τε­λα ξέ­νη πρός τήν οὐ­σί­α τῆς Πα­ρα­δό­σε­ώς μας.

Μέ­σα σ᾿ αὐ­τό τό κλίμα, σ᾿ αὐ­τό τό κοι­νω­νι­κό καί ἱ­στο­ρι­κό πλαί­σιο, το­πο­θε­τεῖ­ται ἡ δρά­ση τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ. Δι­α­λέ­γει ἕ­ναν Ἀ­πο­στο­λι­κό τρό­πο ἐρ­γα­σί­ας, τήν πε­ρι­ο­δεί­α. Πε­ρι­ο­δεύ­ει γιά εἴ­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια, ἀρ­δεύ­ον­τας ὅ­λη τή χώ­ρα μέ τά νά­μα­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λή­θειας. Οἱ πε­ρι­ο­δεῖ­ες του ἀ­πο­σκο­ποῦ­σαν βα­σι­κά στήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ λα­οῦ. Ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ἀ­πευ­θύ­νει τό κή­ρυγμά του σέ ὁ­λό­κλη­ρο τό Γέ­νος. Στρέ­φε­ται ὅ­μως βα­σι­κά στόν λαό, στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λα­ϊ­κή βά­ση. Εἶ­χε πι­στεύ­σει στίς λα­ϊ­κές δυ­νά­μεις, πού δι­α­τη­ροῦ­σαν μέ­σα τους τά ζώ­πυ­ρα τῆς Πα­ρα­δό­σε­ως. Πί­στευ­ε στή δυ­να­τό­τη­τα ἀ­φυ­πνί­σε­ώς του, ἐ­πα­να­φο­ρᾶς του στή φα­νέ­ρω­ση τῆς ρω­μαί­ι­κης συ­νει­δή­σε­ως, γιά νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἔ­τσι καί ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους. Δέν θά μπο­ροῦ­σε ὅ­μως ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς νά ἐ­πι­χει­ρή­σει κά­τι τέ­τοι­ο, ἄν δέν κου­βα­λοῦ­σε ὁ ἴ­διος ὁ­λό­κλη­ρο τόν λαό μέ­σα του.

Τό λα­ϊ­κό φρό­νη­μα τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ φαί­νε­ται στή γλώσ­σα καί στό ὕ­φος τῶν Δι­δα­χῶν του. Ἡ γλωσ­σι­κή καί ὑ­φο­λο­γι­κή ἁ­πλό­τη­τά του δέν ὀ­φεί­λον­ταν βέ­βαι­α στή δι­κή του ἀ­νε­παρ­κῆ παι­δεί­α. Ὁ ἴ­διος κα­τεῖ­χε ὑ­ψη­λή γιά τήν ἐ­πο­χή του μόρ­φω­ση.

Ἡ ἀ­πύθ­με­νη ἀ­γά­πη του γιά τόν λαό φαί­νε­ται στά πα­ρα­κά­τω λό­για: «Χρέ­ος ἔ­χουν ἐ­κεῖ­νοι, ὅ­που σπου­δά­ζουν, νά μήν τρέ­χουν εἰς ἀρ­χον­τι­κά καί αὐ­λάς με­γά­λων καί νά μα­ται­ώ­νω­σι (νά χα­ρα­μί­ζουν) τήν σπου­δή τους, διά νά ἀ­πο­κτή­σουν πλοῦ­τον καί ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λά νά δι­δά­σκω­σι μά­λι­στα τόν κοι­νόν λα­όν, ὅ­πως ζῶ­σι μέ πολ­λήν ἀ­παι­δευ­σί­αν καί βαρ­βα­ρό­τη­τα…».

Ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς θέ­λει νά γί­νει δεί­κτης στρο­φῆς ὅ­λων τῶν μορ­φω­μέ­νων πρός τόν λα­ό, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὀ­φεί­λου­με νά σπου­δά­ζου­με. Για­τί, ἄν ἡ σπου­δή δέν ἀ­πο­βλέ­πει στόν φω­τι­σμό τοῦ λα­οῦ, δέν εἶ­ναι «θεί­α», ἀλ­λά «ἐ­πί­γει­ος, ψυ­χι­κή, δι­α­μο­νώ­δης». (Ἰ­ακ. 3, 15). Ἡ «ἀ­γα­θή γῆ» (Λουκ. 8, 8) ὅ­μως πού δε­χό­ταν τόν σπο­ρό­λο­γό του ἦ­ταν οἱ καρ­δι­ές τοῦ λα­οῦ, πού δι­α­τη­ροῦ­σε ἀ­κό­μα κά­τι ἀ­πό τήν πρω­ταρ­χι­κή του ὡ­ραι­ό­τη­τα («τό ἀρ­χαῖ­ον κάλ­λος»). Μέ­σα σ᾿ αὐ­τόν τόν λαό ὅ­μως ἦ­σαν καί ἀρ­κε­τοί Τοῦρ­κοι, πού ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς δέν τούς ἀ­πέ­κλει­ε, για­τί τό γνή­σιο ρω­μαί­ι­κο–οἰ­κου­με­νι­κό του πνεῦ­μα ἀ­να­ζη­τοῦ­σε κά­θε ἄν­θρω­πο κα­λῆς θε­λή­σε­ως. Ποῦ στή­ρι­ξε ὅ­μως τήν ἑ­νο­ποι­η­τι­κή ἱε­ρα­πο­στο­λι­κή καί ἐ­θνα­πο­στο­λι­κή του μαρ­τυ­ρί­α;

Στή γνη­σι­ό­τη­τα τῆς πί­στε­ως. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Στόν αὐ­θεν­τι­κό δη­λα­δή καί ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νο τρό­πο σκέ­ψε­ως, πί­στε­ως, δρά­σε­ως. Ἀ­γω­νί­σθη­κε νά ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­σει τό ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα τοῦ λα­οῦ, τό φρό­νη­μα τῶν ἁγί­ων Πα­τέ­ρων του. Γι᾿ αὐ­τό ἔ­κα­νε ἀ­δι­ά­κο­πα ἔκ­κλη­ση στά Ὀρ­θό­δο­ξα βά­θη τῆς ἀ­δού­λω­της λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς.

Συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει: «Νά δο­ξά­ζε­τε (δηλ. μέ ὅ­λη τή ζω­ή σας) τήν Ἁ­γί­α Τριά­δα». Εἶ­ναι σα­φής ὁ δι­α­χω­ρι­σμός πού κά­νει ἀ­πό τόν ἐ­ξω­χρι­στι­α­νι­κό μο­νο­θε­ϊ­σμό, ἐ­νῷ θά εἶ­χε κά­θε δι­καί­ω­μα νά ζη­τή­σει νά βρεῖ προ­σβά­σεις, γιά νά «δι­ευ­κο­λύ­νει» τήν κη­ρυ­κτι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Κα­νέ­νας δι­πλω­μα­τι­κός συμ­βι­βα­σμός δέν φαί­νε­ται στό κή­ρυγ­μά του. Ἤ ζω­ή ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ ἢ θά­να­τος!    Τό κή­ρυγ­μά του δέν εἶ­ναι μό­νο τρι­α­δο­κεν­τρι­κό, ἀλ­λά καί χρι­στο­κεν­τρι­κό.  Ἡ Θε­ό­της τοῦ Χρι­στοῦ δι­α­κη­ρύσ­σε­ται μέ σθέ­νος, συν­δυ­α­σμέ­νη μέ τήν κυ­ρι­ό­τη­τά Του, τή βα­σι­λι­κή Του ἐ­ξου­σί­α στόν οὐ­ρα­νό καί στή γῆ, στά πνευ­μα­τι­κά καί στά βι­ο­τι­κά. Εἷς Ἅ­γιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Αὐ­τό εἶ­ναι τό βα­θύ­τε­ρο γιά τήν ἐ­θνι­κή ζω­ή μή­νυ­μά του! Ὁ Χρι­στός δέν εἶ­ναι γιά τόν Πα­τρο­κο­σμᾶ μό­νον Θε­ός, ἀλ­λά καί «ὁ γλυ­κύ­τα­τος αὐ­θέν­της καί Δε­σπό­της». Κα­τα­λα­βαί­νο­υμε τήν αἴ­σθη­ση αὐ­τοῦ τοῦ λό­γου σέ ἕ­ναν λα­ό, πού εἶ­χε συ­νη­θί­σει νά ὀ­νο­μά­ζει «αὐ­θέν­τη» του τόν τύ­ραν­νο–Σουλ­τά­νο καί «Δε­σπό­τη» τόν Ἐ­πί­σκο­πό του.  Πά­νω ἀ­πό κά­θε ἐ­πί­γεια ἀρ­χή καί ἐξου­σί­α εἶ­ναι γι᾿ αὐ­τόν ὁ Χρι­στός. Τό κή­ρυγ­μά του πε­ραι­τέ­ρω, δέν ἦ­ταν μί­α ἄ­χρω­μη ἠ­θι­κο­λο­γί­α, ἀλ­λά Θε­ο­λο­γί­α, πού προ­βαλ­λό­ταν ὡς τό ὀν­το­λο­γι­κό θε­μέ­λιο τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου ἤ­θους. Συ­νή­θως –ἀ­κό­μη καί σή­με­ρα–  ὑ­πο­τιμᾶται τό λα­ϊ­κό στοι­χεῖ­ο. Λέ­με: Δέν εἶ­ναι γιά τόν λα­ό αὐ­τό· ἡ ὑ­ψη­λή μας –δῆ­θεν– Θε­ο­λο­γί­α. Τό δι­α­βά­ζου­με αὐ­τό κα­τά κό­ρον σέ πολ­λά –ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ἀ­κό­μη– κεί­με­να τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς εἶ­χε ὅ­μως δι­α­φο­ρε­τι­κή γνώ­μη. Ὅ­πως οἱ ἅγιοι Πα­τέ­ρες, ζη­τοῦ­σε κα­θα­ρό­τη­τα καρ­διᾶς ἀ­πό τόν λα­ό καό εἰ­λι­κρι­νῆ δι­ά­θε­ση, γιά νά τούς κη­ρύ­ξει –στήν ἁ­πλου­στευ­μέ­νη βέ­βαι­α μορ­φή της– ὅ­λη τήν ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νη θεί­α ἀ­λή­θεια. Γι᾿ αὐ­τό πά­λι δέν κη­ρύσ­σει δι­α­νο­η­τι­κά, θε­ω­ρη­τι­κά, ἀλ­λά τή συγ­κε­κρι­μέ­νη πί­στη, πού ἔ­γι­νε γε­γο­νός καί ἱ­στο­ρί­α, σαρ­κω­μέ­νη ἀ­λή­θεια στό πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως πρός τήν πί­στη (ὄ­χι μό­νο ὡς θεί­α δι­δα­σκα­λί­α, ἀλ­λά καί ὡς κα­τά­φα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στή λυ­τρω­τι­κή κλή­ση τοῦ Θε­οῦ) θέ­λει νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ καί ἡ ἀ­νάγ­κη με­το­χῆς στή μυ­στη­ρια­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ δι­πλή αὐ­τή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πού ζη­τεῖ νά προ­βάλ­λει, φαί­νε­ται ἀ­νά­γλυ­φα στίς δύ­ο ἐ­κεῖ­νες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές ἐ­νέρ­γει­ές του, ὅ­που πή­γαι­νε: Πρῶ­τα ἔ­στη­νε ἕ­ναν ξύ­λι­νο Σταυ­ρό, ὑ­πό τή σκιά τοῦ ὁ­ποί­ου δί­δα­σκε, καί ἔ­πει­τα κα­λοῦ­σε σέ λα­τρευ­τι­κές καί μυ­στη­ρια­κές πρά­ξεις (π.χ. Εὐ­χέ­λαι­ο, Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, Εὐ­χα­ρι­στί­α). Τοῦ­το με­τα­φρα­ζό­ταν στή συ­νεί­δη­ση τοῦ λα­οῦ μας: Μέ τά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στό μυ­στή­ριο τοῦ Σταυ­ροῦ τοῦ Χρι­στοῦ, στό γε­γο­νὸς τῆς σω­τη­ρί­ας!

Ἀ­πό τήν πί­στη (τή σχέ­ση πρός τόν Θε­ό) προ­χω­ροῦ­σε τό κή­ρυγ­μά του στόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο, στό ἀν­θρώ­πι­νο Ἐ­γώ. Για­τί ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη,  με­του­σι­ω­μέ­νη σέ φρό­νη­μα, πη­γά­ζει τό ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος. Ἡ ὀρ­θή δι­α­σύν­δε­ση τοῦ Ἐ­γώ μέ τό Ἐ­μεῖς, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης. Ἀ­δι­ά­κο­πα προ­βάλ­λει γιά τόν ἄν­θρω­πο τή σω­τη­ρί­α τριά­δα τῶν ἀ­ρε­τῶν: τα­πεί­νω­ση, συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καί ἀ­γά­πη, σάν τή βά­ση τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς κοι­νω­νι­κό­τη­τας.

Ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς ἔ­γι­νε ὄ­χι μό­νο τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως ἱε­ρα­πό­στο­λος, ἀλ­λά καί τῆς Παι­δεί­ας. Στήν ὑ­πό­θε­ση τῆς Παι­δεί­ας βλέ­πει μί­α θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα, γι᾿ αὐ­τό ἡ ἀ­μέ­λειά της εἶ­ναι γι᾿ αὐ­τόν ἁ­μάρ­τη­μα, πα­ρά­βα­ση δη­λα­δή τοῦ θεί­ου νό­μου. Θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει: «Ἁ­μαρ­τά­νε­τε πο­λύ νά τά ἀ­φή­νε­τε (τά παι­διά) ἀ­γράμ­μα­τα καί τυ­φλά, καί μή μό­νον φρον­τί­ζε­τε νά τούς ἀ­φή­σε­τε πλού­τη καί ὑ­πο­στα­τι­κά, καί με­τά τόν θά­να­τό σας νά τά τρῶν καί νά τά πί­νουν καί νά σᾶς ὀ­πι­σο­λο­γοῦν (κα­τη­γο­ροῦν). Κα­λύ­τε­ρα νά τά ἀ­φή­σε­τε φτω­χά καί γραμ­μα­τι­σμέ­να, πα­ρά πλού­σια καί ἀ­γράμ­μα­τα».

Ζη­τᾶ ὅ­μως καί ἐ­δῶ κά­τι τό συγ­κε­κρι­μέ­νο. Ὄ­χι ὁ­ποι­α­δή­πο­τε Παι­δεί­α, ἀλ­λά Παι­δεί­α Ἑλ­λη­νι­κή. Δέν κρύ­βε­ται κα­νέ­νας ἐ­θνι­κι­στι­κός σο­βι­νι­σμός κά­τω ἀ­πό αὐ­τήν τήν ἀ­παί­τη­ση. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στή δο­κι­μα­σμέ­νη ἐ­κεί­νη καί νι­κή­τρια τοῦ χρό­νου (κλα­σι­κή) Παι­δεί­α, τήν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σαν καί οἱ Πα­τέ­ρες καί δι­α­τή­ρη­σαν τήν ὑ­πό­στα­ση καί ταυ­τό­τη­τά τους.

Ἐκ­φρά­ζει ὅ­μως καί μί­αν ἄλ­λη ἀ­λή­θεια τό αἴ­τη­μά του αὐ­τό.

Μέ τήν Ἑλ­λη­νι­κή Παι­δεί­α, πού δέν εἶ­ναι πα­ρά γνή­σια ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας, φι­λο­σο­φί­α, ἀ­νοί­γε­ται ὁ δρό­μος πρός τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἄν δέν μορ­φω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος Ἑλ­λη­νι­κά, ἂν δέν δε­χθεῖ τό γνή­σια ἐ­ρευ­νη­τι­κό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα καί δέν μά­θει τήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα –καρ­πό ἑ­νός ἁρ­μο­νι­κά ἀ­να­πτυγ­μέ­νου ἀν­θρω­πί­νου πνεύ­μα­τος– δέν γί­νε­ται σω­στός Χρι­στια­νός. Τό γνή­σιο δέ Πα­τε­ρι­κό καί ξέ­νο πρός κά­θε ὑ­πο­ψί­α σκο­τα­δι­σμοῦ πνεῦ­μα του φαί­νε­ται στά λό­για του: «Αἱ πολ­λαί ἐκ­κλη­σί­αι οὔ­τε δι­α­τη­ροῦν, οὔ­τε ἐ­νι­σχύ­ουν τήν πί­στιν μας, ὅ­σον καί ὅ­πως πρέ­πει, ἐ­άν οἱ εἰς Θε­ὸν πι­στεύ­ον­τες δέν εἶ­ναι φω­τι­σμέ­νοι ὑ­πό τῶν πα­λαι­ῶν καί νέ­ων Γρα­φῶν».

Πά­νω σέ πα­ρό­μοι­ες θέ­σεις τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ φαί­νε­ται, στη­ρί­χθη­κε ἡ ἄ­πο­ψη, ὅ­τι γκρέ­μι­σε στή Χει­μάρ­ρα ἐκ­κλη­σί­ες, γιά νά φτιά­ξει σχο­λεῖ­α. Δέν εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο ὅ­μως, ἐ­ρει­πω­μέ­νες καί ἐγ­κα­τα­λελειμ­μέ­νες ἐκ­κλη­σί­ες νά ὅ­ρι­ζε νά τίς με­τα­τρέ­πουν σέ σχο­λεῖ­α. Ἀλ­λά καί ἄν ἀ­κό­μη τό ἔ­κα­με, τά σχο­λεῖ­α ποὺ ἵ­δρυ­ε, πά­λι «ἐκ­κλη­σί­ες» ἦ­σαν, ἀ­φοῦ σ᾿ αὐ­τὰ «λα­τρευ­ό­ταν» ἡ ἱ­ε­ρή γνώ­ση καί κοι­νω­νοῦ­σαν τά Ρω­μη­ό­που­λα τίς θεῖ­ες ἀ­λή­θει­ες.

Τὸ ἔρ­γο τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ ἀ­πέ­βλε­πε στήν ἀ­να­γέν­νη­ση, ὄ­χι μό­νον τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που, ἀλ­λά καί τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. «Σι­μά εἰς τά ἄλ­λα –ἐ­κή­ρυτ­τε– ηὕ­ρη­κα καί τοῦ­τον τόν λό­γον, ὁ­πού λέ­γει ὁ Χρι­στός μας, πώς δέν πρέ­πει κα­νέ­νας Χρι­στια­νός, ἄν­δρας ἤ γυ­ναί­κα, νά φρον­τί­ζει διά τοῦ λό­γου του μό­νον, πῶς νά σω­θεῖ, ἀλ­λά νά φρον­τί­ζει καί διά τούς ἀ­δελ­φούς του (πρβλ. Α΄ Κορ. 10, 24)».

Κή­ρυ­ξε ἰ­σό­τη­τα καί ἀ­δελ­φό­τη­τα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων («ἀ­πό ἕ­ναν ἄν­δρα καί μί­αν γυ­ναί­κα ἐ­γεν­νή­θη­μεν καί ὅ­λοι εἴ­με­θα ἀ­δελ­φοί»). Δέν πα­ρα­λεί­πει ὅ­μως νά συμ­πλη­ρώ­σει: «Ὅ­λοι εἴ­με­θα ἀ­δελ­φοί, μό­νον ἡ πί­στις μᾶς χω­ρί­ζει», συμ­φω­νών­τας καί σέ τοῦ­το μέ τούς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες, ὅ­τι ναί μέν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι ἐξ ἴ­σου πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ, τήν πραγ­μα­τι­κή ὅ­μως, πνευ­μα­τι­κή ἀ­δελ­φο­σύ­νη δη­μι­ουρ­γεῖ μό­νον ἡ πί­στη. Ἡ φε­ου­δαρ­χι­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά φυ­σι­κή δι­ά­κρι­ση τῶν ἀν­θρώ­πων σέ εὐ­γε­νεῖς καί δου­λο­πά­ροι­κους ἀ­που­σιά­ζει τε­λεί­ως στόν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κο­κεν­τρι­κό στο­χα­σμό τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ. Εἶ­ναι ἴ­σως κά­πως τολ­μη­ρό νὰ ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ κα­νείς ὅ­τι ἔ­φθα­σε στή σύλ­λη­ψη τοῦ σχε­δί­ου τοῦ Ρή­γα, πού ὁ­ρα­μα­τί­σθη­κε κοι­νή συ­νέ­νω­ση ὅ­λων τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν λα­ῶν μέ ἑλ­λη­νι­στι­κή ἀ­φο­μοί­ω­ση καί κοι­νό ὄρ­γα­νο τήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Ἴ­σως ἔ­τσι σκε­πτό­ταν μέ­χρι τό 1774, πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε μέ­σα του ἡ ἰ­δέ­α τῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως κα­τά τοῦ τυ­ράν­νου καί τῆς ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως. Ἴ­σως νά μήν ἄγ­γι­ξε τήν οἰ­κου­με­νι­κή ἰ­δέ­α τοῦ Ρή­γα, πού εἶ­χε ἄλ­λω­στε κα­θα­ρό πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα. Ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς ἄλ­λω­στε δι­α­πνέ­ε­ται ἀ­πό μί­αν ἄλ­λου τύ­που οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα, θρη­σκευ­τι­κοῦ, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, θε­με­λι­ω­μέ­νη στήν ὀρ­θο­δο­ξο–ρω­μαί­ικη Πα­ρά­δο­ση. Ζοῦ­σε καί ἐ­κι­νεῖ­το μέ­σα στό ρω­μαί­ικο κλί­μα, ὅ­που ὄ­χι ἡ ἐ­θνό­τη­τα, ἀλ­λά ἡ κοι­νή πί­στη ἕ­νω­νε τήν πολ­λα­πλό­τη­τα τ­ῶν λα­ῶν, πρῶ­τα στό ἕ­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα καί με­τά στή μί­α οἰ­κου­με­νι­κή Πο­λι­τεί­α. Ἔ­τσι κή­ρυ­ξε ἰ­σό­τη­τα ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν, μέ­σα ὅ­μως στήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ φύ­λου καί τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τους στό κοι­νω­νι­κό σῶ­μα (θέ­λει τόν ἄν­δρα «ὡ­σάν Βα­σι­λέ­α» καί τή γυ­ναί­κα «ὡ­σάν Βε­ζί­ρη!») ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί ἀ­πο­φυ­γή τῆς «ἁρ­πα­γῆς καί ἀ­δι­κί­ας», το­νί­ζον­τας: «Ἄν εἶ­σθε Χρι­στια­νοί, μέ τόν κό­πον σας νά ζῆ­τε», δεί­χνον­τας ἔ­τσι τήν ἀν­τι­φε­ου­δα­λι­κή καί ἀν­τι­α­στι­κή συ­νεί­δη­σή του.

Τό ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό ὑ­πό­βα­θρο τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τός του φαί­νε­ται, ὅ­ταν λέ­γει: «Ὅ­θεν, ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­σοι ἀ­δι­κή­σα­τε Χρι­στια­νούς ἤ Ἑ­βραί­ους ἤ Τούρ­κους, νά δώ­σε­τε τό ἄ­δι­κον ὀ­πί­σω, δι­ό­τι εἶ­ναι κα­τη­ρα­μέ­νον καί δέν βλέ­πε­τε καμ­μί­αν προ­κο­πήν».

 

Ἡ πο­ρεί­α πρός τή Θέ­ω­ση.

 

Γεν­νή­θη­κε τό 1714 στό Μέ­γα Δέν­δρο (κατ᾿ ἄλ­λους στόν Τα­ξιά­ρχη) τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ἀ­πο­κού­ρου στήν Αἰ­τω­λί­α. Τά πρῶ­τα γράμ­μα­τα ἔ­μα­θε στό ἱ­ε­ρο­δι­δα­σκα­λεῖ­ο τοῦ Λύ­τσι­κα στή Σι­γδί­τσα τῆς Παρ­νασ­σί­δος καί στή μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς στά Βραγ­για­νά τῶν Ἀ­γρά­φων. Δι­ο­ρί­σθη­κε Δά­σκα­λος στή Λομ­πο­τι­νά Ναυ­πα­κτί­ας καί δί­δα­ξε πι­θα­νῶς καί σ᾿ ἄλ­λα χω­ριά. Ἐ­πι­θυ­μών­τας νά λά­βει  ἀ­νώ­τε­ρη Παι­δεί­α, πῆ­γε στήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή, ὅ­που εἶ­χε Δα­σκά­λους τόν Πα­να­γι­ώ­τη Πα­λα­μᾶ καί τόν Εὐ­γέ­νιο Βούλ­γα­ρη. Συγ­χρό­νως ἐ­πι­δό­θη­κε στή με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων. Τό 1759 ἐκά­ρη­ μο­να­χός στή Μο­νή Φι­λο­θέ­ου καί ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στήν ἄ­σκη­ση καί με­λέ­τη. Φλε­γό­με­νος ἀ­πό τόν πό­θο νά βο­η­θή­σει τό ὑ­πό­δου­λο Γέ­νος καί νά συμ­βάλ­ει στόν κα­τά Θε­όν φω­τι­σμό του πῆ­γε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί ἔ­λα­βε τήν ἄ­δεια τοῦ κη­ρύγ­μα­τος ἀ­πό τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη Σε­ρα­φείμ Β΄. Τό 1760, σέ ἡ­λι­κί­α 46 ἐ­τῶν, ἄρ­χι­σε τό ἱε­ρα­πο­στο­λι­κό του ἔρ­γο, τό ὁ­ποῖ­ο συ­νέ­χι­σε ἀ­δι­ά­κο­πα γιά μιάν πε­ρί­που εἰ­κο­σα­ε­τί­α καί τό ἐ­πι­σφρά­γι­σε μέ τό μαρ­τύ­ριό του. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε τέσ­σε­ρις με­γά­λες πε­ρι­ο­δεῖ­ες, σχε­δόν σ᾿ ὅ­λες τίς πε­ρι­ο­χές ὅ­που ἁ­πλω­νό­ταν τό ἑλ­λη­νι­κό στοι­χεῖο­. Στήν πε­ρι­ο­χή Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καί Θρά­κης, στήν Ἀ­χα­ΐ­α, στή Θεσ­σα­λί­α, στή Μα­κε­δο­νί­α, στήν Ἤ­πει­ρο, στά νη­σιὰ τοῦ Αἰ­γαί­ου καί τοῦ Ἰ­ο­νί­ου,  στή Νό­τια Σερ­βί­α καί στήν Ἀλ­βα­νί­α. Τόν χα­ρα­κτή­ρα τοῦ κη­ρύγ­μα­τός του δεί­χνουν οἱ Δι­δα­χές του, πού δι­α­σώ­θη­καν ἀ­πό τούς μα­θη­τές του. Ἡ ἐ­πί­δρα­σή του στόν λα­ό ἦ­ταν τε­ρά­στια καί τόν σε­βόν­του­σαν Ρω­μηοί καί Τοῦρ­κοι. Ἔπειτα ἀ­πό συ­κο­φαν­τί­α Ἑ­βραί­ων στίς τουρ­κι­κές ἀρ­χές, ὅ­τι δῆ­θεν ἦ­ταν ὄρ­γα­νο τῶν Ρώ­σων καί ὑ­πο­κι­νοῦ­σε ἐ­πα­νά­στα­ση, συ­νε­λή­φθη καί κρε­μά­σθη­ ἀ­πό δέν­τρο στίς 24 Αὐ­γού­στου 1779. Ἐτάφη κον­τά στό χω­ριό Κο­λι­κόν­τα­σι τῆς Β. Ἠ­πεί­ρου. Ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Ἅ­γιος τό 1961, ἐ­νῷ τι­μό­ταν ἀ­πό τόν λα­ό ἀ­μέ­σως με­τά τό μαρ­τύ­ριό του.

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα